Το άρθρο του Πουλαντζά που δημοσιεύουμε σήμερα με τίτλο «Το κράτος, το κόμμα και τα κοινωνικά κινήματα» δεν θα το βρείτε στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Το περιεχόμενό του όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Προέρχεται από μια συνέντευξη που έδωσε ο Πουλαντζάς, το 1979, στο γαλλικό περιοδικό Dialectiques με τίτλο “La crise des partis” [Η κρίση των κομμάτων]. Η συνέντευξη μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον φίλο και σύντροφο Δημήτρη Ψαρρά και δημοσιεύτηκε στο παλιό πολύτιμο βιβλιαράκι Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Πουλαντζάς, Έντελμαν, Συζήτηση για το κράτος (Σήμερα 6, εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα 1980). Παρά το γεγονός ότι σ’ αυτό το φύλλο της «Εποχής» διατέθηκαν στις «Ιδέες» τέσσερις σελίδες, ο χώρος εξακολουθούσε να είναι περιορισμένος για τη δημοσίευση όλης της συνέντευξης. Έτσι, αφαιρέσαμε τις ερωτήσεις και λίγες προτάσεις από τις απαντήσεις, τις επιμεληθήκαμε με τη βοήθεια και του γαλλικού κειμένου, προσθέσαμε σε αγκύλες κάποιες δικές μας λέξεις, βάλαμε έναν τίτλο και κάποιους υπότιτλους και η συνέντευξη έγινε το «άρθρο» που σας παρουσιάζουμε εδώ. Πάλι για λόγους χώρου, δεν σχολιάζουμε το σημαντικό αυτό κείμενο, που ενώ γράφτηκε πριν από σαράντα τέσσερα (!) χρόνια, μόλις δηλαδή πρωτοεμφανίζονταν ο νεοφιλελευθερισμός και η «παγκοσμιοποίηση», παρουσιάζει κατά τη γνώμη μας ένα διαχρονικό ενδιαφέρον για τον κόσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό, όμως, θα το κρίνουν οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες.
Χ.Γο.
Η πρόσφατη συνέντευξη του Αλτουσέρ για το κράτος που δημοσιεύτηκε στο Il Manifesto και στο Dialectiques περιέχει δύο θέσεις που προκαλούν σοβαρές επιφυλάξεις.
Πρώτη θέση του Αλτουσέρ
Η διάκριση μεταξύ του καπιταλιστικού κράτους και της «κοινωνίας των πολιτών» είναι μια απολύτως ακριβής νομικο-ιδεολογική απεικόνιση της αστικής τάξης.
[Αυτή η περιγραφική] θέση του Αλτουσέρ είναι ως ένα βαθμό σωστή. Στα τελευταία μου κείμενα προσπάθησα να δείξω ότι, αντίθετα με τις αρχικές απόψεις του Αλτουσέρ, το κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί καθ’ εαυτή βαθμίδα ή καθ’ εαυτό επίπεδο, σε απόλυτη διάκριση από τις σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής που είναι ήδη παρούσες και μπορούν κατά βάση να αυτοαναπαράγονται, ένα κράτος που διαθέτει μια φυσική αυτονομία σε όλους τους τρόπους παραγωγής. Το κράτος είναι ήδη παρόν στην ίδια τη συγκρότηση των σχέσεων παραγωγής και όχι μόνο στην αναπαραγωγή τους, όπως θα υποστηρίξει αργότερα ο Αλτουσέρ στο άρθρο «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους (Ι.Μ.Κ.). Το κράτος δεν ισούται με καταστολή + ιδεολογία. Πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας τον οικονομικό του ρόλο στην ειδική υλικότητά του, τον δεδηλωμένο ρόλο του ως πολιτικού οργανωτή της αστικής τάξης, και τέλος όλες τις εξουσιαστικές διαδικασίες και τεχνικές που του επιτρέπουν να επιβάλει την πειθαρχία και την τάξη.
Αυτή όμως η θέση είναι και εν μέρει λαθεμένη. Ο Μαρξ απέδειξε, πράγματι, ότι ο σχετικός διαχωρισμός του κράτους από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας. Αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι μόνο θεμέλιο της εξουσίας του καπιταλιστικού κράτους, αλλά επίσης, αν όχι κυρίως, θεμέλιο της δικής του υλικότητας ως «ειδικού» μηχανισμού. Αυτός ο διαχωρισμός, που είναι προϋπόθεση της ιδιαίτερης παρουσίας του καπιταλιστικού κράτους μέσα στις σχέσεις παραγωγής, είναι επίσης το θεμέλιο της δικής του ειδικής υλικότητας ως «ιδιαίτερου» μηχανισμού. Αυτός ο διαχωρισμός, που προϋποθέτει την ιδιάζουσα παρουσία του κράτους στις σχέσεις παραγωγής, είναι επίσης η βάση της σχετικής αυτονομίας του κράτους και της σύγχρονης πολιτικής. Πρόκειται για μια άποψη που ορισμένοι προσπαθήσαμε να επικρατήσει ενάντια στην παράδοση του οικονομικού αναγωγισμού της Τρίτης Διεθνούς.
