Το τελευταίο διάστημα και παρά την ελπίδα που φέρνουν οι εμβολιασμοί, τα νέα από το μέτωπο της πανδημίας δεν είναι καλά για την Ελλάδα.
Η διαπίστωση στηρίζεται σε δεδομένα. Όχι σε συναισθήματα. Η χώρα ξεπέρασε τους 10.000 νεκρούς από τον κορωνοϊό. Ως απόλυτος αριθμός, βαρύς και καταθλιπτικός. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι ετήσιοι θάνατοι από τροχαία δυστυχήματα, δεν ξεπερνούν τους 650. Άρα, σε ένα χρόνο πανδημίας, φτάσαμε τις απώλειες από τροχαία μιας 15ετίας.
Πέρα από τον απόλυτο αριθμό, η Ελλάδα κατρακυλάει εδώ και πολλές βδομάδες σε ένα συγκριτικό, και γι’ αυτό αξιόπιστο δείκτη. Αυτόν που καταμετρά τα θύματα ανά σταθερό πληθυσμό, απεικονίζοντας έτσι συνθετικά τη συνολική ανταπόκριση μιας χώρας στην πανδημία: πόσο αποτελεσματικά ήταν τα προληπτικά μέτρα, πώς τα εφάρμοσε, πώς εμψύχωσε, κάνοντας «συνεργούς» τους πολίτες, πώς προετοίμασε το σύστημα υγείας, πόσο επιτυχές ήταν αυτό στη νοσηλεία και θεραπεία των νοσούντων κ.ά. Σε αυτό το δείκτη η Ελλάδα, με 100 σχεδόν νεκρούς ανά 100.000 κατοίκους, οδεύει δυστυχώς σε διαρκώς δυσμενέστερες θέσεις στην ευρωπαϊκή κατάταξη. Αν μάλιστα απομονώσει κανείς το τελευταίο διάστημα, τότε η θέση της γίνεται ακόμα χειρότερη. Κάτι που θα έπρεπε να μας ανησυχεί ιδιαίτερα, ενόψει του ανοίγματος στο διεθνή τουρισμό.
Μια μικρή παρένθεση: ακόμα κι αυτός ο δείκτης δεν αποτυπώνει ολόκληρη την αλήθεια, αφού από τη φύση του περιορίζεται στους άμεσους θανάτους από covid-19. Δεν προσμετρά (φυσικά) τα θύματα από άλλες σοβαρές ασθένειες, η διάγνωση και θεραπεία των οποίων καθυστέρησαν μέσα στην πανδημία, επειδή το ελληνικό σύστημα υγείας δεν ενισχύθηκε όσο και όταν έπρεπε. Δεν το αναδεικνύω εγώ αυτό, αλλά οι επιστήμονες. Για παράδειγμα ενώσεις ογκολόγων ιατρών διαπιστώνουν τη σημαντική μείωση μέσα στο 2020 σε νέες διαγνώσεις καρκίνου, ειδικά σε πρώιμα στάδια, τότε που έχουν τη καλύτερη πρόβλεψη ίασης. Αυτή η μείωση δεν οφείλεται σε λιγότερους καρκίνους (θα ήταν θαύμα…) αλλά στον περιορισμό της πρόσβασης των πολιτών στα επιβαρυμένα από την πανδημία ελληνικά νοσοκομεία.
Συνεπώς, την ολοκληρωμένη εικόνα από τις συνέπειες της πανδημίας στη χώρα μας, θα την έχουμε πολύ αργότερα, μετά το τέλος της φουρτούνας. Τότε θα βγάλουμε όλοι ορθότερα πολιτικά και επιστημονικά συμπεράσματα. Θυμίζω βέβαια, ότι η επένδυση σε μόνιμο προσωπικό και ΜΕΘ θεωρούνταν «σπατάλη» το καλοκαίρι του 2020 ενώ τα ελληνικά σχολεία έσπασαν το πανευρωπαϊκό ρεκόρ «κλειστών τάξεων», με ευθύνη του υπουργείου Παιδείας.
Σκοπός μου όμως σήμερα δεν είναι να επαναλάβω κριτική που έχει ήδη γίνει, αλλά να επισημάνω τέσσερις κρίσιμους τομείς στη διαχείριση της πανδημίας που η κυβέρνηση απέτυχε, όχι επειδή αιφνιδιάστηκε από τις διαστάσεις της (θα ήταν δικαιολογημένο) αλλά γιατί η ΝΔ είναι αυτή που πάντα ξέραμε: δέσμια της αγοραίας και συντηρητικής ιδεολογίας της, υπονομευτική του κράτους πρόνοιας, καχύποπτη απέναντι στους νέους, αδιάφορη για τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
1. Επιχείρησε εξαρχής να παρουσιάσει το μικρό αριθμό θυμάτων του πρώτου κύματος (άνοιξη 2020) ως αποκλειστική πολιτική επιτυχία της. Δεν αναγνώρισε ποτέ τη συνεισφορά της αντιπολίτευσης, παρά το γεγονός ότι εκείνη σύσσωμη από τη θέση της συνέβαλε στον κοινό αγώνα (έχουμε γνωρίσει, για παράδειγμα στο Μακεδονικό, τι σημαίνει ανεύθυνη και φαύλη αντιπολίτευση σε ένα εθνικό θέμα). Στα πρώτα στάδια της πανδημίας, οι αναφορές των κυβερνητικών στελεχών για «επιτυχία όλων» ήταν υποκριτικές και γενικόλογες, αφού διατυπώνονταν με τέτοιο τρόπο ώστε τα εύσημα να «επιστρέφουν» πάντοτε στην κυβέρνηση. Στην πράξη, η ΝΔ αξιοποίησε ξεδιάντροπα τις έκτακτες συνθήκες για δράσεις που δίχασαν πολιτικά, όπως ήταν η λίστα Πέτσα και ο καταιγισμός απευθείας αναθέσεων από το μισό υπουργικό συμβούλιο και τους γενικούς γραμματείς. Έτσι, έχασε την δυνατότητα να πείσει τους πολίτες ότι τα κίνητρά της ήταν αγαθά και απέτυχε να παίξει τον εθνικό ρόλο για τον οποίο καλούσαν οι χωρίς προηγούμενο περιστάσεις. Κοντολογίς, απέτυχε να ενώσει τους Έλληνες και βρέθηκε από τον κρίσιμο Νοέμβριο μπρος σε μια διαρκώς διογκούμενη αμφισβήτηση των πολιτών για τους χειρισμούς της, που επιβάρυνε τις συνθήκες και τις επιπτώσεις του δεύτερου και τρίτου κύματος. Η μονοκομματική διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης, με επιλογές όπως να μην ενισχυθούν η εργασία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή να γίνει μια νέα αναδιανομή υπέρ των εχόντων, δημιουργεί συνθήκες επιπλέον κοινωνικών πολώσεων και διχασμών.
2. Έπληξε με τους χειρισμούς της την αξιοπιστία των Ειδικών στα μάτια των πολιτών. Εμφανίστηκε πολύ συχνά, και τελευταία ακόμα συχνότερα, ως «προ-εισηγήτρια» των εισηγήσεων της Επιτροπής. Αξιοποίησε λίγα, ελάχιστα μέλη της, που δέχθηκαν να προσδεθούν στο πολιτικό της αφήγημα αιτιολογώντας πολιτικές αποφάσεις (χωρίς από τη θέση τους να οφείλουν κάτι τέτοιο). Σε μια αλησμόνητη τηλεοπτική σκηνή, ο πρωθυπουργός περιέπεσε σε βαρύτατο σφάλμα επιχειρώντας να αξιοποιήσει τη (άξια κατακτημένη) αποδοχή από την κοινωνία του επικεφαλής της Επιτροπής, Σωτήρη Τσιόδρα, με το να του απευθύνει δημόσια το λόγο σαν να ήταν «φιλαράκι» του. Όλα αυτά διέβρωσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην Επιτροπή, με ενδεχόμενες συνέπειες. Αποκορύφωμα ήταν η ντροπιαστική τροπολογία για το «ακαταδίωκτο» πολιτικών και επιστημόνων, μελών της Επιτροπής, που πολύ φοβάμαι ότι, εκτός των άλλων, πλήττει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία της. Αντίθετα, σωτήρια για το κύρος της, ήταν η υψηλού δημόσιου και επιστημονικού ήθους δήλωση μελών της, ότι η ρύθμιση τους θίγει και δεν επιθυμούν κανένα «ακαταδίωκτο», αφού εκείνοι ως επιστήμονες συμβουλεύουν και η κυβέρνηση λαμβάνει τις πολιτικές αποφάσεις.
