Η επέτειος του τρομερού Αυγούστου του ’22 τίποτα καλό δεν συμβολίζει. Θυμίζει την καταστροφική «Μεγάλη Ιδέα» που ηττήθηκε στις όχθες του Σαγγάριου. Πανάρχαιες ελληνόφωνες και χριστιανικές κοινότητες της Ιωνίας, της Αιολίας, του Πόντου εξαλείφθηκαν μέσα σε λίγους μήνες. Ένα από τα μεγαλύτερα κοσμοπολίτικα λιμάνια της Μεσογείου, η Σμύρνη, πυρπολήθηκε συθέμελα. Το κύμα των προσφύγων πλημμύρισε την Ελλάδα αλλάζοντας τον πολιτισμό, τις πόλεις και τα χωριά, την ανθρωπογεωγραφία της χώρας. Η γιγαντιαία εθνοκάθαρση άλλαξε επίσης τον χάρτη των Βαλκανίων με μετακινήσεις πληθυσμών εκατομμυρίων ανθρώπων από την Κρήτη έως τη Σερβία και τη Μαύρη Θάλασσα. Στην Ελλάδα η πολιτική αστάθεια επιδεινώθηκε και διήρκεσε για ακόμη μισό αιώνα με εκτροπές, δικτατορίες, έναν εμφύλιο πόλεμο και πολλά αιματοκυλίσματα.
Ως τώρα, η μνήμη του ’22 ταυτιζόταν με την επίκληση στις «χαμένες πατρίδες». Ήταν συνήθως η αφορμή για να ακουστούν ξανά εθνικιστικές κραυγές και στις δύο ακτές του Αιγαίου ή ήταν η ευκαιρία για να αναζητηθούν μια ακόμη φορά οι ένοχοι της τραγωδίας, αυτοί που ούτως ή άλλως βρέθηκαν και πλήρωσαν βαριά.
Η επέτειος της εκατονταετίας έκρυβε μία έκπληξη. Ίσως για πρώτη φορά δεν ήταν όλα τα πιο πάνω που κατέκλυσαν τα μέσα ενημέρωσης, τα αφιερώματα και τις εκδόσεις. Μετά από τρεις γενιές, η ελληνική κοινωνία έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την αυτογνωσία, αναζητώντας το αποτύπωμα του ’22 στη χώρα μας. Δεν έχουν προϋπάρξει τόσες έρευνες, εκδηλώσεις, εκδόσεις, ντοκιμαντέρ με θέμα όχι τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα της Μικρασιατικής Εκστρατείας ή τον δραματικό επίλογο τους, αλλά τα ίχνη και τη συμβολή των προσφύγων στη νέα τους πατρίδα, στο γράψιμο της Ιστορίας του ταραγμένου 20ου αιώνα.
Σαν να ήρθε η ώρα να μιλήσουν οι αφανείς μέσω των γραπτών τεκμηρίων, των κοινωνικών τους δράσεων, των μαρτυριών τους, των τόπων που έχτισαν και κατοίκησαν.
Η εικόνα αυτή άρχισε να αποκρυσταλλώνεται μέσα στο έτος της επετείου, το 2022, όταν σε κάθε προσφυγική γειτονιά ξεφύτρωναν δράσεις που αφορούσαν τη «μικρή» ιστορία της κατοίκησης τους. Στα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα και στον χώρο της επιστημονικής έρευνας συντάχθηκαν σημαντικές εργασίες στο πεδίο, που μέχρι πολύ πρόσφατα αριθμούσε μόλις μια δεκάδα σοβαρών εκδόσεωνγια την προσφυγική παρουσία στην Ελλάδα.
Παρατηρώντας τις επιπτώσεις της εγκατάστασης του ενάμιση εκατομμυρίου ανθρώπων-χριστιανών-που ήλθαν από την Ανατολή αλλά και της αποχώρησης των εξακοσίων πενήντα χιλιάδων ανθρώπων -μουσουλμάνων-που εγκατέλειψαν την Κρήτη, τη Λέσβο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία προς την Τουρκία συνειδητοποιούμε ότι συντελέστηκαν μεγάλης κλίμακας αλλαγές σε συμπεριφορές και καθημερινές συνήθειες, στην ένδυση, τη διατροφή, την αναψυχή, τη μουσική.
Οι αλλαγές που προκλήθηκαν στην καθημερινή ζωή της έως τότε «Παλιάς Ελλάδας» μετασχημάτισαν τον αστικό χώρο, τις πόλεις αλλά και την ύπαιθρο, τα χωριά. Η βιομηχανική ανάπτυξη του Μεσοπολέμου και της μεταπολεμικής Ανοικοδόμησης φέρουν το ίχνος προσφύγων που γέμισαν τα εργοστάσια με εργατικά χέρια. Αντίστοιχα σημάδια υπάρχουν στην αγροτική Ελλάδα, η οποία εκείνη την περίοδο πέρασε σε μία νέα εποχή χάρη στη διάθεση γαιών σε ακτήμονες της μικρασιατικής καταστροφής, στη δημιουργία νέων χωριών και κωμοπόλεων. Η παλιά εποχή της οθωμανικής Θεσσαλίας και Μακεδονίας τελείωσε. Τα τσιφλίκια, οι πρακτικές αιώνων ξεριζωθήκαν οριστικά επάνω στην ανταλλαγή των πληθυσμών.
Στις ελληνικές πόλεις ο μετασχηματισμός της περιόδου της προσφυγικής κρίσης είναι ορατός έως τις μέρες μας. Υπήρξαν πόλεις όπως η Δράμα, η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη, η Κατερίνη, τα Γιαννιτσά που υπερδιπλασίασαν τον πληθυσμό τους. Στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας μετά την πρωτεύουσα, στον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, η αύξηση των κατοίκων έφτασε το 74% και το 69% αντίστοιχα μέσα σε οκτώ χρόνια.
Τρεις φάσεις οικοδόμησης οικισμών εξελίχθηκαν από τον πρώτο χρόνο μέχρι περίπου το 1938. Η πρώτη φάση είναι η αυτοσχέδια εγκατάσταση σε στρατόπεδα με αντίσκηνα, σε οικιστικές συναθροίσεις με παραπήγματα. Ολοκληρώθηκε μετά το 1926-27 με ένα πρόγραμμα ανέγερσης περίπου πενήντα χιλιάδων ξύλινων προκατασκευασμένων οικίσκων στις νέες συνοικίες. Οι κατασκευές αυτές πέρασαν στην ιστορία με το όνομα «Γερμανικά», λόγω της προέλευσης της πρώτης τεχνικής εταιρείας η οποία τις εισήγαγε για λογαριασμό της Κοινωνίας των Εθνών και άφησαν το όνομα τους σε πάμπολλα τοπωνύμια σε όλη την Ελλάδα.
Η δεύτερη φάση χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία εκ του μηδενός συνοικιών οργανωμένης δόμησης με διώροφα κατά κανόνα λιθόκτιστα οικήματα με τετράριχτες ξύλινες στέγες τα οποία στέγαζαν οικογένειες συνήθως σε τέσσερα, έξι ή οκτώ ομοιόμορφα ελαχίστων διαστάσεων μικρά διαμερίσματα. Οι συνοικίες των διώροφων πέτρινων σχεδιάστηκαν με βάση ορθοκανονικά οικοδομικά τετράγωνα εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, όπως της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου ακολουθήθηκε ένα σχήμα κηπούπολης με καμπύλους δρόμους.
Η τρίτη γενιά των προσφυγικών οικισμών χαρακτηρίζεται από την καινοτομία της ανέγερσης πολυκατοικιών, πρωτόγνωρου νέου τύπου κτιρίου για την Ελλάδα. Οι αρχιτέκτονες που πήραν μέρος στο έργο της στέγασης μετέφεραν και εφάρμοσαν τις ιδέες που είχαν γεννηθεί τις ίδιες ακριβώς χρονιές στον χώρο της κεντρικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης. Οι κυβιστικές πολυκατοικίες κτισμένεςσε ενότητες τη δεκαετία του 1930 σε όλες τις μεγάλες νεογέννητες συνοικίες, σηματοδοτούν αφενός τη μαζική εισαγωγή του μοντέρνου κινήματος στην ελληνική αρχιτεκτονική και αφετέρου την ωρίμανση του προτύπου της συλλογικής κοινωνικής και εργατικής κατοίκησης·πείραμα που εμφανιζόταν σε μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά από τότε γενικεύθηκε.
Τα συγκροτήματα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, της Στέγης Πατρίδος στον Λυκαβηττό, της Δραπετσώνας, της Παλιάς Κοκκινιάς, του Ρέντη, του Δουργουτιού και της Καισαριανής σώζονται ακόμη. Εγκαταλειμμένα ή υποβαθμισμένα χωρίς καμία μέριμνα για την αποκατάστασή τους, παρότι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις η μελέτη τους και οι προσπάθειες διάσωσης τους ξεκίνησαν νωρίς από πρωτοβουλίες επιστημόνων, κοινωνικούς φορείς των απογόνων των προσφύγων και πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Η περίπτωση των πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας, των πιο διάσημων από όλες τις περιπτώσεις, ήλθε ξανά στο προσκήνιο τούτη τη χρονιά, στα 100 χρόνια από την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα. Έχει προηγηθεί η συστηματική άρνηση της κρατικής μηχανής επί δύο δεκαετίες να αναδείξει και να προστατεύσει το συγκρότημα παράλληλα με τις προσπάθειες κατεδάφισης του ή εξαφάνισης του μέσω της εγκατάλειψης. Και αυτό παρά τις καμπάνιες εθελοντών, αρχιτεκτόνων, ιστορικών για τη διάσωση και αναβίωση του. Το σχετικά πρόσφατο εγχείρημα του 2018-19 για την έναρξη των έργων αποκατάστασης, με εγκεκριμένες μελέτες και προϋπολογισμό, εγκαταλείφθηκε αμέσως μόλις ανέλαβε η παρούσα κυβέρνηση. Θυμίζοντας ότι το προσφυγικό αποτύπωμα εξακολουθεί να ενοχλεί ένα τμήμα της σύγχρονης πολιτικής τάξης της Ελλάδας.
Ο Νίκος Μπελαβίλας είναι Καθηγητής Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Διευθυντής Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος