Macro

Νίκος Φίλης: Παιδεία – Προεκλογικά διλήμματα και κρίσιμα διακυβεύματα

Η εκλογική αναμέτρηση του προσεχούς Μαΐου φέρνει στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου και τα εκπαιδευτικά θέματα. Για μια ακόμη φορά η εκπαίδευση αναδεικνύεται πεδίο ιδιαίτερα προνομιακό για τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις, καθώς η προεκλογική αντιπαράθεση επικεντρώνεται σε καθοριστικά διλήμματα, στα οποία η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει δώσει σαφή δείγματα γραφής. Τα οποία επιβεβαιώνουν όχι μόνο την αδυναμία της απερχόμενης κυβέρνησης να δώσει ρεαλιστικές, πειστικές και επαρκείς απαντήσεις στα καυτά προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά κυρίως ότι η εκπαιδευτική πολιτική που ακολούθησε την τελευταία τετραετία όξυνε αυτά τα προβλήματα και διόγκωσε ακόμη περισσότερο τις εκπαιδευτικές ανισότητες.
2019-2023: Τετραετία οπισθοδρόμησης
 
Το γεγονός ότι ευθύς εξαρχής η Νέα Δημοκρατία αναζήτησε τις ρίζες της εκπαιδευτικής πολιτικής της στο νομοθετικό έργο της μνημονιακής περιόδου είναι αρκούντως ενδεικτικό. Επανειλημμένες δηλώσεις τόσο της υπουργού παιδείας όσο και του προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής αποσαφήνισαν τη βούληση της κυβέρνησης να δώσει συνέχεια σε μια καταστροφική πολιτική, που είχε διακοπεί στα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Σημειολογικά, με το να δείχνει πίσω, στην περίοδο των σκληρών μνημονιακών χρόνων η Νέα Δημοκρατία, παρέπεμπε σε μια περίοδο που θεωρήθηκε εξαιρετικά ευνοϊκή για να περάσουν χωρίς μεγάλες αντιστάσεις τα πιο αντιδραστικά μέτρα, όπως οι δυσβάσταχτες περικοπές στα εισοδήματα των εργαζομένων σε αντίστιξη με την αχαλίνωτη κερδοσκοπία των λίγων, οι διαθεσιμότητες και οι απολύσεις, τη στιγμή που το κράτος μετατρεπόταν σε λάφυρο για την εξυπηρέτηση των “ημετέρων”, οι βίαιες καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων, η αναστολή των προσλήψεων και μια πρωτοφανής συρρίκνωση της δημόσιας εκπαίδευσης, όταν ταυτόχρονα διογκωνόταν η ιδιωτική πρωτοβουλία στην εκπαίδευση και χτιζόταν ένα ακραία αυταρχικό και αντιδημοκρατικό κλίμα, που ήταν αναγκαίο για τη βίαιη επιβολή αυτής της πολιτικής.
 
Ο “ψυκτικός από το Περιστέρι” δεν ήταν ένα γλωσσικό ολίσθημα του απερχόμενου πρωθυπουργού. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος με άλλη ευκαιρία, δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, καθώς “κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση”. Πάνω σε αυτές τις αντιλήψεις οικοδομήθηκε μια στυγνή, ταξική εκπαιδευτική πολιτική που ενίσχυε τα προνόμια των ολίγων και εκλεκτών σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας.
 
