Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γ. Φλωρίδης, μιλώντας για το νομοσχέδιο που φέρνει, δήλωσε πως πρόκειται για υπεράσπιση των δικαιωμάτων της κοινωνίας, έναντι αυτών των κρατουμένων, στους οποίους έχει εστιάσει τόσα χρόνια η πολιτεία –ασκώντας, μάλλον, έμμεσα κριτική και προς τις δικές σας μεταρρυθμίσεις, όπως ούτως ή άλλως έχει πράξει πολλάκις η ΝΔ. Πρόκειται, όμως, για δικαιώματα που πρέπει να τίθενται αντιπαραθετικά μεταξύ τους; Ποια η γνώμη σας εν γένει για το πνεύμα του νέου νομοσχεδίου;
Όσον αφορά τους υπαινιγμούς για τη νομοθεσία που θεσπίστηκε όταν ήμουν υπουργός Δικαιοσύνης, αυτοί δεν αντέχουν στη λογική, καθώς κατά τη διάρκεια της θητείας μου, η βαριά εγκληματικότητα δεν αυξήθηκε. Παρότι στον Τύπο εμφανιζόταν συχνά μια εικόνα δήθεν έκρηξης της εγκληματικότητας, τέτοια στοιχεία δεν υπήρξαν. Με τις συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις αποκαταστήσαμε στο μέτρο του δυνατού τα στοιχειώδη δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των κρατουμένων, οι οποίοι μέχρι τότε, λόγω του υπερσυνωστισμού των φυλακών, ζούσαν σε συνθήκες κακομεταχείρισης. Το δεδομένο είχε επιβεβαιωθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από το Συμβούλιο της Ευρώπης (CPT) σε πολλές περιπτώσεις. Επομένως, οποιαδήποτε σύγκριση με εκείνη την περίοδο οδηγεί σε αντίστροφα συμπεράσματα.
Σε ό,τι αφορά τη σημερινή νομοθετική πολιτική, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αρχικά πως το κράτος δικαίου και η Αριστερά δεν είναι υπέρ της χαλαρότητας και της χαριστικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων, αλλά υπέρ της δίκαιης αντιμετώπισης. Η Δικαιοσύνη αστοχεί τόσο όταν οι ποινές γίνονται χαριστικές, όσο και όταν γίνονται δυσανάλογα αυστηρές. Το πρόβλημα με τη σημερινή πολιτική είναι πως η κυβέρνηση από το 2019 και μετά δείχνει να πιστεύει πως η εγκληματικότητα θα ελαττωθεί απλά και μόνο με την αυστηροποίηση των ποινών, με υπέρβαση των ορίων της συνταγματικά κατοχυρωμένης αναλογικότητας και της δικαιότητας. Δηλαδή μέσω της αδικίας! Αυτή η πολιτική ναυαγεί διαρκώς, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις. Η επιμονή σε μια χρεωκοπημένη και απρόσφορη πολιτική δείχνει ότι δεν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Δεν τονώνει την ασφάλεια, αλλά μόνο τον αυταρχισμό της εξουσίας. Η κοινωνική ειρήνη έρχεται μόνο με δικαιοσύνη και κοινωνικά μέτρα. Αν πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα του χουλιγκανισμού, βλέπουμε πως τα μοντέλα που είχαν αποτελέσματα σε άλλες χώρες, είναι αυτά που είχαν στηριχθεί στην παιδεία και σε προσπάθειες κοινωνικών λειτουργών και φορέων που παρέμβαιναν κοινωνικά στις προβληματικές καταστάσεις. Σε καμία περίπτωση με την αυστηροποίηση των ποινών. Εντέλει, οι ποινές μόνο όταν είναι δίκαιες αποτελούν μια συνθήκη αναγκαία, αλλά καθόλου ικανή να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Οι αλλαγές αυστηροποίησης των ποινών, δηλαδή, που φέρνει τώρα το νομοσχέδιο, με άνοδο της πρόσκαιρης κάθειρξης στα 20 χρόνια, με έκτιση της ποινής από τα 2 χρόνια φυλάκισης και κατάργηση των περισσότερων της μίας αναβολής για όσους δεν έχουν καθαρό ποινικό μητρώο, τι συνέπειες θα έχουν;
Η πιο οφθαλμοφανής συνέπεια της αύξησης της διάρκειας της κράτησης είναι πως θα ενταθεί ο συνωστισμός στις φυλακές. Αυτό σημαίνει ότι θα ενταθούν συνθήκες κακομεταχείρισης των κρατουμένων και επιπλέον θα οξυνθεί η διεθνής αποδοκιμασία κατά της χώρας μας για το σωφρονιστικό της σύστημα. Επιπλέον έτσι θα καταστεί ακόμα πιο δύσκολη η επανένταξη και η κοινωνικοποίηση των ανθρώπων μετά την αποφυλάκισή τους. Αποτέλεσμα αναμενόμενο, η αναπαραγωγή της εγκληματικότητας. Το «φάρμακο» εδώ είναι γνωστό από παλιά. Πρόκειται για τα προγράμματα επανένταξης και στήριξης που υπήρχαν για τους κρατούμενους, και αφορούσαν τόσο τα προγράμματα απασχόλησης μέσα στη φυλακή, όσο και επίσημες προσπάθειες με συλλόγους για την επανένταξή τους μετά την αποφυλάκιση. Η κυβέρνηση καταφρονεί αυτούς τους τομείς. Μια διατήρηση έως και αύξηση της εγκληματικότητας και μια ασυδοσία των δραστών «λευκού κολλάρου», είναι σαφείς αυτές τις μέρες, παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για αυτόματη εξαφάνιση εγκλήματος μόλις καταργηθούν ο Ποινικός κώδικας του 2019 και ο «νόμος Παρασκευόπουλου». Χωρίς κοινωνική πολιτική, η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη.
