Συνεντεύξεις

Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο κοινωνιολόγος σήμερα πρέπει να αντισταθεί στην επικυριαρχία των αγορών

Εδώ και χρόνια ο κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκος Παναγιωτόπουλος, στον δημόσιο λόγο, τα κείμενα και τις δράσεις του προτάσσει τον ρόλο του συλλογικού διανοούμενου ως αντίδοτο στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Στο νέο βιβλίο του «Ο κοινωνιολόγος ως ‘δημόσιος συγγραφέας’» (εκδ. Αλεξάνδρεια) επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα, προτάσσοντας τη δημόσια λειτουργία της κοινωνιολογίας μέσω της οποίας ο κοινωνιολόγος καλείται πλέον να υλοποιήσει ένα κομβικό πρόταγμα, να δώσει φωνή σε ανθρώπους που την έχουν στερηθεί εξαιτίας της άνισης πρόσβασής τους στο σύστημα ή τα συστήματα που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και πρόσβαση σε ένα ισχυρό όπλο κοινωνικής αυτοάμυνας ενάντια στα φαινόμενα κυριαρχίας που χαρακτηρίζουν τον σημερινό κοινωνικό κόσμο.

«Είναι καιρός να πολιτικοποιήσουμε τα πράγματα επιστημονικοποιώντας τα και να σκεφτούμε το περιεχόμενο και τη μορφή της πολιτικής παρέμβασης των επιστημόνων» λέει ο συγγραφέας του βιβλίου, το οποίο υπό τύπον συζήτησης θέτει στο επίκεντρο τη «δημόσια κοινωνιολογία» και προτείνει, αντί του χρεοκοπημένου ρόλου του κατηχητή ή της αυθεντίας, ο κοινωνιολόγος να επινοήσει έναν «νέο, δύσκολο ρόλο που, όπως έλεγε ο Bourdieu, θα του επιτρέπει να ακούει, να ερευνά, να επινοεί, να οργανώνει ή να συντονίζει τη συλλογική αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής δράσης και συλλογικής διεκδίκησης».

 

Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη

 

* Η «δημόσια κοινωνιολογία» υποστηρίζετε ότι προϋποθέτει ένα άλλο ύφος, μια άλλη στάση των επιστημόνων σε σχέση με τον κόσμο της γνώσης αλλά και με τον καθημερινό κόσμο. Τι εννοείτε;

Υπερασπίζομαι μια στάση με τον κόσμο και τη γνώση που είναι αντίθετη μ’ αυτή που προωθεί ο κοινωνικά κυρίαρχος ορισμός της κοινωνιολογίας. Βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ηρωική πόζα». Στη στάση δηλαδή αυτή των κοινωνικών επιστημόνων η οποία συνδέεται με την ψευδαίσθηση μιας πανταχού παρούσας κοινωνιολογίας που είναι ικανή να απαντήσει, με την αίσθηση ενός ασαφούς πολιτικού καθήκοντος, σε κάθε ερώτημα γενικού ενδιαφέροντος, ακόμη κι όταν αυτό δεν τίθεται. Είναι η στάση που υιοθετήθηκε από εκπροσώπους της γενιάς που (δια)μορφώθηκε τις δεκαετίες του 1960-70 κυρίως στη Γαλλία και αναπαράγεται μέχρι σήμερα από αυτούς που άφησαν στο πόδι τους. Είναι μια στάση η οποία επέτρεψε τη μετατροπή του κάθε λογής τίτλου “κοινωνικής στράτευσης και μαχητικότητας” σε ψευδο-επιστημονικό κεφάλαιο. Βρίσκεται όμως και στον αντίποδα της «τεχνοκρατικής πόζας» που οδηγεί συχνά σε μια «κρατική επιστήμη», σε μια επιστήμη η οποία λειτουργεί υποστηρικτικά στο κράτος προκειμένου να θεμελιωθεί καλύτερα η επιτελεστική εξουσία του, δηλαδή να δημιουργεί μια πραγματικότητα απλώς ονοματίζοντάς την.

 

* Αυτές οι δυο μορφές επιστημονικής στάσης παρήγαγαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από πλευράς κοινωνιολόγων;