Στην πραγματικότητα, όποιος αρνείται κατηγορηματικά αυτόν το διαχωρισμό, όπως κάνει ο Αλτουσέρ, καταλήγει, θέλοντας και μη, διαρκώς σε λανθασμένα συμπεράσματα:
α) Δεν μπορεί να περιοδολογήσει το καπιταλιστικό κράτος, εφόσον αυτή η περιοδολόγηση χαρακτηρίζεται απ’ τις διάφορες μορφές του εν λόγω διαχωρισμού: το λεγόμενο φιλελεύθερο κράτος, το παρεμβατικό κράτος, το κράτος πρόνοιας και ο σύγχρονος αυταρχικός κρατισμός. Απ’ την άλλη πλευρά και για τους ίδιους λόγους, δεν μπορεί να διακρίνει τις «δημοκρατικές κοινοβουλευτικές» κρατικές μορφές από τις μορφές του κράτους έκτακτης ανάγκης (φασισμός, στρατιωτική δικτατορία, κ.λπ.), δηλαδή τις πραγματικές μορφές ολοκληρωτισμού: αυτή η ανικανότητα διάκρισης οδήγησε την Τρίτη Διεθνή στη θεωρία του «σοσιαλ-φασισμού».
β) Έτσι, φοβάμαι ότι οδηγούμαστε αναγκαστικά στην αναγωγή του συνόλου των φαινομένων της εξουσίας στο κράτος, που υποτίθεται ότι διαχέεται οργανικά σ’ ολόκληρη την κοινωνία, και μ’ αυτόν τον τρόπο συνδεόμαστε πάλι με την κρατο-κεντρική σύλληψη της Τρίτης Διεθνούς.
γ) Τέλος, και αυτό είναι το κυριότερο, φτάνουμε στο σημείο να μην μπορούμε καν να θέσουμε το πρόβλημα της αναγκαίας διατήρησης και εμβάθυνσης των πολιτικών ελευθεριών στον σοσιαλισμό, που απαιτεί αναγκαστικά ειδικούς θεσμούς (τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ριζικά μετασχηματισμένους, βεβαίως), που θα εγγυώνται αυτές τις ελευθερίες. Αυτό συνεπάγεται έναν ορισμένο διαχωρισμό μεταξύ κράτους και κοινωνικών σχέσεων, και επομένως κατά μείζονα λόγο (ας αφήσουμε τις περιστροφές) έναν ορισμένο μη-μαρασμό του κράτους.
Δεύτερη θέση του Αλτουσέρ (που συμπληρώνει την πρώτη)
Δεν μπορούμε σήμερα να μιλάμε για μια ειδική «διεύρυνση» του κράτους, για μια «πολιτικοποίηση του κοινωνικού» που προσιδιάζει στο σύγχρονο καπιταλισμό, διότι το αστικό κράτος ήταν ήδη sempre allargato, κατ’ αρχήν πάντα διευρυμένο.
Έχουμε κι εδώ μια περιγραφική θέση που είναι εν μέρει σωστή και εν μέρει λαθεμένη. Είναι πράγματι σωστή, αν την εντάξουμε στην αστική νομικο-πολιτική ιδεολογία. Στο βιβλίο μου «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις», επισήμαινα ότι «για την αστική πολιτική ιδεολογία δεν μπορεί να υπάρχει κανένα όριο αρχών ή δικαίου στη δραστηριότητα και στις επεμβάσεις του κράτους μέσα στην αποκαλούμενη σφαίρα του ατομικού-ιδιωτικού». Αυτό που αξίζει σ’ αυτή την ιδεολογική αναπαράσταση δεν είναι ότι αποκαλύπτει μια κάποια φυσική αρχή διεύρυνσης του αστικού κράτους. Αποκαλύπτει μια ιστορική τάση εγγεγραμμένη στην υλικότητα αυτού του κράτους και της αναπαραγωγής του. Πράγματι, ο διαχωρισμός του σύγχρονου κράτους από τις κοινωνικές σχέσεις δεν παραπέμπει σε κάποια προηγούμενη οριοθέτηση, με εγγενή όρια, μεταξύ του δημόσιου-πολιτικού και του ατομικού-ιδιωτικού. Η εξατομίκευση του κοινωνικού σώματος βρίσκεται σε (οικονομικές, κατασταλτικές, ιδεολογικές, πειθαρχικές, ρυθμιστικές) πρακτικές και τεχνικές ενός κράτους που με τη λειτουργία του ενσωματώνει τη συνοχή αυτών των διαιρεμένων μονάδων. Το ατομικό-ιδιωτικό δεν αποτελεί εγγενές εμπόδιο στη δράση του κράτους, αλλά χώρο που τον κατασκευάζει το κράτος χαράζοντας το περίγραμμά του: γίνεται λοιπόν ένας αναιρέσιμος ορίζοντας, όσο κι αν αποτελεί εστία αντιστάσεων κατά την πορεία της λειτουργίας του κράτους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η διεύρυνση του κράτους δεν έχει όρια καθορισμένα από την ιστορία, αλλά ότι αυτά τα όρια δεν συνεπάγονται κάποια φυσικότητα του ατομικού-ιδιωτικού.
