Να ξεκινήσουμε με μια γενική εκτίμηση για το πνεύμα, την κατεύθυνση της έκθεσης Ντράγκι;
Ο Ντράγκι ξεκινάει από μία γενική παραδοχή που δεν είναι λάθος. Μιλάει για μια «υπαρξιακή πρόκληση» για την Ευρώπη. Παρατηρεί ότι από το 2000 και μετά υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα αύξησης της παραγωγικότητας και του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, όπως επίσης ότι η Ευρώπη έχει μείνει πίσω σε σειρά ζητημάτων σε σχέση με άλλες χώρες. Όλη η έρευνα, πχ, και ανάπτυξη της ΕΕ αφορά κυρίως τον χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας και της φαρμακοβιομηχανίας, την ώρα που πάσχει πάρα πολύ στον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας, ιδιαίτερα στις τεχνολογίες νέφους όπου αναγνωρίζει ότι η καθυστέρηση δεν είναι αναστρέψιμη. Αναγνωρίζει επίσης πως υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στο κόστος της ενέργειας, με την Ευρώπη να πληρώνει δύο φορές παραπάνω (και 4-5 για φυσικό αέριο), γεγονός που δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στην οικονομία της, και θέτει ζήτημα απαλλαγής από τα ορυκτά καύσιμα («απανθρακοποίηση») και πράσινης μετάβασης, αλλά υπό την προϋπόθεση δημιουργίας ενός μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου. Φεύγει από τη λογική της παγκοσμιοποίησης, λόγω και του ουκρανικού πολέμου και του πόλου της Κίνας, και μιλά για μεγαλύτερη ανάγκη μιας σχετικής αυτάρκειας της Ευρώπης, που μέχρι τώρα έχει μεγάλες εισαγωγές, πχ σε στρατηγικά μέταλλα και ενέργεια, αμυντικό εξοπλισμό κ.α.
Τι πόρους προβλέπει να την ανακάμψει;
Για την ανάκαμψη της Ευρώπης θεωρεί πως χρειάζεται μια σημαντική επένδυση ύψους 5-6% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ –μεγαλύτερη και από το σχέδιο Μάρσαλ που ήταν 1-2% τότε– και ότι αυτή η επένδυση, των 700–800 εκατ. κάθε χρόνο, δεν μπορεί να είναι μόνο ιδιωτική. Ως μείζον ζήτημα κρίνει ακόμα τη μη επαρκή ενοποίηση της Ευρώπης, που την επιδιώκει για διάφορους τομείς από τις τηλεπικοινωνίες και την ψηφιακή τεχνολογία, μέχρι τις τράπεζες. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια ενιαία αγορά, ο Ντράγκι θεωρεί πως δεν λειτουργεί σωστά, γιατί υπάρχουν μια σειρά από γραφειοκρατικούς κανονισμούς που εμποδίζουν να φτιαχτεί ανταγωνιστικό πλαίσιο. Διατυπώνει, ουσιαστικά, μια κλασική νεοφιλελεύθερη θέση που υποστηρίζει ότι για να υπάρξει ανταγωνισμός χρειάζονται πολύ μεγάλες εταιρείες που θα τον σπρώχνουν και αυτές θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσω ενοποίησης διαφόρων προγραμμάτων που υπάρχουν. Κλείνει το μάτι, έτσι, για μείωση των βοηθειών στις χώρες, κυρίως, του Νότου, για να χρηματοδοτηθούν οι μεγάλες βιομηχανίες του Βορρά.
Η έκθεση, δηλαδή, εισέρχεται και στο ζήτημα της δομής της ΕΕ;
Ο Ντράγκι, για τους λόγους που ήδη αναφέραμε, φαντάζεται μια διαφορετική Ευρώπη, με ενοποιημένη αγορά κεφαλαίου, που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, καλύτερη χρηματοδότηση μέσω Venture Capital (κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών), να αλλάξει και να ενοποιηθεί το ρυθμιστικό πλαίσιο των τραπεζών κ.ά. Φαντάζεται, δηλαδή, πανευρωπαϊκούς θεσμούς, που για να λειτουργήσουν, θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος λήψης αποφάσεων και από την ομοφωνία να περάσουμε σε ένα πλειοψηφικό κανόνα. Αντίστοιχα για να χρηματοδοτηθούν όλα αυτά, θα πρέπει να υπάρξουν και ευρωπαϊκά ομόλογα, που θα μπορούν να λειτουργήσουν σαν το βασικό κομμάτι αύξησης των δαπανών (για επιχειρήσεις, υποδομές κτλ.). Είναι ένα σχέδιο που πιάνει πάρα πολλά ζητήματα, με κάποια πράγματα να είναι ωραία μουσική στα αυτιά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλα που αντιτίθενται στη λογική των λεγόμενων «φειδωλών» χωρών, με προεξάρχουσα, βέβαια, τη Γερμανία.
