Macro

Νίκος Σαραντάκος: Για το κρυφό σχολειό (που λειτουργούσε ολοφάνερα)

Ο μύθος του Κρυφού Σχολειού, αν και έχει καταρριφθεί προ πολλού, εξακολουθεί να αναπαράγεται

Ένα παραμύθι, που μας συνόδεψε από τα πρώτα μαθητικά μας χρόνια ήταν το παραμύθι για το «κρυφό σχολειό». Για το:

φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σκολειό
να μαθαίνω γράμματα

και τα λοιπά, που υποτίθεται πως λέγανε τα παιδάκια πηγαίνοντας νύχτα και κρυφά στην Εκκλησιά για να μάθουν γράμματα.

Στην πραγματικότητα, όλη η φιλολογία περί κρυφού σχολειού είναι παραμύθι. Κανένας έγκυρος ιστορικός, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που αφιερώνει στην εποχή της τουρκοκρατίας τους δύο από τους εννέα τόμους της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», ούτε ο Σάθας, εις την «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα» του, ούτε και η νεώτερη δεκατετράτομη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, κάνουν οποιαδήποτε μνεία περί κρυφού σχολειού. Στο τελευταίο μάλιστα σύγγραμμα και συγκεκριμένα στον 10ο τόμο και στη σελίδα 366, οι συντάκτες του σχετικού κεφαλαίου Γ. Ζώρας και Α. Αγγέλου (καθηγητές πανεπιστημίου αμφότεροι), είναι κατηγορηματικοί: «Κρυφό σχολειό δεν υπήρξε, πρόκειται για μύθο». Το ίδιο είχε πει από τον 19ο ήδη αιώνα ο Μ. Γεδεών και κατά τον 20ον ο Γιάννης Βλαχογιάννης: «Δεν υπάρχει καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού», βεβαιώνει.

Πώς όμως δημιουργήθηκε ο σχετικός μύθος; Κατά τη γνώμη μου οι αιτίες που τον γέννησαν είναι δύο. Η πρώτη είναι να καταδειχτεί η βαρβαρότητα και ο φωτοσβεστικός ρόλος των Τούρκων κατακτητών και ο δεύτερος να αναδειχτεί ο ρόλος της Εκκλησίας στην πνευματική αναγέννηση του έθνους. Και στις δύο υπάρχει πυρήνας ιστορικής αλήθειας. Λίγες δεκαετίες μετά την Άλωση της Πόλης εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα εκδηλωθεί ολοκάθαρα στα επόμενα διακόσια χρόνια. Οι Οθωμανοί παίρνοντας την Πόλη, αναμφισβήτητα κέρδισαν πολλά (λαμπρή και ιστορική πρωτεύουσα, ενοποίηση των ασιατικών και ευρωπαϊκών εδαφών τους κλπ.). Έχασαν όμως το σπουδαιότερο: την πολιτιστική παράδοση, που έστω και κουτσουρεμένη επιβίωνε ακόμα στην ετοιμοθάνατη Κωνσταντινούπολη. Απόχτησαν ένα χρυσό κλουβί, χωρίς όμως το καλλικέλαδο πουλί που βρισκόταν μέσα και που πέταξε στη Δύση.

Ως τότε, σε μίμηση και σε αντιπαράθεση με τη φθίνουσα Ρωμανία, η αναπτυσσόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε αξιόλογες επιδόσεις στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόδρομος της Αναγέννησης (και στην Ελλάδα, αλλά και στη Δύση) ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αδριανούπολης, που τα χρόνια εκείνα, επί Μουράτ, ήταν η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση, οι νικητές Οθωμανοί υιοθέτησαν όλα σχεδόν τα ελαττώματα των προκατόχων τους, αλλά τους ξέφυγαν τα προτερήματά τους και κυρίως την έφεση για παιδεία και πολιτισμό.

Τον πρώτον αιώνα μετά το πάρσιμο της Πόλης, οι υπόδουλοι Χριστιανοί, που αποτελούσαν το Ρουμ Μιλέτ (το γένος των Ρωμαίων), πέρασαν από ένα στάδιο πνευματικού και εκπαιδευτικού μουδιάσματος. Οι μεγάλοι δάσκαλοι είχαν φύγει στη Δύση. Καινούργια σχολεία δεν ιδρύθηκαν. Ο αναλφαβητισμός του χριστιανικού πληθυσμού αυξήθηκε κατακόρυφα. Η Εκκλησία όμως, για να λειτουργήσει, είχε ανάγκη από ιερείς, που έπρεπε να ξέρουν στοιχειωδώς να διαβάζουν τα ιερά βιβλία. Έτσι λειτούργησαν μέσα στους ναούς εκκλησιαστικά σχολεία που κατάρτιζαν στοιχειωδώς τους μέλλοντες κληρικούς. Ανεξάρτητα όμως από αυτά τα εκκλησιαστικά φροντιστήρια, σε ορισμένες πόλεις με πρώτη την Αδριανούπολη, εξακολούθησαν να υπάρχουν και να λειτουργούνε σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης.

Φυσικά η ποιότητα της εκπαίδευσης αυτής ήταν πολύ χαμηλή και οι περισσότεροι μαθητές μάθαιναν μόνο να διαβάζουν και να γράφουν. Ιδιαίτερα σχολικά κτίρια ήταν σπάνια ή μικρής χωρητικότητας. Πολύ συχνά οι μαθητές μαζεύονταν στο νάρθηκα των εκκλησιών. Δεν υπήρχαν επίσης διδακτικά βιβλία. Για τη στοιχειώδη εκπαίδευση χρησιμοποιούσαν εκκλησιαστικά βοηθήματα: την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι ή τη Σύνοψη. Ίσως εδώ να βρίσκεται ο ιστορικός πυρήνας του μύθου για το κρυφό σχολειό.

Το ουσιαστικό βήμα προόδου στην εκπαίδευση άρχισε να γίνεται από τα μέσα του επόμενου (16ου) αιώνα. Με κέντρα τη Χίο, που λίγες δεκαετίες πριν ήταν γενοβέζικη κτίση, τη Λέσβο, την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη ιδρύονται πολλά σχολεία, όπου διδάσκουν αξιόλογοι δάσκαλοι. Οι τελευταίοι προέρχονται συνήθως από την βενετοκρατούμενη ακόμη Κρήτη ή τα Επτάνησα και έχουν σπουδάσει σε πανεπιστήμια της Ιταλίας. Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής το 1586, στην Αθήνα, που ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη, λειτουργούσαν πολλά σχολεία.

Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 17ου αιώνα στην εμφάνιση μεγάλων Σχολών, όπως η Σχολή των Κυδωνιών, η Σχολή των Αγράφων, η Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, η Αθωνιάς Σχολή και άλλες σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, χώρια το Πατριαρχικό Σχολείο που λειτουργούσε στην Πόλη από τον 16ο αιώνα. Πολλές από τις σχολές αυτές ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου και βέβαια η ύπαρξη και η λειτουργία τους προϋπέθεταν πως υπήρχαν στοιχειώδη και μέσα σχολεία, από τα οποία προέρχονταν οι μαθητές τους. Πρέπει εδώ να τονιστεί πως σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι οθωμανικές αρχές δεν έκλεισαν κανένα χριστιανικό σχολείο, ούτε απέρριψαν αίτημα χριστιανικών κοινοτήτων να ανοίξουν σχολείο.

Είναι λοιπόν λογικό πως εκεί που λειτουργούσαν φανερά και ανεμπόδιστα κανονικά σχολεία όλων των βαθμίδων, η ύπαρξη «κρυφού σχολειού» περίττευε.

ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