Το κράτος λοιπόν δεν ήταν πάντα διευρυμένο, όπως υποστηρίζει ο Αλτουσέρ, λες και υπάρχει μια διιστορική φύση του κράτους που εκδηλώνεται και/ή συγκεκριμενοποιείται στην πραγματικότητα με ποικίλες μορφές. Αυτή η διεύρυνση αποτελεί μια ιστορική τάση εγγεγραμμένη στην υλικότητα και την αναπαραγωγή του που, αντίθετα με τις κεϋνσιανές ή άλλες αυταπάτες, εμπεριέχει τα ίδια τα όριά της που τίθενται από τη διαδικασία παραγωγής και την πάλη των τάξεων, όπως εξάλλου και από την ίδια τη δομή του κράτους. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα όρια αυτής της διεύρυνσης έχουν τεράστια σημασία σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Ποιος και τι διευρύνεται, προς ποιον και προς τι; Από το φιλελεύθερο κράτος, ως το παρεμβατικό κράτος μετά την κρίση του 1930, και από το κράτος πρόνοιας ως τον σύγχρονο αυταρχικό κρατισμό έχουν αλλάξει εξ ολοκλήρου οι ίδιοι οι όροι δημόσιο-ιδιωτικό, κράτος-κοινωνικές σχέσεις, και μαζί τους η διεύρυνση του κράτους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην εποχή μας είμαστε μάρτυρες μιας νέας φάσης αυτής της διαδικασίας, της άμεσης δηλαδή παρουσίας του κράτους στον ίδιο τον πυρήνα της παραγωγής υπεραξίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (συλλογική κατανάλωση, υγεία, κατοικία, μεταφορές, κ.λπ.). Η φοβερή επέκταση των λειτουργιών του κράτους, συμπεριλαμβανομένης της διεύρυνσης του στους τομείς της γνώσης και της επιστήμης, η συγκέντρωση της γνώσης και της εξουσίας, δεν είναι παρά μερικές ενδείξεις. Είμαστε, λοιπόν μάρτυρες, μιας πλήρους αναδιαμόρφωσης των χώρων του δημόσιου και του ιδιωτικού, του πολιτικού και του οικονομικο-κοινωνικού, καθώς και μιας αξιοσημείωτης τροποποίησης της διάρθρωσής τους (γεγονός που θέτει μεταξύ άλλων το θέμα μιας νέας διάρθρωσης των αντίστοιχων οργανώσεων, κόμμα/συνδικάτα).
Εντός ή εκτός του κράτους;
Αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο Αλτουσέρ, κάθε ταξικός αγώνας, όλα τα κοινωνικά κινήματα (συνδικαλιστικό, οικολογικό, αυτονομιστικό, φεμινιστικό, φοιτητικό, κ.λπ.), στο μέτρο που είναι πολιτικά ή μάλλον ως προς τις πολιτικές πλευρές τους, βρίσκονται αναγκαστικά στο στρατηγικό πεδίο του κράτους. Μια προλεταριακή πολιτική δεν μπορεί να ασκείται εκτός κράτους, όπως και μια πολιτική που ασκείται στο πεδίο του κράτους δεν είναι γι’ αυτό το λόγο οπωσδήποτε αστική πολιτική. Στην πραγματικότητα, αν υπάρχουν πάντα όρια στη διεύρυνση του κράτους, στην πολιτικοποίηση του κοινωνικού, αυτό συμβαίνει στον βαθμό που οι ταξικοί αγώνες και τα κοινωνικά κινήματα υπερβαίνουν πάντοτε, και μάλιστα με το παραπάνω, το κράτος, έστω και αν αυτό το εννοούμε με την ευρεία έννοια (συμπεριλαμβανομένων των Ι.Μ.Κ.), ή στον βαθμό που δεν είναι τα πάντα πολιτικά –η πολιτική δεν είναι η μόνη υπαρκτή διάσταση του κοινωνικού. Αν θέλουμε να υπερβούμε την κρατικιστική-θεσμοκρατική καθήλωση της Τρίτης Διεθνούς, αν θέλουμε να λάβουμε προνομιακά υπόψη μας τα κοινωνικά κινήματα (την «κοινωνία των πολιτών»), τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει πάση θυσία να απονείμουμε στα πάντα τον υποτιθέμενο ανώτατο τίτλο τιμής (ΠΟΛΙΤΙΚΗ), ότι πρέπει να αναζητούμε παντού τη διάχυση του πολιτικού ή της πολιτικής. Οι εξουσίες και οι αγώνες δεν ανάγονται άμεσα ούτε στο κράτος ούτε στην πολιτική: δεν είναι ο Φουκώ εκείνος που θα το θυμίσει αυτό στον μαρξισμό! Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι συγκεκριμένες δυνάμεις και οι αγώνες τους δεν έχουν σε κάθε περίπτωση εκείνα ή τα άλλα αποτελέσματα, τη μία ή την άλλη πολιτική σημασία, ούτε ότι το κράτος δεν επιδρά επάνω τους.
