Το σκάνδαλο Novartis είναι υπαρκτό αλλά στην Ελλάδα δεν έχει τιμωρηθεί ούτε ένας γι’ αυτό. Δεν είναι παράδοξο;
Είναι παράδοξο, παράνομο και πολιτικά επικίνδυνο, σε βάθος χρόνου. Πρόκειται εδώ για πολιτικά εγκλήματα που πλήττουν τη λειτουργία της δημοκρατίας. Ας θυμηθούμε πως συνέβη σε σχέση με τις ευθύνες πολιτικών προσώπων. Οι πράξεις διαφθοράς εδώ και σε άλλες χώρες συνήθως εμπίπτουν σε τρεις τύπους εγκλημάτων: Απιστία κατά του δημοσίου (δηλαδή, κακοδιαχείριση δημοσίου χρήματος), δωροδοκία και ξέπλυμα παράνομων εσόδων. Από αυτά, η δωροδοκία αποδεικνύεται δύσκολα (σπάνια πιάνεται κάποιος «με τη γίδα στην πλάτη»), αλλά ιδίως η απιστία προκύπτει σχετικά εύκολα και μάλιστα με δημόσια έγγραφα. Όταν όμως βρέθηκε κυβέρνηση να εγγυηθεί για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και κινήθηκε η ποινική έρευνα μετά το 2015, οι πράξεις απιστίας που εξ ορισμού τελούνται κατά την εκτέλεση καθηκόντων υπουργικών καθηκόντων βρέθηκαν να έχουν παραγραφεί με βάση το άρθρο 86 Συντάγματος που την προβλέπει Αυτό το άρθρο μεταρρυθμίστηκε με την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά χωρίς να έχει αναδρομική ισχύ η νέα ρύθμιση. Η αναθεωρητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ περιλάμβανε πρόσθετη και τεκμηριωμένη ερμηνευτική δήλωση, που θα επέτρεπε αυτήν την αναδρομικότητα της σωστής ερμηνείας. Η ΝΔ όμως την καταψήφισε. Οι πολλοί δεν κατάλαβαν καν τι έγινε, οι της πλειοψηφίας όμως ήξεραν καλά ότι αποκρούοντας την ερμηνευτική δήλωση σώζουν τον εαυτό τους. Όχι τη συνταγματική τάξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θα αποδοθούν ευθύνες. Πως όμως μπορεί να γίνει αυτό; Δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέμβαση στη δικαιοσύνη;
Για τη δημοκρατία και την Αριστερά η δήλωση αυτή ένα μόνο νόημα μπορεί να έχει: Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ώστε οι λειτουργοί της να μπορέσουν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους απερίσπαστοι, χωρίς να διώκονται. Ότι δεν θα επαναληφθεί ό,τι συνέβη στην πανευρωπαϊκά απίθανη και πρωτόγνωρη περίπτωση των τριών εισαγγελέων που αντιμετώπισαν δίωξη ενώ έκαναν το καθήκον τους, ότι δεν θα απειλούνται προστατευόμενοι μάρτυρες, ότι βέβαια δεν θα διώκονται δημοσιογράφοι που ερευνούν πριν γράψουν, ούτε θα προεξοφλείται η δικαστική κρίση με πρωθυπουργικές και υπουργικές δηλώσεις που αποτελούν βάναυσες παραβάσεις καθήκοντος και προσβολές της ανεξαρτησίας των λειτουργιών του κράτους.