Ο νόμος για τα πειραματικά και πρότυπα σχολεία, που αποτέλεσε ένα από τα πρώτα νομοθετήματα της Ν.Δ., ήταν χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της επιλογής. Το ζήτημα εδώ δεν ήταν τόσο η εδραίωση στο σώμα της δημόσιας εκπαίδευσης δύο διαφορετικών μεταξύ τους σχολικών δικτύων, των Πρότυπων και των Πειραματικών, ενισχυμένων με κάποια ιδιαίτερα προνόμια, που έσπευσε η κυβέρνηση να προωθήσει με πρόσχημα την αριστεία και αξιοποιώντας μια δύσκολη συγκυρία. Το μεγάλο πρόβλημα με αυτή την επιλογή ήταν η βούληση της πολιτείας να καθιερώσει θεσμικά και να επικυρώσει νομοθετικά ένα εκπαιδευτικό σύστημα διαφορετικών ταχυτήτων. Με τη σύσταση αυτών των προνομιακών δικτύων η πολιτεία διαμήνυε ωμά και κυνικά προς την κοινωνία ότι επιδίωξή της είναι να θεσπίσει διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα στα σχολεία της χώρας, που θα παρέχουν διαφορετικές, άνισες ευκαιρίες στο μαθητικό δυναμικό των σχολείων. Κάποια από τα προνόμια αυτών των σχολείων αφορούσαν τη λειτουργία ομίλων δραστηριοτήτων, την ανάπτυξη καινοτομικών δράσεων, τη βράβευση μαθητών, την ανάπτυξη της συνεργασίας σχολείων με ΑΕΙ και την ανάληψη επιμορφωτικών δράσεων για το διδακτικό προσωπικό. Εύλογα όμως διερωτάται κανείς γιατί τέτοια μέτρα δεν θα μπορούσαν να αφορούν όλα τα σχολεία και όχι μόνο για ένα πολύ μικρό μέρος τους.
 
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η αποτυχημένη απόπειρα της Νέας Δημοκρατίας να θεσμοθετήσει τη συγκρότηση τμημάτων σε κάθε σχολείο όχι αλφαβητικά, αλλά βάσει των επιδόσεων κάθε παιδιού, δηλαδή τη συγκρότηση σχολικών τμημάτων διαφορετικής ταχύτητας. Η σχετική διάταξη αποσύρθηκε τελικά κάτω από τη γενική κατακραυγή, αλλά έδειξε με ενάργεια τις μακροπρόθεσμες στοχεύσεις της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της κυβέρνησης.
 
Ενδεικτικό παράδειγμα και επιστέγασμα αυτής της ακραίας και επικίνδυνης πολιτικής υπήρξε η περίπτωση της πανδημίας. Με το ξέσπασμά της τέθηκαν δύο κεντρικά ζητήματα: η υγειονομική ασφάλεια των σχολείων και η άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και του εγκλεισμού στην εκπαιδευτική πορεία των παιδιών. Από τη δική μας πλευρά, καταθέσαμε άμεσα ένα καλά επεξεργασμένο πακέτο προτάσεων και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τονίσαμε μάλιστα ότι σε αυτή τη συγκυρία θέματα άμεσης προτεραιότητας ήταν η μείωση του αριθμού των μαθητών στις τάξεις, η εξασφάλιση της πρόσβασης όλων των παιδιών, όπως και των εκπαιδευτικών, στην εκπαίδευση με την παροχή κατάλληλου τεχνολογικού εξοπλισμού και η άμεση κάλυψη των διδακτικών κενών που δημιούργησε ο υποχρεωτικός εγκλεισμός. Η κυβέρνηση όμως όχι μόνο δεν προχώρησε στα αναγκαία μέτρα, υποστηρίζοντας πρώτα και κυρίως τα παιδιά των μη προνομιούχων ομάδων, αλλά αντίθετα αξιοποίησε τη συγκυρία για να περάσουν πιο εύκολα μέτρα αντιεκπαιδευτικά και αντιδημοκρατικά, όπως η ενίσχυση των εξεταστικών φραγμών στην εκπαίδευση, η ατομική, τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εκπαιδευτικών, η επιβολή των Συμβουλίων Διοίκησης στα πανεπιστήμια και η περαιτέρω αστυνόμευση της ζωής των πολιτών, με αποκορύφωμα τη θεσμοθέτηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Ακόμη και την επείγουσα ανάγκη της τηλεκπαίδευσης επιχείρησε να εμπορευτεί η κυβέρνηση, καθώς τα προσωπικά δεδομένα των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας συγκεντρώθηκαν παράνομα και διατέθηκαν στη Cisco χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις, αποτελώντας αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, κάτι που επέφερε την καταδίκη του υπουργείου Παιδείας από την αρμόδια συνταγματική Αρχή Προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
 
Γενικότερα, η πανδημία λειτούργησε στη χώρα μας σε μια κρίσιμη περίοδο ως σημαντικός κοινωνικός καταλύτης που επιτάχυνε την πορεία προς μια κοινωνία πιο αυταρχική και πιο άδικη και συνέβαλε στη δημιουργία ενός σχολείου πιο άνισου και άδικου, πιο αδύναμου να επιτελέσει τον μορφωτικό και χειραφετητικό του ρόλο.
Το έργο του ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη τετραετία: Μια πολύτιμη παρακαταθήκη
 
Υπάρχει μια πλούσια παρακαταθήκη σημαντικών κατακτήσεων και προωθητικών παρεμβάσεων από την προηγούμενη τετραετία, σε ένα τοξικό περιβάλλον σκληρής δημοσιονομικής στενότητας και επιτήρησης, που είναι πολύτιμη για το εκπαιδευτικό κίνημα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ελάχιστα δείγματα αυτής της μεταρρυθμιστικής δυναμικής αξίζει εδώ να αναφέρουμε.
 