[Η θέση του Αλτουσέρ ότι το κόμμα της εργατικής τάξης πρέπει να βρίσκεται «εκτός» του κράτους] συνοψίζει πολύ καλά μια παραδοσιακή θέση της Τρίτης Διεθνούς. Έχω εξηγήσει επανειλημμένως ότι αυτή είναι μια εργαλειακή αντίληψη: το κράτος παρουσιάζεται ως εργαλείο ή μηχανή, που χειραγωγείται κατά βούληση από τις κυρίαρχες τάξεις. Η εξουσία παρουσιάζεται ως μετρήσιμη οντότητα που ενσαρκώνεται σ’ αυτό το κράτος, υποστασιοποιημένη ως αντικείμενο. Περνώντας απ’ τη μηχανιστική στην τοπολογική μεταφορά οδηγούμαστε στο ακόλουθο συμπέρασμα: το κράτος συνιστά ένα μονολιθικό μπλοκ χωρίς ρωγμές, αν εξαιρεθούν αυτές που πηγάζουν απ’ τις δυσλειτουργίες της γραφειοκρατίας. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του κράτους δεν έχουν αφορούν τον σκληρό πυρήνα του, παρά μόνο τους Ι.Μ.Κ. Για τους επαναστατικούς αγώνες των κυριαρχούμενων τάξεων, αυτό το κράτος εξακολουθεί να είναι ένα κάστρο. Πρόκειται για μια εργαλειακή αλλά και ουσιοκρατική εννοιολογική προσέγγιση του κράτους: οι λαϊκές μάζες είτε είναι έγκλειστες, οπότε είναι «ενσωματωμένες» και συνεπώς μολυσμένες απ’ την αστική πανούκλα που μαστίζει το κάστρο, είτε παραμένουν αγνές στην αναζήτηση τής δι’ εαυτήν /ταξικής τους συνείδησης (το κόμμα), οπότε βρίσκονται απολύτως εκτός των τειχών. Συνεπώς, η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, τουλάχιστον του σκληρού πυρήνα της δεν μπορεί να σημαίνει παρά την εισβολή στο κάστρο από τα έξω, είτε με έφοδο (πόλεμο κινήσεων), είτε με περικύκλωση-πόλεμο θέσεων (Γκράμσι), δηλαδή πάντα με μια «μετωπική» στρατηγική του τύπου της δυαδικής εξουσίας. Το κόμμα πρέπει, επομένως, να βρίσκεται απολύτως εκτός κράτους, παλεύοντας ως αντι-κράτος για τη συγκρότηση της δεύτερης εξουσίας (σοβιέτ) που θα υποκαταστήσει την πρώτη (καταστροφή του κράτους).
Απέναντι σ’ αυτήν την ουσιοκρατική αντίληψη έχω αντιτάξει ότι το κράτος πρέπει να θεωρείται ως σχέση, για την ακρίβεια ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων και ταξικών μερίδων. Η ίδια η εξουσία δεν είναι μια οντότητα που μπορεί να εντοπιστεί, αλλά μια σχέση. Το κράτος συγκροτείται από ταξικές αντιφάσεις οι οποίες, με μια συγκεκριμένη μορφή, γίνονται εσωτερικές αντιφάσεις του κράτους, γεγονός που δεν αφορά μόνο τους Ι.Μ.Κ. Η κρατική πολιτική είναι το προϊόν αυτής της αντιφατικής διαδικασίας. Το καθοριστικό για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων δεν είναι όσα συμβαίνουν πλάι ή πέρα απ’ το κράτος, αλλά ακριβώς αυτό που συμβαίνει στους κόλπους του κράτους. Εδώ πρέπει να σκεφτόμαστε όχι με όρους εντός ή εκτός, αλλά με όρους στρατηγικού πεδίου και διαδικασίας. Από πολιτική άποψη, οι λαϊκοί αγώνες πραγματοποιούνται, επαναλαμβάνω, πάντοτε στο πεδίο του κράτους. Παρά το γεγονός ότι αυτό είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του κράτους, σήμερα εμφανίζονται κάποιες νέες διαστάσεις του.
Η σχέση του κόμματος με το κράτος
Το κόμμα δεν μπορεί να παραμένει ριζικά εκτός του κράτους. Η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας παραπέμπει σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που συνίσταται στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο ίδιο το πεδίο του κράτους, η οποία βασίζεται στις εσωτερικές αντιφάσεις του. Σε αντίθεση, όμως, με μια κάποια αποδοχή αυτών των αναλύσεων από ορισμένα ρεύματα των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κράτος δεν είναι μια απλή σχέση: παρουσιάζει πάντοτε μια ιδιαίτερη υλικότητα ως μηχανισμός, που δεν μπορεί να τροποποιηθεί ριζικά με μια απλή αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Συνεπώς, η άσκηση πολιτικής από το κόμμα στο πεδίο του κράτους δεν σημαίνει καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, ότι αυτό το ίδιο πρέπει να υιοθετήσει την υλικότητα κρατικού μηχανισμού, αντιγράφοντας το κρατικό διοικητικό μοντέλο (ένας πολύ πραγματικός κίνδυνος), ή ταυτιζόμενο με αυτό. Εδώ ακριβώς ανακύπτει το θέμα της αυτονομίας της οργάνωσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, και όχι βέβαια στο διαχωρισμό αυτής της οργάνωσης από το κράτος. Η διεύρυνση του κράτους σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής σημαίνει ότι οι αντιφάσεις εντείνονται στο έδαφος του κράτους, με αποτέλεσμα μια πολύ ιδιαίτερη κρίση του σημερινού κράτους.
Η αλλαγή της εσωτερικής ισορροπίας δυνάμεων στο κράτος και ο ριζικός μετασχηματισμός της υλικότητάς του δεν είναι παρά μια όψη της δημοκρατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό. Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας είναι η ταυτόχρονη στήριξη στα κοινωνικά κινήματα βάσης που συμβάλλουν στη δημιουργία φυτωρίων άμεσης δημοκρατίας, με άλλα λόγια η στήριξη στους λαϊκούς αγώνες που πάντα υπερβαίνουν κατά πολύ το κράτος. Αν περιοριστούμε στο πεδίο του κράτους, ακόμα και υιοθετώντας τη λεγόμενη στρατηγική των ρήξεων, θα διολισθήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε στη σοσιαλδημοκρατία: εξαιτίας του ίδιου του βάρους της υλικότητας του κράτους, η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό του δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με τη στήριξη στους αγώνες και τα κινήματα που υπερβαίνουν το κράτος. Αυτό ισχύει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Μπροστά στις νέες μορφές κρατισμού και στις σημερινές διοικητικές διαδικασίες, μπροστά στις προσπάθειες της νεο-κορπορατιστικής ενσωμάτωσης των μαζών που επιχειρεί το κράτος δημιουργώντας στον κοινωνικό ιστό πολλαπλά δίκτυα ελέγχου (κοινωνική ασφάλιση, εξουσιοδοτημένα αστυνομικά, ψυχιατρικά, δικαστικά δίκτυα), κ.λπ, μέσα στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης και της κρίσης του κράτους-πρόνοιας, που επιφέρουν μια αυξανόμενη και υφέρπουσα κρίση νομιμοποίησης δίχως εν τούτοις να οδηγούν σε ρήξη της συναίνεσης, οι λαϊκές εξεγέρσεις παίρνουν νέες μορφές.
