Γιατί η κυβέρνηση μέσα στην πανδημία, με κλειστά τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, και παρά την αντίθεση των πανεπιστημιακών αρχών πρωθεί ρυθμίσεις που δεν είναι επείγουσες; Η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, η μείωση των εισακτέων και η αναβίωση των πειθαρχικών και των διαγραφών φοιτητών, έχουν ένα κοινό παρονομαστή: υπονομεύουν τη δημοκρατία, πλήττουν την ακαδημαϊκότητα και συντελούν στην εμπορευματοποίηση του δικαιώματος των νέων για μόρφωση. Είναι φυσικό λοιπόν να προκαλούν αντιδράσεις, οι οποίες μετά την πανδημία θα εκδηλωθούν έντονα και θα καταστήσουν ανεφάρμοστο το νόμο.
Τα όποια φαινόμενα βίας στα πανεπιστήμια είναι περιθωριακά, τα τελευταία χρόνια ακόμα πιο περιορισμένα και πάντως αντιπροσωπεύουν ένα ελάχιστο μέρος της εγκληματικότητας στο γενικό πληθυσμό. Η υφιστάμενη νομοθεσία μπορεί να τα αντιμετωπίσει, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση. Η ευθύνη για τη φύλαξη των πανεπιστημίων ανάγεται στο σκληρό πυρήνα της πανεπιστημιακής αυτοτέλειας και όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, είναι αρμοδιότητα εσωτερικής υπηρεσίας που λογοδοτεί στις πανεπιστημιακές αρχές. Για κακουργήματα και άλλα σοβαρά εγκλήματα, η αστυνομία -και στην Ελλάδα- διαθέτει ούτως ή άλλως τη δυνατότητα ακόμα και αυτεπάγγελτης επέμβασης.
Η συζήτηση για την πανεπιστημιακή αστυνομία (με την ύπαρξη μάλιστα οπλοστασίων μέσα στα ιδρύματα, όπως έχει γραφτεί χωρίς να διαψευστεί) ενοχοποιεί τα πανεπιστήμια και τους φοιτητές και δυσφημεί τη δημόσια εικόνα τους. Τα πανεπιστήμιά μας είναι θεσμοί δημοκρατίας, διδασκαλίας και έρευνας και όχι φωλιές παρανομίας, όπως συστηματικά και κατευθυνόμενα τα παρουσιάζουν τα ΜΜΕ, το δε επίπεδο σπουδών τους έχει κατακτήσει διεθνή αναγνώριση.
Θα προσληφθούν 1.000 ειδικοί φρουροί, όταν τα πανεπιστήμια έχουν ανάγκη από χιλιάδες πανεπιστημιακούς αλλά και υψηλής κατάρτισης διοικητικούς υπαλλήλους. Η αναλογία στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι ένας καθηγητής προς 38,7 φοιτητές όταν στην ΕΕ είναι ένας προς 15! Θα δοθούν λοιπόν 30 εκ. € φέτος για τη φρούρηση, όταν δίνονται μόνο 55 εκ. για τα συγγράμματα και 40 εκ. για τη φοιτητική μέριμνα. Όταν δεκάδες πανεπιστήμια, ανάμεσά τους ιστορικά και μεγάλα, με δεκάδες χιλιάδες φοιτητές έχουν μικρότερη επιχορήγηση. Αυτό είναι ένα μέτρο σύγκρισης για το κυβερνητικό ενδιαφέρον.
Η κυβέρνηση επίσης μετακυλίει τη μείωση του αριθμού εισακτέων στις σχολές, θέλοντας να αποφύγει το πολιτικό κόστος από το κλείσιμο πολλών τμημάτων περιφερειακών πανεπιστημίων, που έχουν ιδρυθεί για εθνικούς και αναπτυξιακούς λόγους. Υπολογίζεται ότι περίπου 20-30 χιλιάδες φοιτητές (από τις 78 χιλ. που εισήχθησαν πέρσι) δεν θα μπουν στα πανεπιστήμια. Πρόκειται για ρύθμιση που αυξάνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα παιδιά και μαζί τα οικογενειακά έξοδα για φροντιστήρια και σπρώχνει χιλιάδες παιδιά ως πελατεία στα κολέγια – ΙΕΚ, στα οποία μάλιστα η κυβέρνηση έσπευσε να απονείμει επαγγελματική ισοτιμία.
Η κυβέρνηση συρρικνώνει τα πανεπιστήμια, καθιερώνει την τεχνική εξειδίκευση από την ηλικία των 15 ετών, διαλύει τη μεταλυκειακή εκπαίδευση, κάνει κανόνα την παιδική εργασία, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για χαμηλή μόρφωση και φθηνή εργασία, σε αντίθεση με τις οδηγίες της ΕΕ. Οι εκπαιδευτικές λοιπόν ρυθμίσεις εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, αναδεικνύουν το πρόβλημα της δημοκρατίας καθώς και της «φθηνής» ανάπτυξης και αποκαλύπτουν τον ρεβανσιστικό και αντικοινωνικό χαρακτήρα της διακυβέρνησης, που ολοένα και προσχωρεί στην Alt-Right Δεξιά.
Νίκος Φίλης
Πηγή: Καθημερινή