Η γενίκευση του ολοήμερου σχολείου σε όλα τα Δημοτικά και Νηπιαγωγεία της χώρας και η καθιέρωση της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης άλλαξαν εντελώς το τοπίο στις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Ο εξορθολογισμός των προγραμμάτων σπουδών, ώστε η διδακτέα ύλη να είναι παιδαγωγικά κατάλληλη για κάθε ηλικία, η καθιέρωση της Θεματικής Εβδομάδας και η διαρκής μέριμνα για τη στήριξη κάθε παιδιού που συναντά δυσκολίες αποτέλεσαν πολύτιμη αρωγή σε μια δύσκολη συγκυρία.
Το έγκαιρο ξεκίνημα των μαθημάτων τον Σεπτέμβριο με το εκπαιδευτικό προσωπικό και τα διδακτικά βιβλία σε κάθε σχολείο δημιούργησε μια δεσμευτική παράδοση σημαντική.
Η ριζική αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, με την άμεση επανένταξη σε αυτή όλων των ειδικοτήτων που είχαν καταργηθεί και όλων των εκπαιδευτικών που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα/απόλυση, η προώθηση της μαθητείας με ταυτόχρονη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μαθητών και μαθητριών, η καθιέρωση δίκαιων διαδικασιών πρόσβασής τους στα πανεπιστήμια και η θέσπιση των διετών σχολών κατάρτισης εντός των πανεπιστημίων ήταν μέτρα που αναπτέρωσαν τις προσδοκίες για μια ριζική μεταρρύθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Η ακύρωση όλων των προηγούμενων ρυθμίσεων για την ατομική, τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και η θέσπιση μέτρων αποκλειστικά για τη συλλογική αποτίμηση και τη βελτίωση του έργου σε επίπεδο σχολείου απελευθέρωσε το διδακτικό προσωπικό των σχολείων από το άγχος της μισθολογικής καθήλωσης και της απόλυσης και ενίσχυσε τη δημοκρατία και τη συνεργασία ανάμεσα στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Η αναδόμηση του Λυκείου σε συνδυασμό με την προοπτική αναβάθμισης του απολυτηρίου του και το άνοιγμα που επιχειρήθηκε προς την ελεύθερη πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σχολές έδειξαν πως υπήρχαν και άλλες διαδικασίες μετάβασης στα πανεπιστήμια χωρίς το άγχος των πανελλαδικών εξετάσεων και τις υπέρογκες φροντιστηριακές δαπάνες.
Οι εμβληματικές ρυθμίσεις για την Ειδική Αγωγή, η συνεχής μέριμνα για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων, των κρατουμένων σε φυλακές και άλλων ομάδων που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες και εμπόδια στη μάθηση έδειξαν τη σταθερή πορεία προς ένα συμπεριληπτικό σχολείο χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.
Τέλος, η θεμελίωση του πανεπιστημιακού ασύλου, η κατάργηση των ρυθμίσεων για τα τα Συμβούλια Ιδρυμάτων, η νέα αρχιτεκτονική των Πανεπιστημίων και η ίδρυση νέων τμημάτων καθώς και η αναβάθμιση των ερευνητικών κέντρων υπήρξαν βασικού πυλώνες αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
 
Αδυναμίες, παραλείψεις και λάθη ασφαλώς υπήρξαν σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Ωστόσο, έχω την πεποίθηση ότι το στίγμα της πολιτικής μας ήταν σαφές και έδειχνε σταθερά στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του νεοφιλελεύθερου προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή την πολιτική έχουμε την ευκαιρία σήμερα να επαναφέρουμε σε ισχύ, θέτοντας οριστικό τέλος στην τοξική πολιτική της απερχόμενης κυβέρνησης.
Αναθερμαίνοντας την ελπίδα: το πρόγραμμα των πρώτων 100 ημερών
 