Οι εξεγέρσεις δεν παίρνουν πια τις ίδιες μορφές με εκείνες της «άγριας» κρίσης του 1930, ούτε εκδηλώνονται με τη μορφή γενικευμένων απεργιών ή ενός παγκόσμιου εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου. Όμως, τοποθετημένες συνήθως στα κράσπεδα του παραγωγικού μηχανισμού δεν φέρουν πια τη σφραγίδα του περιθωριακού, όπως συνέβαινε μέχρι πριν μερικά χρόνια. Συμπυκνώνουν μια διάχυτη και γενικευμένη λαϊκή διαμαρτυρία μετατοπίζοντάς την προς τον πολιτισμικό τομέα: φοιτητικά, φεμινιστικά, αυτονομιστικά, οικολογικά κινήματα, επιτροπές γειτονιάς, επιτροπές πολιτών. Εδώ πρέπει φυσικά να προσθέσουμε τις νέες μορφές εξέγερσης μέσα στο ίδιο το εργοστάσιο. Αυτά τα κινήματα δεν είναι βεβαίως αποκομμένα από ταξικές αντιφάσεις, όπως υποστηρίζει ο Τουρέν με την αντίθεση που προτείνει μεταξύ «ταξικών αντιφάσεων και κοινωνικών κινημάτων». Αντίθετα, συνδέονται οργανικά με τις (οικονομικές αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές ταξικές) αντιφάσεις που ενυπάρχουν στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Έχουν, όμως, τη δική του ιδιαιτερότητα: συμπυκνώνουν και αντανακλούν ταξικές συγκρούσεις, χωρίς εντούτοις να περιορίζονται σ’ αυτές. Πολλά απ’ αυτά τα κινήματα υπερβαίνουν τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τοποθετούμενα στην προοπτική της αυτοδιαχείρισης.
Ο επιθυμητός συνδυασμός αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας
Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι η συνάρθρωση των δύο όψεων της διαδικασίας: δεν πρόκειται για μια «καταστροφή» των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που είναι επίσης, αν όχι κυρίως, μια κατάκτηση των λαϊκών μαζών, προς όφελος των αγώνων αποκλειστικά εκτός κράτους-σε θεσμούς άμεσης δημοκρατίας (η αυθεντική λενινιστική λύση που υιοθετεί ουσιαστικά ο Αλτουσέρ), αλλά δεν πρόκειται ούτε και για την εγκατάλειψη, αν όχι για την πρόκληση ασφυξίας σ’ αυτά τα κινήματα βάσης, προς όφελος απλών μεταρρυθμίσεων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (η κλασική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική).
Αυτές οι δύο όψεις της διαδικασίας πρέπει να παραμείνουν σχετικώς διακριτές. [Σ’ αυτό το σημείο] η θέση του Ινγκράο παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα. Ο Ινγκράο έχει πλήρη συνείδηση των κινδύνων του κορπορατισμού, της ατομικής ή κοινωνικής επαγγελματικής ιδιοτέλειας και του κατακερματισμού που απειλούν το αυτοδιαχειριστικό κίνημα. Ποια είναι τώρα τα μέσα που προτείνει για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος που είναι απολύτως πραγματικός, όσο κι αν καμία φορά υπερτονίζεται από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς στοχαστές (τον Χάμπερμας, για παράδειγμα), οι οποίοι έχουν την τάση να γενικεύουν με κάποια βιασύνη, επειδή είναι επηρεασμένοι από τα ίχνη που άφησαν στις χώρες τους ο φασισμός και ο ναζισμός; Τη συνάρθρωση, κατά κάποιο τρόπο, των κοινωνικών κινημάτων με τη διαδικασία μετασχηματισμού του κράτους δια της υπαγωγής-ένταξής τους «μέσα» στους θεσμούς ενός εκδημοκρατισθέντος κράτους. Το κράτος θεωρείται εδώ ως η «στιγμή της ολότητας», ως «γενική σύνθεση», μια αντίληψη που όσο κι αν φαίνεται διαμετρικά αντίθετη με αυτήν του Αλτουσέρ (κράτος-αντικείμενο) δεν παύει να υποδηλώνει, σε κάποιοι βαθμό, την ίδια ουσιοκρατική θεώρηση του κράτους (κράτος-υποκείμενο του κοινωνικού ορθολογισμού, κατά τον Ινγκράο). Αποδείχτηκε από την εμπειρία ότι σε τούτη την περίπτωση, εξαιτίας της υλικότητας του κρατικού μηχανισμού, αυτά τα κινήματα κατέληξαν να διαλυθούν στα δίκτυα του κράτους αφού ενσωματώθηκαν και ταυτίστηκαν με το διοικητικό του κύκλωμα.
