Συνεντεύξεις

Νίκος Βούτσης: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μένει σταθερά στην “λάθος πλευρά της ιστορίας”

Η εμφάνιση ενός μέλους του τάγματος Αζόφ στη Βουλή προκάλεσε μαζικές αντιδράσεις. Ως τέως πρόεδρος της Βουλής, υπάρχουν πολιτικές ευθύνες για το γεγονός ότι δόθηκε βήμα σε έναν ναζί; Τι θα πρέπει να συμβεί;

Είναι γνωστό ότι σε τέτοιου υψηλού επιπέδου διπλωματικές κινήσεις, όπως ήταν αυτή της απεύθυνσης του εκλεγμένου προέδρου της Ουκρανίας προς το ελληνικό κοινοβούλιο, πρέπει πάντοτε να υπάρχει η προετοιμασία, η αλληλοενημέρωση και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινείτο η προσφώνηση του προέδρου της Βουλής και η ομιλία του ουκρανού προέδρου προς του Έλληνες βουλευτές. Είναι προφανές εκ του αποτελέσματος, ότι αυτή η προετοιμασία δεν υπήρξε, προφανώς με την ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης και του προεδρείου της ελληνικής Βουλής, με αποτέλεσμα την πρωτοφανή πρόκληση και ύβρη προς το ελληνικό κοινοβούλιο, να παρουσιαστούν μέσω βίντεο που είχε προετοιμαστεί από «μαχητές της Μαριούπολης» με ρητή αναφορά στο ναζιστικό Τάγμα Αζόφ.
Σε κανένα από τα κοινοβούλια, όπου εκλήθη ο πρόεδρος της Ουκρανίας, δεν υπήρξε αυτή η σκηνοθεσία και άρα ήταν μια ανοικτή πρόκληση ενώπιον μας και ενώπιον του ελληνικού λαού, η οποία κατ’ ελάχιστο δεν απετράπη από την κυβέρνηση και από το προεδρείο της Βουλής. Στη διάσκεψη των προέδρων που έγινε αμέσως μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και άλλα κόμματα, ζητήσαν να υπάρξει σαφής τοποθέτηση- δήλωση από τον πρόεδρο της Βουλής γι’ αυτό το θέμα, πρόταση η οποία δεν έγινε δεκτή. Όλοι κρινόμαστε και σε ό,τι μας αφορά η άμεση δημόσια τοποθέτηση του προέδρου του κόμματος και της γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας, κατέδειξαν το μέγεθος του ατοπήματος και της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του Προεδρείου της Βουλής.
Ο πόλεμος έχει αποτελέσει πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση να κατηγορεί συχνά την αντιπολίτευση ότι αν δεν ταχθεί αναφανδόν στο πλευρό της Ουκρανίας και της ουκρανικής κυβέρνησης και δεν καταδικάζει ταυτόχρονα τη ρωσική εισβολή σημαίνει ότι έχει διαλέξει τη «λάθος πλευρά της ιστορίας». Διαμορφώνεται ένα νέο δίπολο; Η ειρήνη γιατί απαξιώνεται;
Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή κινήθηκε στην κατεύθυνση που υπαγορεύει η επικίνδυνη αλλαγή του δόγματος εξωτερικής πολιτικής, στην οποία έχει προσχωρήσει εδώ και καιρό. Με την άμεση δε αποστολή, στην πρώτη σειρά των “προθύμων”, εξοπλιστικών συστημάτων εν είδει βοηθείας προς την Ουκρανία, απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο από τις πάγιες θέσεις που ορίζουν αυτή την πολιτική για τη χώρα, δηλαδή τον ρόλο της πολυδιάστατης πολιτικής για τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή μας και στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα πρέπει να έχει ένα διακριτό ρόλο και για τις κυρώσεις και την αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό, αλλά και για την οικοδόμηση των όρων ενός συστήματος ασφαλείας για όλη την ήπειρο.
