Η πρόσφατη προσέγγιση μεταξύ της Silicon Valley και των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, με επίκεντρο τον Donald Trump, αποτελεί ένα φαινόμενο που προξενεί εντύπωση και προβληματισμό. Ενώ η βιομηχανία της τεχνολογίας προβάλλεται συχνά ως φορέας προοδευτικών αξιών, η σχέση της με την Ακροδεξιά αποκαλύπτει μια βαθύτερη και πιο περίπλοκη πραγματικότητα. Η συμμαχία αυτή δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός αλλά το αποτέλεσμα ιστορικών, ιδεολογικών και γεωπολιτικών εξελίξεων που σταδιακά αναδιαμόρφωσαν το τοπίο της πολιτικής και της οικονομίας.
Η Silicon Valley έχει τις ρίζες της σε ένα μείγμα τεχνολογικού οράματος, πανεπιστημιακής καινοτομίας και στρατιωτικής χρηματοδότησης. Παρόλο που η κυρίαρχη αφήγηση τη συνδέει με το χίπικο κίνημα και τον ελευθεριακό ιδεαλισμό, στην πραγματικότητα οι πρώτες της δομές περιλάμβαναν ισχυρές δόσεις τεχνοκρατικής ελιτίστικης σκέψης και ενός ωμού καπιταλισμού που επιδίωκε την υπεροχή μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας. Ο Lewis Terman, πατέρας του Fred Terman, ενός από τους ιδρυτές του Stanford και θεμελιωτής της Silicon Valley, υπήρξε υποστηρικτής της ευγονικής, μιας ιδεολογίας που προωθεί την ιδέα ότι η νοημοσύνη είναι κληρονομική και περιορίζεται σε συγκεκριμένες φυλετικές και κοινωνικές ομάδες. Αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο δεν εξαφανίστηκε, αλλά μετεξελίχθηκε σε σύγχρονες θεωρίες, όπως η φιλοσοφία του long-termism και ο τρανσουμανισμός, που προτάσσουν τη σημασία της τεχνολογικής ανάπτυξης με μακροπρόθεσμο όφελος, όπως την εξερεύνηση του διαστήματος από ανώτερα ανθρώπινα όντα αναμεμειγμένα με τεχνολογία, αγνοώντας συχνά τις κοινωνικές ανισότητες του παρόντος.
Παρότι η Silicon Valley είχε διατηρήσει επί δεκαετίες στενές σχέσεις με το Δημοκρατικό Κόμμα, η οικονομική κρίση του 2008 και η άνοδος κινημάτων όπως το «Occupy Wall Street» και το «Black Lives Matter» έφεραν στο προσκήνιο μια αυξανόμενη κριτική απέναντι στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, οι οποίες κατηγορήθηκαν για τη συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας εις βάρος της κοινωνίας. Τα εργατικά συνδικάτα και οι ακτιβιστές της Silicon Valley άρχισαν να διεκδικούν μεγαλύτερη διαφάνεια, κοινωνική ευθύνη και έλεγχο των εταιρικών πρακτικών, προκαλώντας ανησυχία στα υψηλότερα κλιμάκια των τεχνολογικών κολοσσών. Η εκλογή του Donald Trump το 2016 υπήρξε καθοριστική για την αναδιάταξη των πολιτικών συμμαχιών. Η ρητορική του κατά του κατεστημένου και η εναντίωσή του στη ρύθμιση των αγορών προσέλκυσαν επιχειρηματίες της τεχνολογίας που αναζητούσαν έναν ηγέτη πρόθυμο να προστατεύσει τα οικονομικά τους συμφέροντα από τη ρύθμιση και τη φορολόγηση.