Εγώ δεν πιστεύω καθόλου όπως υποστηρίζουν ορισμένοι (ιδιαίτερα ο Μπαλιμπάρ) ότι [η κρίση των κομμουνιστικών κομμάτων είναι] μια κρίση της «μορφής-κόμμα». Αφ’ ενός, υπάρχει μια γενική κρίση του «συστήματος» των πολιτικών κομμάτων, που οφείλεται στις νέες οικονομικές πραγματικότητες, στη σύγχρονη σημερινή κρίση του κράτους και στη νέα μορφή του αυταρχικού κρατισμού: μια κρίση στην οποία συμμετέχουν σε κάποιο βαθμό και τα Κ.Κ. της Δυτικής Ευρώπης. Αφ’ ετέρου, πρόκειται για μια ιδιαίτερη κρίση των μαζικών εργατικών κομμάτων στις χώρες τους προηγμένου καπιταλισμού.
[Για να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του κόμματος απέναντι στα κινήματα] πρέπει να δώσουμε πολύ μεγάλη σημασία στις σύγχρονες ιδεολογικές διαδικασίες. [Ε]παναλαμβάνω ότι δεν πρέπει να θεωρούμε την καταστολή, την ανοιχτή βία και την οργάνωση της συναίνεσης ως δύο όρους μιας μετρήσιμης εξουσίας που κατέχει το κράτος, η οποία το κάνει να μοιάζει με τον Κένταυρο. Αυτή είναι η εφαρμογή στο κράτος της ουσιοκρατικής-εμπειρικής εννοιολογικής προσέγγισης της «εξουσίας ως μηδενικό άθροισμα», έτσι που μια μείωση του βαθμού νομιμοποίησης θα αντιστοιχούσε αυτομάτως σε μια ανάλογη αύξηση της καταστολής, και αντιστρόφως. Στην πραγματικότητα, η αύξηση της κατασταλτικής βίας εκ μέρους του κράτους συνοδεύεται υποχρεωτικά από την έντονη αναδιατύπωση της νομιμοποίησής του. Ακριβώς αυτό είναι που συμβαίνει σήμερα ως απάντηση του κράτους στη δική του κρίση. Δεν μπορώ να επιμείνω εδώ στις νέες κατασταλτικές μορφές του σύγχρονου κράτους που υποδηλώνουν μια επίταση της ανοιχτής βίας του κράτους (σημαντικοί περιορισμοί των ελευθεριών, γενικευμένο ηλεκτρονικό φακέλωμα, κατάρρευση του νόμου, αναδιάταξη των δικαστικών και αστυνομικών μηχανισμών μέσα από την οργανική πλέον αλληλεξάρτησή τους), και όχι μόνο μια αύξηση της λεγόμενης συμβολικής βίας. Όμως, αυτό το φαινόμενο συνοδεύεται από μια πραγματική αναδιάρθρωση της ιδεολογίας της Δεξιάς που κλονίστηκε σοβαρά απ’ την άνοδο των αγώνων μετά το 1968, μια αναδιάρθρωση που αποδεικνύει για μια ακόμη φορά τις τεράστιες ικανότητες πολιτισμικής ενσωμάτωσης του καπιταλισμού (π.χ. η αφομοίωση μιας ολόκληρης σειράς θεμάτων του Μάη του 68). Το να συνεχίζουμε να μιλάμε για ιδεολογίες της κρίσης μού φαίνεται εντελώς άστοχο από την στιγμή που σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας πραγματικής αναδιάρθρωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Η ιδιοτυπία αυτής της αναδιάρθρωσης συνίσταται στην αντιφατική συναρμογή διαφόρων ρευμάτων που εν μέρει είναι αρκετά παλιά:
α) ο ανορθολογισμός, που ενυπάρχει στη γενική επίθεση εναντίον του μαρξισμού και ταυτόχρονα εναντίον του ορθολογισμού του Διαφωτισμού. Ο ανορθολογισμός και ο νεοπνευματισμός δεν είναι πλέον απλά ιδεολογικά συμπτώματα της κρίσης, αλλά συγκαλύπτουν έναν ήδη παλιό τύπο ορθολογισμού στον οποίο ανοίγει τον δρόμο, ο οποίος αυτήν τη φορά τείνει να κατακλύσει τον κοινωνικό ιστό: πρόκειται για τον εργαλειακό ορθολογισμό και την τεχνοκρατική λογική των ειδικών, οι οποίοι βρίσκονται σε αντίθεση με τη λογική του νόμου και της γενικής βούλησης. β) ο νεοφιλελευθερισμός, που εκδηλώνεται με έναν αντικρατικό λόγο υπό το πρόσχημα της απελευθέρωσης του ατόμου απ’ τις κρατικές υπερβάσεις. Όσο και αν οι υποστηρικτές αυτού του νεοφιλελευθερισμού παρουσιάζονται συχνά ως ένθερμοι οπαδοί ενός «αναρχοκαπιταλισμού», δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι προεικονίζουν μ’ αυτόν τον τρόπο μια πραγματική επιστροφή στον άγριο ανταγωνιστικό καπιταλισμό, πράγμα αδύνατο: το κράτος εξακολουθεί να παίζει οργανικό ρόλο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Εκείνο που στην πραγματικότητα προεικονίζουν είναι η επιχειρούμενη ήδη περιστολή των «κοινωνικών λειτουργιών» του κράτους-πρόνοιας που υπήρξε μια σημαντική κατάκτηση των λαϊκών μαζών (κρίση του κεϋνσιανού κράτους). γ) Ο αυταρχισμός, δηλαδή ο νέος λόγος του νόμου και της τάξης, της ασφάλειας των πολιτών, των αναγκαίων περιορισμών της κατάχρησης των δημοκρατικών ελευθεριών κ.λπ.
