Ένας δάσκαλος διαβάζει ένα χειρόγραφο που βρήκε ο σκύλος του στον κήπο, κείμενο μιας παλιότερης εποχής, όταν οι άνθρωποι ήξεραν και μπορούσαν ακόμη να γράφουν πολυσύνθετες ιστορίες, της εποχής της Αυτοκρατορίας – οι συνδηλώσεις του όρου λειτουργούν πάραυτα και, προφανώς, κατά τις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη. Το χειρόγραφο χωρίζεται σε τρία βιβλία, του έρωτα, του σωσία και του εαυτού, με δύο ενδιάμεσα δοκιμιακά ιντερλούδια για την τεχνητή νοημοσύνη. Στην πράξη, στο επίκεντρο και των τριών βιβλίων είναι η αναζήτηση του εαυτού, αλλά και του όποιου αγαπημένου άλλου, σε πολλούς και διαφορετικούς διαδοχικούς και παράλληλους κόσμους, που εναλλάσσονται ιλιγγιωδώς: του ονείρου, της ψευδαίσθησης, της ψευδοανάμνησης, των ποικίλου εύρους ψηφιακών προσομοιώσεων – με τις διαφορετικές γραμματοσειρές να πασχίζουν να χρησιμεύσουν ως οδόσημα σ’ αυτή τη χαρτογράφηση της ερήμου του πραγματικού που επιχειρεί το μυθιστόρημα του Μάντη.
Η αφήγηση ξεκινά στο πρώτο βιβλίο in medias res, με το απόγειο της Αυτοκρατορίας. Ακολουθεί η καταστροφή της στο δεύτερο και, με φλας μπακ, η απαρχή της στο τρίτο. Και τα τρία βιβλία κοσμούνται από ομότιτλους πίνακες προερχόμενους από το πεντάπτυχο του αμερικανού ζωγράφου Τόμας Κόουλ Η πορεία της Αυτοκρατορίας (1833-1836), αναδιατεταγμένους σε σχέση με την αρχική τους ακολουθία. Ο τελευταίος πίνακας, «Ερήμωση», εικονογραφεί αναδρομικά τον κόσμο της ανάγνωσης του χειρογράφου, έναν κόσμο ερειπίων με διάσπαρτες, ολιγάνθρωπες αγροτικές κοινότητες, τη Νέα Προϊστορία, για την οποία μιλάει ο Παζολίνι σε ένα από τα πολλά παραθέματα που o Μάντης διασκορπίζει στο κείμενό του, ως μίτο για την ανάγνωση αλλά και ως συνηγορία της αφήγησης.
Την παγκοσμιοποιημένη, ψηφιακή Αυτοκρατορία της απόλυτης οικολογικής καταστροφής, της φτώχειας, της ανασφάλειας και της θλίψης διοικεί μια εταιρεία, με επικεφαλής δύο γκουρού της πληροφορικής, παλιούς φίλους και μελλοντικούς αντιπάλους σε μια μάχη του Καλού ενάντια στο Κακό, του Ιγκνάτι και του Ντεβ, αντίτοιχα. Τα κράτη είναι απλοί γραφειοκρατικοί διεκπεραιωτές. Οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τους ανθρώπους στις περισσότερες δουλειές κι οι άνθρωποι είναι απαξιωμένοι, εξαθλιωμένοι, διακοσμητικοί, αναλώσιμοι. Τα θεματικά πάρκα, σεναριογραφημένες, μυθοπλασιακές προσομοιώσεις ζωής σε πόλεις άλλων εποχών, όπως το Έιντζελταουν, το Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’40, αποτελούν, στην πρώτη αυτή περίοδο, αντίδοτα στην κατάθλιψη που γεννά η έλλειψη νοήματος και μοναδική διέξοδο για μια ζωή σε ανθρώπινο περιβάλλον. Το αντίτιμο για τη ζωή αυτή είναι η μερική(;) απώλεια της ανθρωπινότητας, η εξάλειψη της μνήμης και η αποδοχή του απόλυτου προγραμματισμού.
Το επινοημένο ψέμα ως κατεξοχήν ιδιότητα του ανθρώπου
Καθώς όμως ούτε η μνήμη ούτε η ανάγκη για έκπληξη και ένταση καταστέλλονται πλήρως και επ’ άπειρον, αναλαμβάνουν δράση οι «φροντιστές αμνησίας» και οι «μπάτσοι μυαλών». Δύο από αυτούς, ο Νίκο και η Βίκα, αποτελούν, μαζί με τους πανταχού παρόντες στις διαρκείς μεταμορφώσεις τους δημιουργούς της Αυτοκρατορίας, κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος και επανέρχονται διαρκώς στην πορεία, ως άνθρωποι και είδωλα, σάιμποργκ και άβαταρ, που αναζητούν την ταυτότητα και το ταίρι τους.
Η πάλη μεταξύ των δύο φίλων έχει ήδη ξεκινήσει, με αναφορά στους όρους και τα όρια της ψηφιοποίησης, και επί της ουσίας στο νόημα της ζωής και του εαυτού, της ψυχής και της αθανασίας. Καθώς τα θεματικά πάρκα έχουν αποτύχει, η νέα και τελευταία απάντηση στην έλλειψη νοήματος είναι η προσομοίωση ενός παγκόσμιου βιντεοπαιχνιδιού, του «Βυζανμπούλ», στο οποίο η μάχη για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453 είναι απλώς το πρόσχημα για την τελική αναμέτρηση δύο κόσμων και το τέλος της Αυτοκρατορίας. Το σχέδιο της συλλογικής νοημοσύνης που είχε ξεκινήσει στη Μόσχα λίγο πριν την κατάρρευσή της ΕΣΣΔ, όπου είχαν συναντηθεί οι δύο φίλοι, και στην πορεία ξεστράτισε ολέθρια, γίνεται κομμάτια μαζί με τους σέρβερ που υποστηρίζουν την προσομοίωση στην υπαρκτή, πλημμυρισμένη, κατεστραμμένη εκδοχή της πόλης. Μέχρι τέλους θιασώτης της προσομοίωσης, ο Ντεβ, στον οποίο είναι στραμμένοι οι προβολείς στο τρίτο βιβλίο, θα ορίσει το επινοημένο ψέμα ως κατεξοχήν ιδιότητα του ανθρώπου.
Η φύση της πολλαπλής μυθοπλασίας της προσομοίωσης
Ο Νίκος Μάντης δημιουργεί στο νέο του έργο μια πολυπλόκαμη εκδοχή επιστημονικής φαντασίας, όπου η ψηφιακή προσομοίωση αναδημιουργεί με κάθε λεπτομέρεια παρελθόντες ιστορικούς κόσμους, γεγονότα, πρόσωπα, ιδεολογίες, «όλα αδειασμένα από το νόημα και την πρωταρχική διαδικασία τους, αλλά μαγευτικά με την αναδρομική αλήθεια τους» (Jean Baudrillard, «Simulacres et simulation», 1981, σ.179-180). Σε διάλογο με λόγους και εικόνες της ποπ κουλτούρας, με τους κώδικες της οποίας είναι απολύτως εξοικειωμένος και τους χρησιμοποιεί εν γένει στο έργο του, ο Μάντης προσεγγίζει το θέμα του αληθινού και του ψεύτικου, που επίσης αποτελεί σημείο αναφοράς στα έργα του από διαφορετικές σκοπιές, εστιάζοντας εδώ στην ψηφιακή συνθήκη. Το θέμα που επιλέγει να πραγματευτεί λογοτεχνικά, η ρευστότητα και η υφή εντέλει της ταυτότητας αλλά και της αλήθειας σε έναν ψηφιακό κόσμο αντιγράφων, είναι αδιαμφισβήτητα εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο. Και όπως και στα προηγούμενα έργα του, είναι σαφές ότι ο συγγραφέας, ασχέτως των υλικών που επιλέγει να συναιρέσει ή να εμπνευστεί από αυτά, διαθέτει δυνατή φαντασία, που επιτρέπει μια δυναμική σύνθεσή τους, και αφηγηματική ευχέρεια που μπορεί να την υποστηρίξει. Και δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι κλείνει τη διερώτησή του για τη φύση της πολλαπλής μυθοπλασίας της προσομοίωσης σε ένα χειρόγραφο, με το οποίο ξεκινά και κλείνει η αφήγηση.