3. Επιτέθηκε από την πρώτη στιγμή στους νέους, αντί να επιχειρήσει να τους πείσει για το δικό τους ξεχωριστό ρόλο στη μάχη κατά της πανδημίας. Το περασμένο Ιούνιο, αντί να δείξει κατανόηση που 18χρονα παιδιά μετά από μήνες κατ’ οίκον περιορισμού βγήκαν να μιλήσουν με τους φίλους τους στις πλατείες, έβαλε τα φιλικά της ΜΜΕ να τα λοιδορούν ή ακόμα χειρότερα να τα καταδικάζουν ως… «εγκληματίες παππούδων και γιαγιάδων» και έστειλε αμέσως τα ΜΑΤ με γκλοπ και μάνικες. Επιδόθηκε έκτοτε σε ένα μπαράζ βίαιης και αυθαίρετης κατασταλτικής μανίας στους δρόμους, με τις περιγραφές συμβάντων αστυνομικής βίας στα social να προκαλούν εξέγερση και θυμό. Μορφή αυταρχισμού είναι και η αιφνίδια απόφαση, μέσα στην πανδημία, να περικοπούν 25.000 θέσεις εισακτέων για ΑΕΙ. Έτσι όμως δεν κερδίζεις καμιά νέα και κανένα νέο, είναι αυτονόητο και το είδαμε πρόσφατα σε άλλες πλατείες, με άλλη σύνθεση και χειρότερες συνθήκες. Για αυτό και τα «δάκρυα» εκ των υστέρων είναι απλώς υποκριτικά. Η κυβέρνηση της αστυνομίας, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα κυβέρνηση των νέων, της παιδείας και της υγείας.
4. Συνόδευσε τα διαρκή «μπρος πίσω» και «άνοιξε κλείσε» που δεν εξηγούνταν επαρκώς, με το ακραίο και εξοντωτικό πρόστιμο των 300€, που αποτελεί μισό μισθό για ένα τεράστιο αριθμό πολιτών, κυρίως νέων. Πρόστιμο, που η αναλογία του στο μέσο εισόδημα, δεν έχει όμοιο σε όλη την Ευρώπη της πανδημίας. Ο πρωθυπουργός μάλιστα εξήγγειλε από το βήμα της Βουλής την αύξηση του προστίμου στα… 500€ (!), που πήρε πίσω πριν συμπληρωθεί ώρα, μέσα σε πολιτική και κοινωνική κατακραυγή. Όταν όμως «φωνάζεις» στους πολίτες ότι δεν τους θεωρείς ικανούς και συνετούς να ανταποκριθούν σε ένα κοινό αγώνα παρά μόνο αν απειλούνται με το πιο τσουχτερό μαστίγιο που υπάρχει, τότε και ξεσπάσματα θα υπάρξουν, και παραβιάσεις από την πίσω πόρτα.
Ως άνθρωπος, είμαι αισιόδοξος και εμπιστεύομαι την επιστήμη. Η κατάσταση που βιώνουμε έχει οδηγήσει τους περισσότερους ανθρώπους στα όριά τους, αλλά θέλω να πιστεύω ότι πλησιάζουμε στο αίσιο τέλος. Οι εμβολιασμοί που συνεχίζονται με επιτυχή προγραμματισμό, η τήρηση των ουσιαστικών, ο πλήρης και αυστηρός έλεγχος των ξένων τουριστών που θα έρθουν στη χώρα, θα βοηθήσουν. Αλλά εκείνο που πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις παίζει το σημαντικότερο ρόλο, είναι να νιώσουν οι πολίτες, που έχουν περάσει το πιο σκοτεινό 15μηνο της ζωής τους, ότι το μέλλον μπορεί να είναι για αυτούς φωτεινότερο από αυτό που τους προδιαγράφουν.
Ο Νίκος Φίλης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και τομεάρχης Παιδείας
Πηγή: iefimerida