Σήμερα η δυνατότητα αναζήτησης ευθυνών μένει ανοιχτή για εγκλήματα δωροδοκίας και ξεπλύματος παράνομων εσόδων ανοιχτή χάρη σε δύο σημαντικά βήματα: Πρώτο, ότι η Προανακριτική επιτροπή που συστάθηκε το 2018 με βάση το άρθρο 86 του Συντάγματος για να ασχοληθεί με ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες για το σκάνδαλο Novartis έκρινε ότι η Βουλή είναι αναρμόδια για πράξεις που δεν είχαν τελεστεί κατά την άσκηση καθηκόντων (όπως το ζητά το συνταγματικό κείμενο). Έτσι λόγω αναρμοδιότητας η δωροδοκία και το ξέπλυμα προωθήθηκαν στη Δικαιοσύνη (ενώ η απιστία κατά το άρθρο 86 έμεινε στη Βουλή και παραγράφηκε όπως προβλέπει το Σύνταγμα) και η δυνατότητα αναζήτησης ποινικών ευθυνών μένει ανοιχτή. Δεν ήταν εύκολη αυτή η εξέλιξη. Βουλευτές των δύο αντιπολιτευόμενων τότε κομμάτων έκαναν το παν ώστε η Βουλή έμπρακτα να δεχθεί την αρμοδιότητά της, εξετάζοντας προστατευόμενους μάρτυρες και εισερχόμενη στην ουσία. Φώναζαν «να βγουν όλα στο φως» και εννοούσαν «να παραγραφούν όλα», να μείνουν δηλαδή στη Βουλή ώστε να αποσβεστούν οι ευθύνες. Είχαν παρασύρει ακόμη και κάποιους θερμοκέφαλους πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ να ζητούν να αποδεχθεί η Βουλή αρμοδιότητα «να έρθουν οι προστατευόμενοι και να ξεκαθαρίσουν όλα». Ευτυχώς η Εισήγηση της τότε Προανακριτικής πρότεινε το 2018 με ειδικό και εμπεριστατωμένο σκεπτικό, το οποίο έλαβε υπόψη τη βιβλιογραφία και προηγούμενες κρίσεις, να αναγνωριστεί η αναρμοδιότητα για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα. Έτσι οι υποθέσεις έμειναν ανοιχτές παραπεμπόμενες στη Δικαιοσύνη.
Το δεύτερο σημαντικό βήμα ήταν η ενημέρωση του ευρωκοινοβουλίου από ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Το προστατευτικό μαξιλάρι του φιλικού κυβερνητικού Τύπου παρακάμφθηκε, το ευρωκοινοβούλιο ευαισθητοποιήθηκε, κάλεσε σε ακρόαση δυο φορές την εισαγγελέα κ. Τουλουπάκη και έδειξε έμπρακτα ότι οι απίθανες διώξεις και παρεμποδίσεις Εισαγγελέων που ασκούν καθήκοντα, η μη προστασία των προστατευόμενων μαρτύρων και οι άλλες περιπέτειες του κράτους δικαίου στην Ελλάδα αποτελούν και ευρωπαϊκό θέμα πρώτης τάξης.
To ελληνικό δημόσιο αξίωσε, μάλλον καθυστερημένα, αποζημίωση από την Novartis. Πώς μπορεί να εξελιχθεί από εδώ και πέρα αυτό το αίτημα μετά και τις τελευταίες εξελίξεις;
Η δίκη αυτή θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει νωρίτερα, κατά το παράδειγμα άλλων χωρών. Θα βοηθήσει έστω και τώρα ως ένα βαθμό στον προσδιορισμό του μηχανισμού παραγωγής οφέλους και στην εξακρίβωση του οικονομικού ύψους του σκανδάλου. Θα επιστραφούν ελπίζω κάποια ποσά. Αλλά θα έχει και πολιτικό βάρος, δυσκολεύοντας τη ρητορεία περί δήθεν σκευωρίας. Όσο για τις τελευταίες εξελίξεις με το Βούλευμα του Ειδικού κατά το Σύνταγμα Συμβουλίου, ο επηρεασμός ενός δικαστηρίου από ένα άλλο είναι πάντοτε (όχι τυπικός αλλά) ουσιαστικός.
Ποιο το όριο ανάμεσα στον λαϊκισμό και στην επικοινωνιακή πολιτική και το σκάνδαλο και τις πολιτικές ευθύνες; Ποια δηλαδή τα στοιχεία που διαφοροποιούν το σκάνδαλο από τη σκευωρία;
Στην πρώτη περίπτωση μπορεί άνετα να κυριαρχεί η προπαγάνδα. Τόσο το σκάνδαλο, όμως, όσο και η σκευωρία που στήθηκε με συμμετοχή πολλών ώστε να σκεπαστεί η διαφθορά, αποτελούν μια πραγματικότητα χειροπιαστή οργανωμένη και αποδείξιμη, σε πολλές περιπτώσεις και με δημόσια έγγραφα.
Ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και έγκριτος νομικός Νίκος Παρασκευόπουλος μιλά στην Εποχή για τις εξελίξεις στην υπόθεση Novartis μετά τις τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις μετά το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου. Πώς μπορεί η δικαιοσύνη να φτάσει μέχρι τη λύση του μυστηρίου και στην τιμωρία των ενόχων, τι θα γίνει με την αγωγή αποζημίωσης που έχει καταθέσει το ελληνικό δημόσιο και πώς διαφοροποιείται η έννοια του σκανδάλου από αυτή της σκευωρίας.
Νίκος Γιαννόπουλος