Ασκείται κριτική στην κατεύθυνση της έκθεσης πως δίνοντας μεγάλο βάρος στην ανταγωνιστικότητα, αυτό θα οδηγεί σε μειώσεις των μισθών, υποβάθμιση του περιβάλλοντος κτλ. Το αντιλαμβάνεται αυτό η έκθεση;
Ο Ντράγκι εξαρτάται πολύ από τις δυνάμεις της αγοράς, δεν θεωρεί δηλαδή ότι τα προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας μπορούν να λυθούν με μια άμεση ομοσπονδιακή κρατική παρέμβαση, αλλά ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί το σωστό ρυθμιστικό πλαίσιο, να δοθεί η απαραίτητη χρηματοδότηση, με χαμηλά επιτόκια κτλ, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι μεγάλες εταιρείες και να ανεβάσουν την παραγωγικότητα. Ουσιαστικά, δηλαδή, προτείνει ένα καπιταλισμό για τις μεγάλες επιχειρήσεις και έναν σοσιαλισμό για τις δαπάνες που χρειάζονται να γίνουν από τους ευρωπαίους φορολογούμενους. Ναι, μεν, έχει δίκιο ότι χρειάζεται ένα ευρωομόλογο για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτό, αλλά ο τρόπος που προτείνει να γίνει, δεν φαίνεται να είναι αρκετά επεξεργασμένος. Μιλάει, βέβαια, για τη διατήρηση του κοινωνικού μοντέλου, του κράτους πρόνοιας, την έμφαση στην ευρωπαϊκή παιδεία. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, τα προβλήματα που μπορούν να δημιουργηθούν και εκθέτει, για παράδειγμα, τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η Τεχνητή Νοημοσύνη στην εργασία και γι’ αυτό κάνει λόγο για εκπαίδευση των εργαζομένων, ώστε να μπορούν να την χρησιμοποιούν. Όπως επίσης μιλά για αναθεώρηση των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, κρίνοντας ότι οι υπάρχοντες δεν έχουν λειτουργήσει. Από εκεί και πέρα, δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στις εργασιακές σχέσεις, γιατί υποψιάζομαι πως κρίνει πως ό,τι ήταν να πετύχει σχετικά το κεφάλαιο στο πεδίο αυτό, έχει γίνει. Είναι σε ένα τέτοιο χαμηλό επίπεδο, δηλαδή, που δεν θεωρούν ότι υπάρχει ακόμα χώρος για παραπέρα επιδείνωσή τους. Σε μια Ευρώπη των καπιταλιστών δεν μπορούν να γίνουν και πολύ διαφορετικά πράγματα και όσο πιο ενιαία θα είναι η αγορά, τόσο θα αυξάνονται οι ανισότητες και δεν φαίνεται πουθενά στο σχέδιο του Ντράγκι προσπάθεια άμβλυνσής τους.
Ασκήθηκε κριτική ότι υποτιμά το ζήτημα της κλιματικής κρίσης. Μιλάει μεν για «απανθρακοποίηση», αλλά συγχρόνως εστιάζει στην πυρηνική ενέργεια, που μόνο πράσινη δεν είναι. Το περιβάλλον πόσο, τελικά, έχει ληφθεί υπόψιν στο σχέδιο του Ντράγκι;
Ο Ντράγκι λέει πως μακροπρόθεσμα θα πρέπει να προχωρήσουμε σε πράσινες τεχνολογίες και στην απεξάρτηση από τον άνθρακα. Από την άλλη μεριά, αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει γρήγορα. Παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει καλύτερες τεχνολογίες στον τομέα αυτό, για τον Ντράγκι είναι ζήτημα χρονικού συγχρονισμού και αλληλουχίας και γνωρίζει πως αυτή τη στιγμή, αν προχωρήσει η Ευρώπη γρήγορα σε μια πράσινη μετάβαση, θα οδηγηθεί σε μια σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας. Στην ενέργεια εστιάζει περισσότερο στον προβληματικό τρόπο τιμολόγησής της, δηλαδή για τα χρηματιστήρια ενέργειας, τους μεγάλους παίχτες στον τομέα κτλ, που αυξάνουν την τιμή της. Γι’ αυτό που δεν κάνει λόγο, γιατί είναι λεπτό ζήτημα, είναι για την εξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Μ’ άλλα λόγια, ο Ντράγκι έχοντας γνώση των δυσκολιών, προτείνει μια πολιτική που δεν ανθίσταται στη νεοφιλελεύθερη λογική, αλλά προσπαθεί να κάνει μια μετριοπαθή μετακίνηση;
Ναι, στην ουσία λέει πως το ελεύθερο εμπόριο και η παγκοσμιοποίηση έχει πεθάνει, ότι θα πρέπει να δούμε κάθε περίπτωση ξεχωριστά αντί για οριζόντια μέτρα, που κάνει ο άλλος dumping, ποιους τομείς επιδοτεί κάθε χώρα, τις επιπτώσεις των μεγάλων δασμών κτλ. Από την άλλη, αντιλαμβάνεται ότι η Ευρώπη είναι πάρα πολύ πίσω στους μεγάλους νευραλγικούς τομείς των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών και αλλού, που, κατά τη γνώμη μου, αυτό οφείλεται στη νεοφιλελεύθερη πολιτική και την εμμονή μετά την κρίση να μην κάνει τίποτα για να λύσει το ζήτημα των επενδύσεων. Όπως επίσης, αντιλαμβάνεται πως ενώ η Ευρώπη έχει μια τεράστια αγοραστική δύναμη, επειδή οι περισσότερες αγορές δεν γίνονται κεντρικά, μειώνεται η διαπραγματευτική της θέση, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει υψηλότερες τιμές. Ο Ντράγκι ορθά εντοπίζει κάποια προβλήματα –αν και όχι τις πραγματικές αιτίες τους– αλλά η λύση που προτείνει είναι –λόγω της ιδεολογίας του– μέσω της καπιταλιστικής αγοράς. Αναγνωρίζει, όμως, ότι η προσήλωση στο ελεύθερο διεθνές εμπόριο και στην παγκοσμιοποίηση αποτελεί παρελθόν. Προβληματική επίσης είναι η εμμονή του στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, της οποίας το προϊόν δεν προσθέτει πραγματικό πλούτου, αλλά μόνο καταστροφή. Δεν λαμβάνει υπόψιν τον παράγοντα της κλιματικής κρίσης και πόσο αλλάζει άρδην τα δεδομένα, ούτε την άνοδο της Ακροδεξιάς κ.α. Είναι κάπως too little, too late.
Είναι εφαρμόσιμη η πρόταση Ντράγκι; Η ενοποίηση που προτείνει σε διάφορους τομείς μπορεί να υλοποιηθεί όταν ανεβαίνουν εθνικιστικές δυνάμεις ή όταν Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία κ.ά. απέρριψαν κατευθείαν το ενδεχόμενο ευρωομολόγου;
Οι προτάσεις του Ντράγκι δεν φαίνεται να μπορούν να υιοθετηθούν από την Ευρώπη. Δεν υπάρχει το πολιτικό υποκείμενο που να μπορεί να τις εφαρμόσει. Ήδη οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας κατήγγειλαν το σχέδιο. Οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς βλέπουμε ότι ανεβαίνουν παντού, δίνοντας απαντήσεις κοινωνικού μίσους για σύνθετα προβλήματα, που εισακούγονται εύκολα, έχοντας χάσει ο κόσμος κάθε εμπιστοσύνη στις πολιτικές δυνάμεις που τον οδήγησαν στη σημερινή κακοδαιμονία. Και, δυστυχώς, η Αριστερά δεν έχει καταφέρει να εισπράξει αυτή τη δυσαρέσκεια από τις πολιτικές λιτότητας, αφού σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, από την Αγγλία μέχρι την Ελλάδα, ήταν οι δικές της δυνάμεις που εφάρμοσαν το δόγμα ΤΊΝΑ, ότι δηλαδή δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική στον νεοφιλελευθερισμό.
Ο Νίκος Θεοχαράκης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ
Τζέλα Αλιπράντη, Παύλος Κλαυδιανός