Ναι και όχι τα καλύτερα, αν αναλογιστεί κανείς τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχαν στη συγκρότηση της κοινωνιολογίας στη χώρα μας αλλά και στη δημόσια εικόνα και λειτουργία της. Η λατρεία της άγονης μεθόδου από εμπειρογνώμονες κοινωνιολόγους και της θεωρητικής λογολογίας κυρίως από ακαδημαϊκούς κοινωνιολόγους, μορφές αφοσίωσης και οι δυο που έκρυβαν συχνά την έλλειψη βασικής κοινωνιολογικής κατάρτισης, οδήγησαν σε μια παρωδία του κοινωνικού και πολιτικού ρόλου της κοινωνικής επιστήμης. Τι να αναφέρω ως παράδειγμα; Την αντιμετώπιση των ιδεών ως αυτόνομων δυνάμεων από κοινωνικούς φιλοσόφους που δήλωναν επιστήμονες, την καθιέρωση του μη-αναστοχαστικού δοκιμιοκρατισμού ως ανώτερου τρόπου πολιτικής παρέμβασης, τις διάφορες bon pour l’ Οrient “σβέλτες” “ερωτοτροπίες” διαφόρων “μεταμοντέρνων” κοινωνικών επιστημόνων άνευ επιστήμης με τη λογοτεχνία, τις πολυάριθμες τεχνοκρατικού τύπου κοινωνιολογικές αναφορές και εκθέσεις οι οποίες συρρικνώνουν την κοινωνική έρευνα στη μηχανική και αποκλειστική χρήση τεχνικών έρευνας; Τόσα και τόσα χαρακτηριστικά του ευρύτερου πεδίου των κοινωνικών επιστημών που ακυρώνουν τις συνθήκες που θα μπορούσαν να δώσουν πραγματική κοινωνική δύναμη στον επιστημονικό λόγο, να τον καταστήσουν αμυντικό όπλο σε όσους τον έχουν ανάγκη στην προσπάθειά τους να υπάρξουν και να αναγνωριστούν ως υπάρξεις.

 

* Αποδίδετε συγκεκριμένο πολιτικό ρόλο στη λειτουργία της κοινωνιολογίας και γι’ αυτό μιλάτε για δημόσια κοινωνιολογία;

Ναι και σημαντικό, ως απόπειρα μετασχηματισμού του βλέμματος διά μέσου του οποίου κατασκευάζεται ο κοινωνικός κόσμος και με βάση το οποίο μπορούμε να διαμορφώσουμε με πιο ορθολογικό και δίκαιο τρόπο τον κοινωνικό κόσμο και, κατ’ επέκταση, να διαμορφώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο κοινωνιολόγος όμως δεν είναι ούτε κανένας προφήτης ούτε καμιά αυθεντία τού σκέπτεσθαι. Δεν έχει τον ρόλο του κατηχητή. Έχουμε ζήσει τη χρεοκοπία αυτού του ρόλου. Η αποστολή του είναι να επινοήσει έναν νέο, δύσκολο ρόλο που, όπως έλεγε ο Bourdieu, θα του επιτρέπει να ακούει, να ερευνά, να επινοεί, να οργανώνει ή να συντονίζει τη συλλογική αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής δράσης, νέων τρόπων κινητοποίησης και συλλογικής διεκδίκησης, νέων τρόπων επεξεργασίας σχεδίων και κοινής υλοποίησής τους. Να μπορεί να παίξει τον ρόλο της μαίας, ενισχύοντας τη δυναμική των ατόμων και των ομάδων τους στην προσπάθειά τους να εκφράσουν -και την ίδια στιγμή να ανακαλύψουν- τι πραγματικά είναι και τι θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι. Να εργασθεί για τη διεύρυνση, τον πολλαπλασιασμό και την εγκαθίδρυση χώρων, νέων μορφών αγορών, που θα επιτρέπουν την ανάδυση του ανέκφραστου, την παραγωγή προσωπικής γνώμης, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για την πρόσβαση στην ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων του πολίτη σε μια δημοκρατική κοινωνία.

 

* Υπάρχουν αντιστάσεις στην προσπάθεια αλλαγής της εικόνας της κοινωνιολογίας;

Υπάρχουν, ναι. Ο “ριζοσπαστισμός επί χάρτου” και η τεχνοκρατική έπαρση του πραγματογνώμονα κατέχουν κυρίαρχες θέσεις στον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας αναπαραγωγής της κοινωνικής επιστήμης. Βέβαια, η συνεχιζόμενη έλλειψη ενός ισχυρά κωδικοποιημένου επιστημονικού κοινωνιολογικού χώρου και η μείωση των “τελών” που απαιτούνται για να εισέλθει κανείς σε αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη απόσυρση του κράτους από τον χώρο της επιστήμης υπό το καθεστώς της επικυριαρχίας της αγοράς πάνω στη σφαίρα του πολιτισμού, παράγουν αποτελέσματα που δεν διευκολύνουν καθόλου τα πράγματα, αντίθετα. Ωστόσο πιστεύω πως υπάρχει σήμερα μια σιωπηλή αλλά πολύ ισχυρή κοινωνική ζήτηση για μια πραγματική κριτική επιστημονική σκέψη. Μένει η σκέψη αυτή να βρει τρόπους να συναντηθεί με αυτή τη ζήτηση. Αυτό είναι το σημαντικό διακύβευμα σήμερα για μας.

 

Πηγή: Η Αυγή