Ορισμένοι επιχειρηματίες της Silicon Valley πρωτοστάτησαν σε αυτή τη μετατόπιση, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Peter Thiel, συνιδρυτή του «PayPal» και έναν από τους πρώτους υποστηρικτές του Trump. Ο Thiel προωθεί εδώ και χρόνια έναν αντιδημοκρατικό ελιτισμό που θεωρεί πως οι παραδοσιακοί θεσμοί είναι αναχρονιστικοί και πως η καινοτομία απαιτεί την ελαχιστοποίηση της δημοκρατικής εποπτείας. Άλλος σημαντικός παράγοντας της συμμαχίας ήταν ο Robert Mercer, ιδιοκτήτης της «Cambridge Analytica» και χρηματοδότης του «Breitbart», που αξιοποίησε τη δύναμη των δεδομένων για να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις. Η πανδημία του COVID-19 υπήρξε ένας ακόμη επιταχυντής αυτής της σχέσης. Καθώς οι τεχνολογικές εταιρείες ανέλαβαν την ευθύνη για τον έλεγχο της παραπληροφόρησης, η πολιτική πόλωση αυξήθηκε. Οι υποστηρικτές του Trump κατηγόρησαν τις μεγάλες πλατφόρμες για λογοκρισία, ενώ παράλληλα η Silicon Valley απέκτησε πρωτοφανή έλεγχο στη ροή της πληροφορίας. Ο έλεγχος της επικοινωνίας έγινε εργαλείο πολιτικής επιρροής, ενισχύοντας τη δυναμική ενός νέου ηγεμονικού μπλοκ που συνδυάζει την οικονομική, τεχνολογική και πολιτική ισχύ. Ο Elon Musk, με την αδιαμφισβήτητη επιρροή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ο Mark Zuckerberg, με τις πολιτικές διαχείρισης περιεχομένου του «Facebook», διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας με τρόπους που συχνά ευνοούν τις ακροδεξιές αφηγήσεις. Αναδύεται έτσι ο ρόλος των τεχνολογικών ελίτ ως οργανικών διανοούμενων, όπως τους περιέγραψε ο Antonio Gramsci, οι οποίοι λειτουργούν ως φορείς της ηγεμονικής ιδεολογίας, διαμορφώνοντας την κοινή γνώμη μέσα από τις πλατφόρμες που ελέγχουν.
Αυτή η νέα συμμαχία συγκροτείται από ετερόκλητα στοιχεία: από επιχειρηματίες που βλέπουν τον Trump ως εγγυητή των συμφερόντων τους, μέχρι τμήματα της εργατικής και μεσαίας τάξης που αισθάνονται εγκαταλελειμμένα από το νεοφιλελευθερισμό. Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός λειτουργούν ως συγκολλητικοί παράγοντες, παρέχοντας αποδιοπομπαίους τράγους για τα κοινωνικά προβλήματα. Παράλληλα, η γεωπολιτική διάσταση δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η άνοδος της Κίνας ως τεχνολογικού ανταγωνιστή και η αποδυνάμωση της αμερικανικής ηγεμονίας ώθησαν τις ελίτ της Silicon Valley να στραφούν προς τον προστατευτισμό του Trump. Το διακύβευμα είναι η διατήρηση της τεχνολογικής υπεροχής των ΗΠΑ, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει την απομάκρυνση από τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την προσχώρηση σε κάποιο είδος υβριδικού φασισμού.
Η εξέλιξη αυτής της σχέσης θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και η εσωτερική αντίσταση. Οι εργαζόμενοι στις τεχνολογικές εταιρείες, προερχόμενοι συχνά από προοδευτικά περιβάλλοντα, οργανώνονται όλο και περισσότερο απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τη συστημική συντηρητικοποίηση του κλάδου. Οι συνδικαλιστικές δράσεις και οι πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης αναδεικνύονται ως σημαντικά εργαλεία αντίστασης απέναντι στην αυξανόμενη σύγκλιση τεχνολογίας και ακροδεξιάς πολιτικής. Το μέλλον της Silicon Valley δεν έχει ακόμη κριθεί, αλλά οι εξελίξεις τα επόμενα χρόνια θα καθορίσουν εάν η βιομηχανία της τεχνολογίας θα συνεχίσει να αποτελεί προπύργιο της αυταρχικής νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας ή αν θα αναδυθούν νέες δυναμικές που θα αλλάξουν τη σχέση της με την πολιτική εξουσία.