Προφανώς η στάση αυτή απαξιώνει την ειρήνη και κατατείνει στο να δημιουργεί ένα «αντιρωσικό μέτωπο», πολύ πέραν της άμεσης και σαφούς καταδίκης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μένει σταθερά με αυτή την έννοια στην “λάθος πλευρά της ιστορίας”, σε ό,τι αφορά και τα συμφέροντα της χώρας, αλλά και την οικοδόμηση διπλωματικών λύσεων για ειρηνική επίλυση αυτής της πολεμικής κρίσης. Ταυτόχρονα γίνεται και συνυπεύθυνη για την ισχυρή πρόσδεση της ΕΕ στο άρμα των σχεδιασμών και των συμφερόντων της ατλαντικής εξωτερικής πολιτικής, με ενδεχόμενες βαριές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές πολιτικές σε κρίσιμα ζητήματα που θα έχουν βαριές επιπτώσεις και για τη χώρα μας, όπως τα ενεργειακά, τους εξοπλισμούς, την κρίση επισιτισμού, τη μη αλληλέγγυα αντιμετώπιση των ορατών συνεπειών που θα έχει αυτή η πολεμική κρίση μέσα στην Ευρώπη. Σε αυτό το τοπίο, ο κίνδυνος η χώρα μας να βρεθεί πάλι σε θέση αδύναμου κρίκου μέσα στην ΕΕ, μεγαλώνει, με απροσδιόριστο ορίζοντα.
Το αίτημα για εκλογές επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία. Υπάρχει κίνδυνος να φθαρεί; Γιατί μπαίνει τόσο επιτακτικά;
Το αίτημα για εκλογές, διατυπώθηκε από το κόμμα μας, όταν έγινε απολύτως φανερό ότι υπάρχουν εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης για τη μη αντιμετώπιση των επάλληλων κυμάτων της πανδημικής κρίσης και όταν τα φαινόμενα της ακρίβειας και της εκτόξευσης των λογαριασμών του ρεύματος “έδειχναν” την απόλυτη εμμονή και μεροληψία της κυβέρνησης Μητσοτάκη υπέρ των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, που λειτουργούν ως καρτέλ για την ενέργεια με την πρωταγωνιστική μάλιστα συμμετοχή της ΔΕΗ που ιδιωτικοποιείται εν μέσω κρίσης και παρουσιάζει εκατοντάδες εκατομμύρια κέρδη αντί να λειτουργεί ως πιλότος υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Ο πρωθυπουργός απάντησε τότε ότι η ακρίβεια θα είναι συγκυριακή και ότι θα υπάρχει ανακούφιση των νοικοκυριών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης. Μας απηύθυναν το ερώτημα και την προπαγάνδα ότι γιατί ζητάμε εκλογές εν μέσω πανδημικής κρίσης. Τώρα, τρεις μήνες μετά αποδεικνύεται με όρους πλέον κοινωνικών αναγκών και διογκούμενης πολιτικής απαίτησης, ότι μόνο με εκλογές που θα σηματοδοτήσουν άλλους προοδευτικούς συσχετισμούς και μια ριζικά διαφορετική πολιτική είναι δυνατόν να ηττηθούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να υπάρξει διέξοδος στην κρίση, υπέρ των πολλών. Όλο πλέον το πολιτικό σύστημα, οι δημοσιολογούντες, αλλά και κοινωνικές δυνάμεις κινούνται γύρω από το ζήτημα των σεναρίων που διαμορφώνουν ένα ισχυρό και μεταβαλλόμενο μέσα στον πυκνό πολιτικό χρόνο, εκλογικό κλίμα.