Αυτή η αναδιάρθρωση του περιεχομένου του κυρίαρχου λόγου αντιστοιχεί σε σημαντικές αλλαγές (τις οποίες μάλιστα οδηγεί και προαναγγέλλει) στα κανάλια και στους μηχανισμούς που τον αναπτύσσουν και τον μεταδίδουν. Ο κύριος ιδεολογικός ρόλος μετατίθεται απ’ το σχολείο, το πανεπιστήμιο και τις εκδόσεις στα μέσα ενημέρωσης. Όμως, είναι σημαντικό να προσθέσουμε ότι στο εσωτερικό των κρατικών κυκλωμάτων αυτή η μετάθεση παραπέμπει σε μια γενικότερη μετάθεση των διαδικασιών νομιμοποίησης απ’ τα πολιτικά κόμματα προς την κρατική διοίκηση, της οποίας αυτά ήταν προηγουμένως προνομιακοί συνομιλητές. Εδώ υπάρχει πιθανόν το σοβαρότερο πρόβλημα: η αναδιάταξη των μέσων ενημέρωσης συμβαδίζει με τον πολύμορφο και αυξανόμενο έλεγχό τους από την κρατική διοίκηση, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα η λογική και η συμβολική τάξη του λόγου των μέσων ενημέρωσης να αναπαράγουν τη λογική και τη συμβολική τάξη της διοίκησης.
Όλα αυτά βρίσκονται στη βάση της κρίσης και της παρακμής των πολιτικών κομμάτων, που μέχρι πρόσφατα εξακολουθούσαν να διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο. Αν και δεν ήταν πια παρόντα στα πραγματικά κέντρα λήψης αποφάσεων, που εγκατέλειπαν ήδη το κοινοβούλιο για να εγκατασταθούν στους κόλπους της εκτελεστικής εξουσίας, τα πολιτικά κόμματα εξακολουθούσαν να παίζουν έναν αποφασιστικό ρόλο στην πολιτική οργάνωση και εκπροσώπηση των ταξικών συμφερόντων απέναντι στην κρατική διοίκηση και έτσι αποτελούσαν τους προνομιακούς συνομιλητές της. Αποτελούσαν ταυτόχρονα πρωταρχικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, αναπτύσσοντας και μεταδίδοντας κατά βάση (η περίπτωση των κομμάτων φασιστικού τύπου είναι διαφορετική) έναν λόγο που βασιζόταν στη γενική βούληση και στήριζε τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή του κράτους δικαίου.
Σήμερα, όμως, τον πρώτο ρόλο στην πολιτική οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων και την ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών αναλαμβάνει η διοίκηση: αυτή παγιώνεται ως ο κύριος χώρος λήψης αποφάσεων, απευθυνόμενη σε διάφορες επαγγελματικές ομάδες, έχοντας παραμερίσει τα κόμματα (θεσμοποιημένος νεοκορπορατισμός που εκδηλώνεται ιδιαίτερα στις διάφορες τριμερείς επιτροπές). Το γεγονός αυτό προκαλεί μια κρίση εκπροσώπησης των τάξεων και των μερίδων που εκπροσωπούνται από τα «κόμματα εξουσίας». Ταυτόχρονα, ο ρόλος της νομιμοποίησης μετατίθεται και αυτός στη διοίκηση. Έτσι, λοιπόν, ο ρόλος του τεχνοκρατικού αυταρχισμού ανακαλύπτει στη διοίκηση έναν προνομιακό χώρο, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον νεοφιλελεύθερο λόγο (το κράτος ως ουδέτερος διαιτητής που απλώς θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού στους κοινωνικούς δρώντες), ο οποίος συνάπτεται με την παραδοσιακή μορφή αυτονομιμοποίησης του κράτους. Αυτός ο ρόλος της διοίκησης έχει εξάλλου, με τη σειρά του, ιδιαίτερες επιπτώσεις στον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο: ομογενοποίηση και ισοπέδωση αυτού του λόγου, δημοψηφισματικές-λαϊκιστικές μορφές δημιουργίας συναίνεσης που συνδέονται με τον ερμητισμό της γλώσσας των ειδημόνων.
Αυτή η κρίση του κομματικού συστήματος αφορά βεβαίως κατά κύριο λόγο τα κόμματα εξουσίας, όσα δηλαδή συμμετέχουν σε μια τακτική εναλλαγή κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένων αρκετών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Αφορά όμως επίσης, σε ένα ορισμένο βαθμό, και τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, τη στιγμή μάλιστα που, ανεξάρτητα απ’ το αν ανήκουν ή όχι στην κυβερνητική σφαίρα, δεν παύουν να κινούνται στο πεδίο του κράτους.