Ορισμένες επιφυλάξεις
Αλλά το φιλόδοξο εγχείρημά του δημιουργεί την ίδια στιγμή ποικίλες επιφυλάξεις, σε διαφορετικά επίπεδα. Της οικονομίας της αφήγησης, η έκταση της οποίας δεν πείθει ως αναγκαία συνθήκη του έργου· της διάρθρωσής της, καθώς οι αφηγηματικές γραμμές πάσχουν σε επίπεδο καθαρότητας, κάτι που, ακόμη κι αν είναι εμπρόθετο, δεν λειτουργεί στην πράξη· της εκφοράς της, με μια σειρά από αδόκιμες επιλογές, λεξικές και συνολικότερα εικονοποιητικές, οι οποίες υπονομεύουν τη μορφή και συνακόλουθα τη δραστικότητά της: η ονομασία του παιχνιδιού, Βυζανμπούλ· η χρήση του επιθέτου παχύσαρκος με αναφορά στο πνεύμα και στην ψυχή· ο ίδιος ο τίτλος του έργου, αδύνατες πόλεις, μια προβληματική φράση, που έλκει, εικάζω, την καταγωγή της από το απόλυτα λειτουργικό αγγλικό της σύστοιχο, impossible cities, αποτελούν κάποια ενδεικτικά παραδείγματα. Και το σημαντικότερο, σε συνάρτηση και με τα παραπάνω, το έργο του δεν φαίνεται να μπορεί να λειτουργήσει ως μια λογοτεχνική μυθοπλασία εναντιωματική προς τις ποικίλες ψηφιακές εκδοχές μυθοπλασιακής προσομοίωσης· να αποστασιοποιηθεί, κριτικά και δημιουργικά, τόσο από τις τεχνικές όσο και από την προσίδια λογική της, την ώρα που την ενσωματώνει για να τις σχολιάσει. Όσο για τη δεδηλωμένα πολιτικοφιλοσοφική πτυχή του, θεωρώ ότι επίσης παραμένει μη συνεκτική και αφηγηματικά μετέωρη.
Με δεδομένες όλες αυτές τις επιφυλάξεις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μυθιστόρημα του Μάντη προκαλεί έντονο προβληματισμό για την ψηφιακότητα, την πραγματικότητα, την ταυτότητα αλλά και τη λογοτεχνία καθαυτή, ο οποίος φυσικά συναρτάται κάθε φορά και προς την υποκειμενικότητα του αναγνώστη. Έτσι, λοιπόν, προσωπικά το διάβασα (και) ως μια συνηγορία του αισθητού κόσμου και της εγκόσμιας ύπαρξης· (και) ως μια απάντηση στις αντιλήψεις περί εγγενούς ριζοσπαστικότητας του παιχνιδιού της σχολής του ιταλικού μετα-εργατισμού· (και) ως ένα πολλαπλό προμήνυμα κινδύνου – με αναφορά στη θέση του Τέρι Ίγκλετον ότι «σε τελική ανάλυση, αν δεν αντισταθείς στο φαινομενικά αναπόφευκτο, δεν θα μάθεις ποτέ πόσο αναπόφευκτο ήταν στην πραγματικότητα το αναπόφευκτο» («Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο», 2012, σ.23-24). Άλλοι θα το διαβάσουν και θα το αποτιμήσουν διαφορετικά. Δύσκολα όμως θα μείνουν αδιάφοροι απέναντί του.
Τιτίκα Δημητρούλια