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται για τις ποινές 1 – 2 ετών η χρηματική εξαγορά της έκτισής τους, αλλιώς η παροχή κοινωνικής εργασίας. Υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας μιας άνισης ταξικής αντιμετώπισης από τον νόμο σ’ αυτές τις περιπτώσεις;
Το σκεπτικό του Ποινικού Κώδικα του 2019 για την κατάργηση της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική, ήταν ακριβώς ότι πλήττει άνισα τους πολίτες. Οι φτωχοί δεν μπορούν να πληρώσουν, ενώ οι πλούσιοι είναι εύκολο να ξεφύγουν από τη φυλακή. Αυτό το είδος ποινής δεν πρέπει να έχει κύριο βάρος στην προσπάθεια αντιμετώπισης των πλημμελημάτων. Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, της μεταρρύθμισης που τώρα έρχεται, έγκειται στο ότι γενικά οδηγεί σε υπέρβαση της δικαιότητας και της αναλογικότητας των ποινών, πλήττοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια και τις εγγυήσεις της ορθοδικίας και των δικαιωμάτων.
Αναφέρεστε, υποθέτω, στην κατάργηση των Πενταμελών Εφετείων και στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των Μονομελών, που θα μπορούν να εκδικάζουν και κακουργηματικές υποθέσεις. Πρόκειται για επιτάχυνση της δικαιοσύνης, όπως προβάλλει η κυβέρνηση, ή για προχειρότητα;
Ακριβώς, η μείωση των δικαστών στις συνθέσεις αποτελεί το πιο κραυγαλέο ελάττωμα αυτής της μεταρρύθμισης. Δεν αποτελεί απλά προχειρότητα, αλλά διακινδύνευση των θεμελιακών αξιών μιας κοινωνίας. Θα μιλήσω με όρους της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, που όλη η γη τους προσέχει, αλλά δεν τους προσέχουμε εμείς. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως ένας άνθρωπος μόνος του, δεν μπορεί να βρει την αλήθεια. Όταν, όμως, εκφράζουν γνώμη περισσότεροι, συζητούν μεταξύ τους, διορθώνει κάπου ο ένας τον άλλον, ο καθένας έχει μια μικρή συμβολή και όλοι μαζί κάπου μπορούν να φθάσουν. Γι’ αυτό η αλήθεια που προκύπτει από τους πολλούς, υπερέχει από την αλήθεια που προκύπτει από έναν μόνον άνθρωπο. Όλη η προκοπή της ανθρωπότητας, έχει προκύψει μέσα από συλλογικές συμβολές και διαλόγους. Έτσι είναι και ο δικαστής στην έδρα, ακούει όλη τη μέρα ανθρώπους να καταθέτουν. Μπορεί άραγε ένας άνθρωπος μόνος του στην έδρα να σχηματίσει μια ακριβή εικόνα στο τι έγινε, στα πραγματικά περιστατικά, αν δεν συζητήσει και διασταυρώσει τη γνώμη του και με άλλους επίσης γνώστες; Όταν μειώνουμε τον αριθμό των ανθρώπων που κρίνουν ακόμα και κακουργήματα, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις γι’ αυτά να λαμβάνονται από έναν μόνο άνθρωπο, ιδρύεται μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση. Κάποτε είχαμε μονομελή δικαστήρια για υποθέσεις με ανώτατη ποινή ενός έτους μόνο, καθώς ο κίνδυνος αδικίας θα έφερε λιγότερες συνέπειες. Τώρα προέχει η ταχύτητα ακόμη κι αν υπηρετεί την αδικία. Ακόμη κι αν πρόκειται για ποινές που μπορεί να αποκλείσουν έναν άνθρωπο εφ’ όρου ζωής από την κοινωνία. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία έννοιες και πραγματικότητες αμελητέες!
Πέραν των συχνών μεταρρυθμίσεων που γίνονται σε ό,τι αφορά τις ποινές και την έκτισή τους, μήπως η πολιτεία θα έπρεπε να επανεξετάσει και τον θεσμό των φυλακών εν γένει; Τελικά έχουμε σωφρονιστικό σύστημα ή μιλάμε μόνο για τιμωρία;
Το ότι η φυλακή δεν συνιστά σωφρονισμό, είναι μια παλαιά γνώση. Ο Μ. Φουκώ, για παράδειγμα, με το έργο του για την ιστορία της φυλακής έχει εξηγήσει με απλή γλώσσα πως εξαρχής ήταν δεδομένο ότι η φυλακή δεν σωφρονίζει, αλλά επιδεινώνει τη συμπεριφορά. Όταν αποκόπτεις έναν άνθρωπο από την οικογένεια και την κοινωνία, δεν τον κάνεις καλύτερο, δεν τον σωφρονίζεις. Επομένως ως έναν βαθμό, το να αποτελεί η ποινή μια τιμωρία είναι αναπόφευκτο, είναι μια τιμωρία που δεν μπορεί να λείπει τελείως, γιατί τότε θα ακμάσει η βία των ισχυρών. Αυτό που χρειάζεται είναι οι ποινές να είναι δίκαιες, γιατί αυτό μπορεί να συγκρατήσει τους ανθρώπους από τα να εγκληματούν και να προασπίσει πραγματικά και συμβολικά τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τζέλα Αλιπράντη