Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση πιάνεται με τη γίδα στην πλάτη. Και προφανώς, με τον τρόπο που πολιτεύεται, δεν θα είναι και η τελευταία. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνώντες επιχείρησαν να νομοθετήσουν στο ζήτημα των ιδιωτικών ασφαλίστρων υγείας αποκάλυψε, για μία ακόμη φορά, το ταξικό τους πρόσημο αλλά και την υποκρισία τους, στοιχείο που συνοδεύει πολλές από τις κινήσεις τους στη δημόσια σφαίρα.
Εδώ και μήνες οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες (επιχειρηματικός χώρος με τον οποίο η κυβέρνηση συνδέεται στενά) είχαν ανακοινώσει αυξήσεις στα ασφάλιστρά τους που έφταναν ακόμη και το 18%, πολύ υψηλότερες δηλαδή από τον πληθωρισμό. Πολλοί από τους ασφαλισμένους πανικοβλήθηκαν και έσπευσαν να εγκαταλείψουν τα συμβόλαιά τους “θυσιάζοντας” έτσι στο βωμό της δίψας για κέρδος όσα χρήματα είχαν μέχρι και σήμερα επενδύσει.
Όταν το θέμα άρχισε να έρχεται στην επικαιρότητα, από διαμαρτυρίες ασφαλισμένων, οι εταιρίες επιχείρησαν να βάλουν νερό στο κρασί τους (λέμε τώρα). Με επιστολές τους, λοιπόν, προς τους ασφαλισμένους, γνωστοποιούσαν ότι ναι μεν θα υπάρξουν αυξήσεις οι οποίες όμως δεν θα ξεπερνούν το 9%. “Τεράστια” υπαναχώρηση. Απλώς μείωσαν το ύψος των αυξήσεων το οποίο πάντως παρέμενε σημαντικά ψηλότερο του πληθωρισμού (που ως γνωστόν δεν ξεπερνάει το 3%). Ήθελαν, κοντολογίς, οι ασφαλιστικές από τους πελάτες τους να είναι και ευχαριστημένοι που τους επιβάλλονται αυξήσεις τριπλάσιες του τρέχοντος πληθωρισμού (για τέτοιο θράσος μιλάμε). Αφήστε που οι όποιες μειώσεις αφορούσαν μόνο τα ισόβια συμβόλαια υγεία, τα οποία υπολογίζονται σε περίπου 250.000, κι όχι στα ετησίως ανανεούμενα που είναι και τα περισσότερα.
Στις 14 Ιανουαρίου το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε στη Βουλή σχετική επίκαιρη ερώτηση και τροπολογία σύμφωνα με την οποία προβλέπονταν αυξήσεις 2,7% για το 2024 και 3,5% για το 2025. Δεν επρόκειτο φυσικά για καμιά ριζοσπαστική πρόταση, απλώς έβαζε φρένο στις αυξήσεις, ανακουφίζοντας, τρόπο τινά, τους ασφαλισμένους. Ακόμα και σ’ αυτή την πρωτοβουλία όμως η κυβέρνηση αντέδρασε σπασμωδικά έχοντας πάντα ως κύριο στόχο να προστατεύσει τα συμφέροντα των ασφαλιστικών εταιριών.
Μπορεί από το βήμα της Βουλής ο αρμόδιος Υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος να “απείλησε” τις εταιρίες με πλαφόν αν δεν μειώσουν τις αυξήσεις, ωστόσο με την τροπολογία που τελικά κατέθεσε στην Εθνική Αντιπροσωπεία τις άφησε, ουσιαστικά ανέγγιχτες. Προχώρησε όμως σε μία ουσιώδη παραδοχή. Ο περίφημος δείκτης του ΙΟΒΕ, ο οποίος με νόμο του Αδωνι Γεωργιάδη το 2020 καθόριζε το δείκτη των αυξήσεων, καταργήθηκε για να αντικατασταθεί, σύμφωνα με το σχέδιο, από τον ετήσιο δείκτη αναπροσαρμογής μακροχρόνιων ασφαλίσεων υγείας από την ΕΛΣΤΑΤ. Η κυβέρνηση παραδέχτηκε με λίγα λόγια ότι ο δείκτης του ΙΟΒΕ ευνοούσε μόνο τις εταιρίες και κανέναν άλλο. Ιδού και το χαρακτηριστικό απόσπασμα: “Σκοπός του νέου δείκτη είναι να αποτελέσει έναν δίκαιο τρόπο αναπροσαρμογής των μακροχρόνιων συμβάσεων ασφάλισης υγείας, που πλέον δεν προσφέρονται στο καταναλωτικό κοινό, προκειμένου οι αναπροσαρμογές αυτές να μην διενεργούνται δυνάμει ασαφών και συνεπώς καταχρηστικών, γενικών όρων συναλλαγών που περιέχονταν στις συμβάσεις που συνήφθησαν τις προηγούμενες δεκαετίες σε βάρος της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλισμένων”.
Όμως, κατά τα άλλα, η κυβερνητική τροπολογία δεν έδωσε λύσεις. Η οικονομική επιβάρυνση θα συνεχιστεί ως έχει για το 2025 και οι όποιες ελαφρύνσεις θα ισχύσουν από την 1η Ιανουαρίου του 2026. Όπως, επίσης, τόνισε η βουλεύτρια του ΠΑΣΟΚ Μιλένα Αποστολάκη, “δεν προβλέπει τίποτα για τις ετησίως ανανεούμενες συμβάσεις που αποτελούν πλέον πάνω από το 70% των ασφαλίσεων υγείας και για τους ασφαλισμένους ισόβιων συμβολαίων σε ηλικία μεγαλύτερη του 65 ου έτους που έχουν υποστεί υπέρογκες αυξήσεις εξαιτίας των κυβερνητικών επιλογών και εξακολουθούν να μένουν απροστάτευτοι”. Η κυβερνητική τροπολογία προβλέπει ακόμη ότι “υποχρέωση γνωστοποίησης του τιμοκαταλόγου (παλιά και νέα τιμή, ποσοστό αύξησης και ημερομηνία ισχύος) για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας (νοσοκομεία κλπ.) για κάθε ιατρική υπηρεσία”. Ξέχασαν οι άνθρωποι να ρωτήσουν και να μάθουν ότι αυτό ισχύει ήδη με υπουργική απόφαση του 2017, εδώ και 8 χρόνια δηλαδή. Μνημείο προχειρότητας και πολιτικής υποκρισίας.
Είναι όμως γεγονός ότι η κυβέρνηση κατάφερε να μην διαρρήξει τις σχέσεις της με τις ασφαλιστικές εταιρίες και προσώρας αυτό είναι που την ενδιαφέρει περισσότερο. Οι εταιρίες θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα κέρδη τους χρεώνοντας παραπάνω τους πελάτες τους, η κυβέρνηση θα καμώνεται ότι έκανε ότι μπορούσε για να περιορίσει την αισχροκέρδεια και τις παράλογες χρεώσεις και οι ασφαλισμένοι θα κλαίνε, κατά το κοινώς λεγόμενο, με μαύρο δάκρυ αφού θα κληθούν να βάλουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη τους για να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Τόσο βαθιά που η τσέπη μπορεί και να τρυπήσει.
Το ασανσέρ του Ερυθρού δεν ήταν φάρσα
Νοσηλεύεσαι. Χειρουργείσαι. Λες “ευτυχία, η επέμβαση πήγε καλά, θα βγω”. Ετοιμάζεσαι να βγεις και ανεβαίνεις στο φορείο για να μεταφερθείς στο ισόγειο (αφού δεν μπορείς να περπατήσεις). Τι γίνεται; Πέφτει το ασανσέρ και θεωρείς εαυτόν τυχερό που γλίτωσες με δύο σπασμένους σπονδύλους. Εσύ, ο πολύ προσφάτως χειρουργημένος! Οχι, δεν είναι σκηνή από κάποια φάρσα αλλά η οδυνηρή πραγματικότητα έτσι όπως αποτυπώθηκε στο σκηνικό που έλαβε χώρο στο νοσοκομείο “Ερυθρός Σταυρός” πριν απο λίγες ημέρες και προκάλεσε τον τραυματισμό τεσσάρων ατόμων (μεταξύ αυτών και ένας προσφάτως χειρουργημένος ασθένης). Αστείο αν δεν ήταν τόσο τραγικό και επικίνδυνο. Ποιος φταίει; Μάλλον ο χατζηπετρής. Κατά τον Αδωνι Γεωργιάδη, η διοίκηση του νοσοκομείου εφάρμοσε όλα τα σχετικά πρωτόκολλα και πιστοποιητικά. “Δεν προέκυψε ευθύνη μετά την εισαγγελική και διοικητική έρευνα” τονίστηκε. Ο συντηρητής αναζητούνταν. Οπως φαίνεται χρησιμοποιήθηκαν κατώτερης ποιότητας ανταλλακτικά ή υπήρξε κατασκευαστικό λάθος. Ποιος παρέλαβε αυτό το έργο, ποιος έλεγξε ότι πράγματι είχαν γίνει όλα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα; Ποιος, εν τέλει, θα έπαιρνε την ευθύνη αν κάποιος σκοτωνόταν στο εν λόγω περιστατικό; Καμία, επί της ουσίας, απάντηση εκτός από το ότι “εμείς πάντως δεν φταίμε”.
Νίκος Γιαννόπουλος