Γενικότερα, όμως, τα μαζικά εργατικά κόμματα πλήττονται επίσης από τη δική τους κρίση, που αφορά κατά κύριο λόγο τα κομμουνιστικά κόμματα (μεταξύ άλλων κρίση στράτευσης). Ορισμένοι πολιτικοί και στρατηγικοί προσανατολισμοί αυτών των κομμάτων, ορισμένες όψεις του γραφειοκρατικού φαινομένου στους κόλπους τους παίζουν οπωσδήποτε κάποιο ρόλο σ’ αυτήν την κρίση, αλλά οι βασικές αιτίες που την προκαλούν είναι πρώτα απ’ όλα κοινωνικές. Στην πραγματικότητα, τα κόμματα αυτά όχι μόνο οικοδομήθηκαν κατά βάση ως «εργατικά κόμματα» με τη στενή έννοια του όρου (παρόλο που η εργατική τάξη ποτέ δεν ήταν κυρίαρχη δύναμη μέσα σ’ αυτά), αλλά και μέσα στην κοινωνία με κυρίαρχο άξονα τις αντιφάσεις μέσα στον ίδιο τον παραγωγικό μηχανισμό, στα εργοστάσια (τα διώνυμα: κόμμα-συνδικάτα/κράτος-επιχειρήσεις). Σήμερα, όμως, πολλά σημαντικά κοινωνικά κινήματα που αφορούν την ίδια την εργατική τάξη δραστηριοποιούνται μακριά από τους χώρους της παραγωγής. Εξ άλλου, αυτά τα κινήματα (φεμινιστικό, φοιτητικό, αυτονομιστικό, οικολογικό, κ.λπ.), και οι αγώνες τους έχουν από τη φύση τους έναν πολυταξικό χαρακτήρα.
Εδώ βρίσκεται η βασική αιτία της κρίσης και μία παρακμή των εργατικών κομμάτων, την στιγμή μάλιστα που αυτά οφείλουν να παίξουν ένα νέο ρόλο στη συνάρθρωση των μετασχηματισμών στο κράτος και της ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων. Πράγματι, σε πείσμα μιας ορισμένης αντίληψης για την «αυτονομία» του «κοινωνικού» απέναντι στις πολιτικές οργανώσεις (οι οποίες πρέπει να ασχολούνται μόνο με το κράτος), είναι προφανές ότι μπροστά στους κινδύνους του κορπορατισμού και της παλινόρθωσης (ακόμα κι αν φαίνεται απίθανη η γέννηση μιας πλατιάς φασιστικής συγκέντρωσης στη βάση αυτών των κινημάτων), απέναντι επίσης στους κινδύνους σοβαρών συγκρούσεων μεταξύ αυτών των δύο όψεων της διαδικασίας (όπως συνέβη στην Πορτογαλία), αυτά τα κόμματα πρέπει να έχουν ενεργή παρουσία μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα. Όλα αυτά βέβαια δεν μπορούν να γίνουν αν δεν προηγηθεί ένας σημαντικός μετασχηματισμός αυτών των κομμάτων, της στάσης τους απέναντι σ’ αυτά τα νέα κινήματα (τα οποία μέχρι σήμερα περιφρονούσαν ή ακόμα και διέβαλαν), της εσωτερικής τους οργάνωσης, των σχέσεών τους με τα συνδικάτα και τις μαζικές οργανώσεις. Το πραγματικό όμως πρόβλημα είναι ποια μορφή πρέπει να έχει η παρουσία του κόμματος σ’ αυτό το πεδίο.
Και σ’ αυτήν την περίπτωση, η θέση του Ινγκράο, αν και απ’ τις πιο προχωρημένες, είναι προβληματική: σχηματικά, αυτή η θέση βλέπει στο κόμμα «τη στιγμή συνολικοποίησης» των νέων κοινωνικών αγώνων, με την έννοια ότι ένα μετασχηματισμένο κόμμα θα έπρεπε να επιτύχει τη «σύνθεσή» τους, τον προσανατολισμό τους, ακόμα και τον εγκλεισμό τους σε μια μορφή αστερισμού που κύριος άξονάς του θα είναι το κόμμα. Αυτή η θέση είναι αντίστοιχη εκείνης που υιοθετεί ο Ινγκράο σε ότι αφορά τη σχέση εκδημοκρατισμένου κράτους-κοινωνικού κινήματος.
Εδώ, τα προβλήματα αφορούν εν μέρει το ίδιο το κόμμα: σε ποιο βαθμό μπορεί (ή ακόμα και πρέπει) να μετασχηματιστεί ώστε να «χαλιναγωγήσει» τα κοινωνικά κινήματα χωρίς να καταλήξει σ’ ένα παμφάγο κόμμα λαϊκιστικού τύπου; Αλλά αφορούν εξίσου και τα κοινωνικά κινήματα: δεν είναι καθόλου προφανές ότι με την «ενσωμάτωσή» τους σ’ ένα οποιοδήποτε κόμμα, όσο εκδημοκρατισμένο και μετασχηματισμένο κι αν είναι αυτό, δεν θα χάσουν την ιδιαιτερότητά τους. Πολύ περισσότερο που αυτά τα κινήματα δεν έχουν (ακόμα;) συγκεκριμένες οργανωτικές μορφές (θα’ πρεπε, άραγε;), τέτοιες που η σχέση τους με το κόμμα θα σήμαινε μια νέα σχέση κόμματος/μαζικών οργανώσεων: επομένως, ο κίνδυνος να διαλυθούν μέσα στο κόμμα είναι ακόμα μεγαλύτερος. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως μια ορισμένη αναπόφευκτη ένταση ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και τα κοινωνικά κινήματα είναι απαραίτητη προϋπόθεση της δυναμικής για τη μετάβαση στον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Νίκος Πουλατζάς
Μετάφραση: Δημήτρης Ψαρράς
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης