Στο δημόσιο λόγο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες και προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του ελληνικού συστήματος υγείας, προτείνονται οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Οι οποίες μάλιστα στο νεοφιλελευθερισμό λαμβάνουν το χαρακτήρα σύγχρονης πανάκειας, προτεινόμενου φαρμάκου δια πάσα νόσο από τη μεριά των κυβερνητικών μέσων πολιτικής παρέμβασης. Ας δούμε, όμως, κατά πόσο απέδωσαν στις χώρες όπου εφαρμόστηκαν
Οι ΣΔΙΤ είναι σχήματα συνεργασίας που απέκτησαν ιδιαίτερη δημοφιλία μετά το 1990, αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και αργότερα και στην Ε.Ε. Έτσι στην “Πράσινη Βίβλο” για τις ΣΔΙΤ, την οποία υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2005, επισημαίνεται ότι ο όρος αναφέρεται σε μορφές συνεργασίας ενός δημόσιου φορέα με τον επιχειρηματικό κλάδο με σκοπό τη χρηματοδότηση, την κατασκευή, την ανακαίνιση, τη διαχείριση ή τη συντήρηση υποδομών ή την παροχή υπηρεσιών (Κονδύλης κ.ά. 2008). Τα κύρια επιχειρήματα των υπέρμαχων των ΣΔΙΤ είναι τα εξής:
Πρώτον, σε περιόδους ύφεσης και υψηλού δημόσιου χρέους είναι απαραίτητα επενδυτικά εργαλεία εξαιτίας της έλλειψης πόρων, για να μην επιβαρύνεται το δημόσιο χρέος αφού η συναλλαγή δεν εμφανίζεται στον ισολογισμό του δημόσιου φορέα. Δεύτερον, η παροχή βελτιωμένων ποιοτικά και αποδοτικότερων οικονομικά υπηρεσιών στους πολίτες, σε συντομότερο χρονικό διάστημα (σε σχέση με τους παραδοσιακούς τρόπους χρηματοδότησης έργων). Τρίτον, μέσα από τις συμπράξεις επιτυγχάνεται ταυτόχρονα η εκμετάλλευση της εμπειρίας, της τεχνογνωσίας και των πόρων του ιδιωτικού φορέα με ταυτόχρονη αξιοποίηση των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων του δημόσιου φορέα. Τέταρτον, ο ιδιωτικός τομέας αναλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος των κινδύνων που συνδέονται με την υλοποίηση των συμπράξεων και, τέλος, το κόστος κατασκευής των υποδομών επιμερίζεται σε πολλούς μελλοντικούς προϋπολογισμούς, καθώς η αποπληρωμή των έργων πραγματοποιείται τμηματικά και μακροχρόνια, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα ταυτόχρονης εκτέλεσης περισσοτέρων έργων .
Ωστόσο, στη Βρετανία, που ήταν η χώρα που εισήγαγε το θεσμό των συμπράξεων στην Ευρώπη στο χώρο της υγείας, κυρίως για ανέγερση νοσοκομείων, αλλά και σε άλλους τομείς, τα αποτελέσματα διέψευσαν τις προσδοκίες. Οι εμπειρικές μελέτες μετά τη δεκαετή εφαρμογή των ΣΔΙΤ (Private Finance Initiative- PFI) συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι:
α. έχουν υψηλότερο κόστος σε σχέση με τον συμβατικό τρόπο χρηματοδότησης μέσω δημόσιας επένδυσης, λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού, της ύπαρξης κέρδους για τους ιδιώτες μετόχους και του αυξημένου κόστους διαχείρισης· β. Συνεπάγονται εκποίηση της περιουσίας της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (National Health Service-NHS) και παραχώρησή της με ευνοϊκούς όρους στους ιδιώτες· γ. Οδηγούν στη μείωση της δυναμικότητας των νέων νοσοκομείων της τάξης του 30%, με οικονομικά και όχι με υγειονομικά κριτήρια, υπονομεύοντας τη δυνατότητά τους να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών· δ. Σχετίζονται με μειώσεις στο νοσηλευτικό προσωπικό· ε. Αποτέλεσαν μια ασφαλή επένδυση για τους ιδιώτες μεταφέροντας τους κινδύνους στο δημόσιο τομέα, επιβαρύνοντας σε βάθος χρόνου το δημόσιο χρέος (Κονδύλης, κ.ά, 2008). Εν τέλει, οι ΣΔΙΤ στη Βρετανία, συνέβαλλαν στην αύξηση της σημασίας του χρηματοπιστωτικού τομέα -που βρίσκεται συνήθως πίσω από τις συμπράξεις- στη λήψη αποφάσεων για ζητήματα δημοσίου συμφέροντος, ενώ ο αρχικός καταμερισμός ισχύος οδηγήθηκε σε μεταφορά ισχύος από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα (Shaoul, 2011).