Η άμεση αντιμετώπιση των καταστροφικών επιπτώσεων που επέφερε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης αποκτά σε αυτές τις συνθήκες πρωταρχική σημασία. Μια δέσμη μέτρων με τον χαρακτήρα του επείγοντος, ενταγμένων αρμονικά στο συνολικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία για την εκπαίδευση, θα λειτουργήσει ως προπομπός για την εκδίπλωση των ευρύτερων σχεδιασμών μας. Θα δοθεί έτσι η δυνατότητα στον κόσμο της εκπαίδευσης να ανασάνει από τον καταιγισμό των αρνητικών μέτρων της τελευταίας τετραετίας, ενώ ταυτόχρονα θα ανοίξει τον δρόμο για τις μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές που χρειάζεται σήμερα η εκπαίδευση: τη θέσπιση της 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, της οποίας ο σχεδιασμός μπορεί να ξεκινήσει από τις πρώτες μέρες, την ποιοτική αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών και των διδακτικών υλικών, τη δημοκρατική και αποτελεσματική οργάνωση της εκπαίδευσης, τις αντισταθμιστικές πολιτικές που θα οδηγήσουν στο ανοιχτό, συμπεριληπτικό σχολείο, τη ριζική αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας και τη σύνδεσή της με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό.
 
Σε συνεχή διάλογο και συνεργασία με τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και συνολικά με την εκπαιδευτική κοινότητα, δεσμευόμαστε να πραγματώσουμε καταρχάς μια σειρά μέτρων που θα διευκολύνουν και θα αναβαθμίσουν το εκπαιδευτικό έργο. Πρώτο ανάμεσα σε αυτά η μείωση του ανώτατου αριθμού των παιδιών σε 20 ανά τμήμα για το νηπιαγωγείο και την Α΄ τάξη των δημοτικών σχολείων από τον προσεχή Σεπτέμβριο, μια πρακτική που σταδιακά που θα επεκταθεί και στις υπόλοιπες τάξεις. Η ίδια μείωση στα τμήματα της Γ΄ τάξης Λυκείου από τον Σεπτέμβριο, αναμένεται να λειτουργήσει πολλαπλώς θετικά, στο πλαίσιο της προπαρασκευαστικής λειτουργίας αυτής της τάξης για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια.
 
Για τη διασφάλιση κλίματος δημοκρατίας και συνεργασίας στα σχολεία και με την ταυτόχρονη επιδίωξη της αναγκαίας ανατροφοδότησης στην παιδαγωγική λειτουργία των σχολείων θα επαναφέρουμε άμεσα τις διατάξεις περί αποτίμησης και προγραμματισμού εκπαιδευτικού έργου που προβλέπονταν με τον ν. 4547/2018. Οι ισχύουσες διατάξεις, που προβλέπουν ένα σύστημα εξωτερικής ατομικής αξιολόγησης με τιμωρητικό χαρακτήρα, καταργούνται.
 
Στο ακανθώδες θέμα των πανελλαδικών εξετάσεων για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αναλαμβάνουμε εξίσου σημαντικές πρωτοβουλίες. Καταρχάς, καταργούμε από τον προσεχή Σεπτέμβριο ρυθμίσεις που λειτουργούν ως “κόφτες” στην πρόσβαση στα πανεπιστήμια, όπως η Τράπεζα Θεμάτων και η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ). Ένα τέτοιο μέτρο είναι εφικτό, καθώς δεν συνεπάγεται καμία άλλη υποχρεωτική αλλαγή στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων. Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο, εφαρμόζεται η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε όσα πανεπιστημιακά τμήματα το επιτρέπει η προσφορά θέσεων, σύμφωνα με το σύστημα του νόμου 4610/2019.
 
Σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό, δρομολογούμε 5.000 μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών το σχολικό έτος 2023-24, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίζουμε τους διορισμούς των επόμενων ετών με στόχο την κάλυψη όλων των πάγιων κενών με μόνιμο προσωπικό. Καταργούμε τον νόμο Χατζηδάκη για τη λειτουργία των συνδικάτων καθώς και τους νόμους που ρυθμίζουν τα Υπηρεσιακά Συμβούλια των εκπαιδευτικών, αντικαθιστώντας τους με ένα νέο πλαισίο, που αφορά τις εκλογικές διαδικασίες, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητές τους. Θέτουμε τέλος στο όργιο αναξιοκρατίας και κομματισμού στις διαδικασίες επιλογές διευθυντικών στελεχών των σχολείων και παίρνουμε μέτρα για την αποκατάσταση των αδικιών που έχουν επέλθει.
 
Παράλληλα, εφαρμόζοντας το σύνθημα “Δικαιοσύνη παντού”, προωθούμε τη μονιμοποίηση όλων των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών που έχουν ολοκληρώσει την δόκιμη υπηρεσία τους, ενώ ταυτόχρονα δρομολογούμε την εκπόνηση ενός σχεδίου που θα οδηγήσει στην εξίσωση των εργασιακών δικαιωμάτων των μόνιμων εκπαιδευτικών με εκείνα των αναπληρωτών/-τριών.
 
Στα άμεσα μέτρα για την αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης προβλέπουμε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του νόμου 4763/2020, ενώ με άλλη ρύθμιση θα επανεντάξουμε όλα τα θέματα της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης στην αρμοδιότητα του ΥΠΑΙΘ.
 
Σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, προχωρούμε καταρχάς στο εμβληματικό μέτρο της κατάργησης της πανεπιστημιακής αστυνομίας και στην επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου. Οι αρμοδιότητες των Συμβουλίων Διοίκησης μεταφέρονται στις Συγκλήτους των πανεπιστημίων και τα υφιστάμενα Συμβούλια καταργούνται με τη λήξη της θητείας τους. Η απαράδεκτη τακτική του νομοθετικού “ράβε-ξήλωνε” της κ. Κεραμέως, προκειμένου να επιτευχθεί ο πολυπόθητος έλεγχος των πανεπιστημίων, θα αποτελέσει πλέον αμετάκλητο παρελθόν. Επαναφέρουμε το προγενέστερο, δημοκρατικό σύστημα εκλογής μελών ΔΕΠ και καταργούμε τα μητρώα γνωστικών αντικειμένων. Καταργούνται, επίσης, οι διατάξεις περί διαγραφής των φοιτητών και φοιτητριών βάσει του γνωστού κανόνα των ν+2 ετών.
 
Μια ακόμη δέσμη μέτρων αφορά τον Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Η Γ.Γ. Έρευνας επιστρέφει στην αρμοδιότητα του υπ. Παιδείας και ταυτόχρονα συστήνεται Επιτροπή για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του Ενιαίου Χώρου Ανωτάτης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Για την άμεση εξασφάλιση της λειτουργικότητας όλων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων προκηρύσσονται όλες οι κενές θέσεις που προέκυψαν από αφυπηρετήσεις στα ΑΕΙ και ΕΚ από το 2018 κ.ε. και εκπονείται προγραμματισμός τετραετίας με στόχο τον διπλασιασμό του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Τέλος, αυξάνεται η τακτική επιχορήγηση των Ερευνητικών Κέντρων με στόχο την κάλυψη της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού και των λειτουργικών δαπανών τους.
 
Είναι αυτονόητο ότι τα στοιχεία που παρατίθενται έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα, ενώ είναι αδύνατο να συμπεριληφθεί το σύνολο του εκπαιδευτικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σε ένα σύντομο κείμενο. Ωστόσο, η αντιπαράθεση ακόμη και αυτών των ελάχιστων στοιχείων αρκεί να τεκμηριώσει την άποψή μας ότι η προεκλογική αντιπαράθεση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και στη Νέα Δημοκρατία σηματοδοτεί κατ’ ουσία τη σύγκρουση δύο ριζικά αντίθετων εκπαιδευτικών πολιτικών. Οι δικές μας επιλογές και προτεραιότητες δείχνουν προς μια συμπεριληπτική, δημοκρατική και δωρεάν παρεχόμενη δημόσια εκπαίδευση και έρευνα, και επιβεβαιώνουν τον σταθερό μας στόχο για ένα άλλο σχολείο, ένα σχολείο ποιότητας και ισότητας, που θα θεμελιώνεται στη δημοκρατία και στον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
 
Του Νίκου Φίλη, τομεάρχη Παιδείας και υποψήφιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Α΄ Αθήνας