Η απεργία της 6ης Απρίλη αντιμετωπίστηκε από τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της Αριστεράς ως η αρχή ενός αντικυβερνητικού ρεύματος. Πιστεύεις ότι διαμορφώνεται; Έχει αντιδεξιά χαρακτηριστικά ή είναι αντίδραση στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που εφαρμόζεται;
Η κυβερνητική πολιτική, έχει διαμορφώσει μαύρες κηλίδες και φαιά περιβάλλοντα, όχι μόνο στους τομείς της Παιδείας, της Υγείας, του Περιβάλλοντος, αλλά και στο κρίσιμο ζήτημα της Δημοκρατίας. Είναι βαριά εκτεθειμένη στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, στη συρρίκνωση κοινωνικών και ιδιαίτερα εργασιακών δικαιωμάτων. Με αυτή την έννοια υπάρχει πράγματι και μια διάσταση νέας «αντιδεξιάς» συνειδητοποίησης σε όσους αντιστέκονται και κινητοποιούνται εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Η πρόσφατη απεργία, αλλά και οι πετυχημένες εργατικές και νεολαιίστικες διεκδικήσεις του προηγούμενου διαστήματος, αναδεικνύουν όμως μια προϊούσα συνειδητοποίηση για μια αναγκαία, πολύ ευρύτερη αντινεοφιλελεύθερη στρατηγική, που μπορεί να καταστεί πλειοψηφική, καθώς αγγίζει πληττόμενα κοινωνικά στρώματα, που είτε απείχαν από την κάλπη, είτε πλειοψηφικά ήταν προσδεμένα σε κεντροδεξιές και συντηρητικές επιλογές.
Η εξέλιξη αυτή, υπερβαίνει την μεθοδική προπαγάνδα ελεγχόμενων ηλεκτρονικών μέσων που αγιογραφούν και εξασφάλιζαν μέχρι πρότινος την ηγεμονία της ΝΔ στις πολιτικές εξελίξεις, γι’ αυτό θεωρούμε ότι αποτελεσματική είναι η αντινεοφιλελεύθερη στρατηγική με ριζοσπαστικές απαντήσεις, με επίκεντρο τις δημόσιες πολιτικές, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πολιτών και στα επίδικα του νέου ιστορικού κύκλου, στον οποίο έχουμε μπει διεθνώς. Η παραδοσιακή αντιδεξιά πολιτική, η πανθομολογούμενη φθορά του προφίλ του πρωθυπουργού και οι ενδιάμεσες- κεντρώες λύσεις είναι μέρος, αλλά, δεν αρκούν για την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Θεωρώ ότι το κόμμα μας κινείται στη σωστή κατεύθυνση, μέσα και από τα διδάγματα της δικής μας κυβερνητικής περιόδου και τη διαμορφούμενη σωστή ενόραση, που συλλογικά καταθέτουμε για την αντιμετώπιση των μεγάλων ανισοτήτων και την εκπόνηση ενός προοδευτικού κυβερνητικού προγράμματος.
Η συζήτηση για συνεργασίες ζωντάνεψε ξανά, με τη ΝΔ να απευθύνει κάλεσμα στο ΚΙΝΑΛ, τον ΣΥΡΙΖΑ να απευθύνει κάλεσμα σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις και το ΚΙΝΑΛ να μετατρέπεται σε ρυθμιστή. Γιατί η ΝΔ αφήνει πίσω το επιχείρημα της αυτοδυναμίας; Πώς χτίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τη διάθεση για συνεργασία με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις; Ποιος ο ρόλος του ΚΙΝΑΛ;
Η δικιά μας πρόσκληση διαχρονικά και με δεδομένο ότι οι εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής, έχει προγραμματικό χαρακτήρα και απεύθυνση στο σύνολο των Αριστερών, των κεντρώων δυνάμεων, των οικολογικών συνιστωσών. Προφανώς με όρους πολιτικών συσχετισμών, απευθύνεται ιδιαίτερα και προς την ηγεσία και τον κόσμο του ΚΙΝΑΛ- ΠΑΣΟΚ που είναι σε μια μεταβατική φάση, αναδιαμόρφωσης της ταυτότητας και της πολιτικής του, υπό τον τίτλο «σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση». Η ηγεσία αυτού του κόμματος, προς ώρας, δεν ανταποκρίνεται στο βασικό ζήτημα που προκύπτει μέσα από τις ίδιες τις πυκνές εξελίξεις, δηλαδή την ήττα και την πτώση της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης της ΝΔ. Δυνάμεις του «ακραίου Κέντρου» που αποτελούν κληρονομιά της διακυβέρνησης με τον Σαμαρά και είναι φωτοδότες του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου και της αναβίωσης της στρατηγικής των δυο άκρων με προφανή στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, έχουν τον δικό τους ρόλο μέσα στις κυοφορούμενες εξελίξεις, με στόχο μια συνεργασία με κορμό τη Νέα Δημοκρατία και την περιθωριοποίηση της Αριστεράς. Πιστεύω ότι αυτές οι απόψεις θα ηττηθούν με όρους κοινωνίας και ότι οι εξελίξεις διαμορφώνουν μια ρεαλιστική, εναλλακτική, προοδευτική λύση, ευρύτερων συνεργασιών για τη χώρα με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Το συνέδριο ο καταλληλότερος χώρος για συνθέσεις
Το τρίτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα διεξαχθεί πεντέμισι χρόνια μετά το προηγούμενο. Ποια τα επίδικα; Θα υπάρξει η αποτίμηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Το κείμενο των προγραμματικών και πολιτικών θέσεων του κόμματος είναι μια προωθητική σύνθεση πάνω στο κεντρικό ζήτημα της αναθεμελίωσης της Αριστεράς διεθνώς και του εμπλουτισμού της αριστερής ταυτότητας του κόμματος μας ως ανοικτής, ριζοσπαστικής, ανανεωτικής δύναμης στη σύγχρονη εποχή. Το πώς θα υπηρετηθεί με ένα συλλογικό και συνεκτικό πολιτικό σχέδιο ο κεντρικός στόχος, για μια νέα κοινωνικοπολιτική πλειοψηφία στη χώρα μας και για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές, είναι το πεδίο, στο οποίο καλείται το συνέδριο να συνθέσει καθώς είναι φανερό και από τον προσυνεδριακό διάλογο, ότι υπάρχουν διαφορετικές αναγνώσεις και προτεραιότητες, μέσα στα ρεύματα ιδεών και τις τάσεις του κόμματος. Εκτιμώ ότι θα αποσαφηνιστεί, επί της ουσίας, το ταυτοτικό και πολιτικό ζήτημα για το κατά πόσον ενισχύουμε την αριστερή ταυτότητα με ανοιχτούς ορίζοντες του κόμματος μας, ή θα ευνοούνται απόψεις μετασχηματισμού σε κεντροαριστερή κατεύθυνση στο όνομα της κυβερνησιμότητας.
Στο επίκεντρο της συζήτησης έχει βρεθεί το ζήτημα εκλογής του προέδρου και της ΚΕ από τη βάση. Ο Αλ. Τσίπρας ανακοίνωσε ότι αυτή θα γίνει στις 15 Μαΐου. Θα υπάρξει αντιπαράθεση στο συνέδριο; Τι θα σημαίνει για το κόμμα μία τέτοια καταστατική αλλαγή;
Δημόσια και με ενάργεια έχουν διατυπωθεί οι απόψεις, σχετικά με το ζήτημα της εκλογής από το Συνέδριο της Κεντρικής Επιτροπής και του Προέδρου του Κόμματος, ή με την διαδικασία της κατευθείαν εκλογής από τα μέλη του Κόμματος. Η άποψή μου είναι σαφής. Συμφωνώ με την συμβολή της ανοικτής πολιτικής πρωτοβουλίας που επονομάζεται Ομπρέλα και που κατατέθηκε στον προσυνεδριακό διάλογο. Νομίζω ότι το πολυπληθές συνέδριο μας μπορεί να επιτελέσει αυτό το ρόλο, ως ο καταλληλότερος χώρος όπου θα αναζητηθούν προωθητικές συνθέσεις στις πολιτικές, προγραμματικές θέσεις, αλλά και στην αποτίμηση τόσο της κυβερνητικής όσο και της πρόσφατης περιόδου των δυόμιση χρόνων. Δεν πιστεύω στη θεωρία των «αδιαμεσολάβητων σχέσεων» και της «άμεσης Δημοκρατίας» των μελών για την επιλογή του προέδρου και των καθοδηγητικών οργάνων του Κόμματος, αλλά επ’ αυτών των ζητημάτων είναι προφανές ότι θα τοποθετηθούμε στο Συνέδριο, που θα πάρει και τις σχετικές αποφάσεις.

Συνέντευξη τ. προέδρου της Βουλής και βουλευτή Α΄ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Νίκου Βούτση στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ και τους δημοσιογράφους Ιωάννα Δρόσου και Παύλο Κλαυδιανό