Την ίδια, αποτυχημένη, εικόνα φανερώνουν τα εμπειρικά στοιχεία στο σύνολο των χωρών που έχουν εφαρμοστεί τα ΣΔΙΤ στο χώρο της υγείας (Πεμπετζόγλου, 2015). Στην Ελλάδα, ο νόμος που ψηφίστηκε το 2005, Ν. 3389/2005, άνοιξε το δρόμο για την υλοποίηση τριών νέων νοσοκομείων και ενός κέντρου αποκατάστασης και αποθεραπείας. Παρότι η υλοποίηση των έργων, τα οποία εγκρίθηκαν το 2007, εν τέλει δεν προχώρησε λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το κατασκευαστικό κόστος των έργων μέσω ΣΔΙΤ είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος κατασκευής τους όταν η χρηματοδότηση πραγματοποιείται μέσω του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Ενδεικτικά αναφέρεται σε μελέτη των Κουρή και Φιλαλήθη, του 2008, ότι το κόστος κατασκευής του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, δυναμικότητας 335 κλινών, που χρηματοδοτήθηκε μέσω του ΠΔΕ, ανήλθε στα 33,7 εκατ. ευρώ, ενώ το κόστος κατασκευής και λειτουργίας του Γενικού Νοσοκομείου Πρέβεζας, που διαθέτει τη μισή περίπου δυναμικότητα του πρώτου και το οποίο προγραμματίστηκε να υλοποιηθεί μέσω ΣΔΙΤ, προϋπολογίζεται στα 109 εκατ. Ευρώ (Πεμπετζόγλου, 2015).
Οι διαπιστώσεις αυτές, αλλά και τα εμπειρικά δεδομένα από την εφαρμογή των ΣΔΙΤ σε ευρωπαϊκές χώρες, δεν φαίνεται ωστόσο, να πτόησαν τον πρώην υπουργό Υγείας, Β. Κικίλια, ο οποίος, το 2020, σε ομιλία του στο συνέδριο με τίτλο “Συζητάμε για το Σύστημα Υγείας της επόμενης δεκαετίας” δήλωσε ότι, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου, οι Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στα δημόσια νοσοκομεία θα κινηθούν σε τρεις άξονες: “στην αγορά εξοπλισμού, τη δημιουργία μονάδων υγείας αλλά και τη χρηματοδότηση για την ανέγερση ολόκληρων νέων νοσοκομείων”[1]. Συμπερασματικά, η επιμονή στην προτίμηση της ιδιωτικής έναντι της δημόσιας χρηματοδότησης δεν φαίνεται να στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που και στοιχίζουν πιο ακριβά και επιβαρύνουν μακροπρόθεσμα το δημόσιο χρέος. Γίνεται έτσι προφανές ότι: “η ανάπτυξη του θεσµού των ΣΔΙΤ αποτελεί μία συνειδητή πολιτική απόφαση που εντάσσεται στα πλαίσια της εκχώρησης τμημάτων του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα. Πράγματι, οι ΣΔΙΤ συντείνουν στην απόσυρση του δημοσίου τομέα από περιουσιακά του στοιχεία, στην παραχώρηση και εκμετάλλευση νευραλγικών δημόσιων υποδομών στον ιδιωτικό τομέα και στην στέρησή του από την άσκηση βασικών δραστηριοτήτων του” (Καραγιάννη, Πεμπετζόγλου, 2008).
– Shaoul J.(2011). ‘Sharing’ political authority with finance capital: The case of Britain’s Public Private Partnerships, Policy and Society, 2011, vol.30, issue 3.
– Πεμπετζόγλου Μ. (2015). Σχέσεις δημόσιου-ιδιωτικού: Η ευρωπαϊκή εμπειρία και οι επιλογές της μεταρρύθμισης, στο Υγεία και μακροχρόνια φροντίδα στην Ελλάδα, Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ
– Καραγιάννη Σ., Πεμπετζόγλου Μ. (2008). Είναι οι ΣΔΙΤ οικονομικά αποτελεσματικές;
– Κονδύλης, Η., Αντωνοπούλου, Λ. και Μπένος, Α. (2008). Συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα στα νοσοκομεία: Ιδεολογική προτίμηση ή εμπειρικά βασιζόμενη επιλογή στην πολιτική υγείας;,
[1]https://www.capital.gr/epikairotita/3411726/b-kikilias-se-treis-axones-oi-sdit-sta-dimosia-nosokomeia Πρόσβαση:19/2/2023
*Ο Νίκος Κωστολιάς είναι ασφαλιστικός σύμβουλος, Msc στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία