Φέτος την Κυριακή της Ορθοδοξίας που είναι η πρώτη Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησία απέτρεψε την καθιερωμένη παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, ως αντίποινα για την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Η συμπεριφορά αυτή της εκκλησιαστικής ηγεσίας επανέφερε στο δημόσιο διάλογο το υπερώριμο αίτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Είχε προηγηθεί πριν λίγα χρόνια η σκοταδιστική συμπεριφορά πολλών Ιεραρχών, οι οποίοι αμφισβητούσα τα αναγκαία ιατρικά μέσα (εμβολιασμός, όχι κοινή θεία μετάληψη), που η Πολιτεία και η επιστημονική κοινότητα, και μάλιστα διεθνώς, είχαν επιλέξει για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid.
Μια σωστή κίνηση αλλά για λάθος λόγους
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πήγε στη λειτουργία για τον εορτασμό της Αναστήλωσης των Εικόνων, επειδή η Ιερά Σύνοδος ανέστειλε για φέτος το τελετουργικό και μετέφερε τη λειτουργία από τον Μητροπολιτικό Ναό στο παρεκκλήσιο της Μονής Πετράκη.
Σύμφωνα με το τελετουργικό, ο εκάστοτε Αρχηγός του Κράτους συμμετέχει στη λειτουργία και διαβάζει το Σύμβολο της Πίστεως. Άραγε, ως ένδειξη υποταγής της κοσμικής εξουσίας στην εκκλησιαστική; Να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα, παρά τις επανειλημμένες αναθεωρήσεις του προβλέπει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται μόνο με θρησκευτικό όρκο «εις το όνομα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» σε αντίθεση π.χ. με τους βουλευτές οι οποίοι δύνανται να επιλέγουν πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο, αναλόγως σε ποιον Θεό πιστεύουν ή δεν πιστεύουν. Αυτή η συνταγματική επιμονή για τον ορθόδοξο χριστιανικό όρκο του Προέδρου της Δημοκρατίας, που μοιάζει με πιστοποιητικό ορθόδοξων χριστιανικών φρονημάτων, υπονομεύει την αρχή της ανεξιθρησκείας και την ισότητα των πολιτών, αφού απαγορεύει σε οποιονδήποτε Έλληνα πολίτη που δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος να ασκήσει καθήκοντα Προέδρου Δημοκρατίας. Τι θα συμβεί άραγε στην υποθετική περίπτωση που η Βουλή εκλέξει Πρόεδρο που δεν είναι Χ.Ο. αφού τα θρησκευτικά φρονήματα του υποψηφίου Προέδρου δεν προβλέπονται στα αναγκαία από το Σύνταγμα προσόντα εκλογιμότητας;
Κυριακή της Ορθοδοξίας διαβάζεται το λεγόμενο «Συνοδικόν της Αγίας Οικουμενικής Ζ΄ Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας», μια εικοσασέλιδη ακολουθία από 60 αναθέματα (κατάρες) εναντίον των εικονομάχων πολλοί από τους οποίους κατονομάζονται και αναθεματίζονται, ορισμένοι μάλιστα είχαν χρηματίσει και μητροπολίτες, όλοι τους «αμαθέστατοι», «ματαιομάχοι», «μεθεκτήν λέγουσι την Θείαν Ουσίαν», «αιρεσιάρχαι», ορισμένοι μάλιστα και παράφρονες αποκαλούνται, όπως κάποιος Πέτρος. Και ο κατάλογος κατά των αιρετικών είναι ατελείωτος και εν έτει 2024 αναθεματίζονται οι «Ευτυχιανισταί», οι «Μονοθελήται», οι «Ιακωβίται», οι «Αρτζιβουρίται», προφανώς γιατί από αυτούς απειλείται ακόμη και σήμερα η Ορθοδοξία!
Μέσα σε αυτό το κλίμα βυζαντινού μεσαιωνισμού και ορθόδοξου ζηλωτισμού, καταστάσεων δηλαδή που παραπέμπουν όχι στο σεβασμό της ανεξιθρησκείας αλλά στην υποταγή της Πολιτείας στην Εκκλησία, πώς συμβιβάζεται η σημερινή θεσμική τάξη; Εκτός αν θεωρήσουμε το «Συνοδικόν», ως φολκλόρ, με κίνδυνο να υποστούμε κι εμείς τον αναθεματισμό, θεωρούμενοι ως δυσσεβείς.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η φετινή απουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας από την ακολουθία των Αναθεμάτων, παρότι επιβλήθηκε δίκην επιτιμίου από την Ιερά Σύνοδο, συνιστά ένα ιστορικό προηγούμενο, έστω για λάθος λόγους, που πρέπει να αξιοποιηθεί. Δεν είναι υποχρεωτικό να παρευρίσκεται στα Αναθέματα η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και να διαβάζει το Πιστεύω. Καλή αρχή λοιπόν. Και του χρόνου!
Να θυμίσουμε ότι με αφορμή το νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια υπήρξαν ιερείς και αρχιερείς οι οποίοι απαγόρευσαν σε βουλευτές και πολίτες να πάνε στην Εκκλησία λές και ο Οίκος του Θεού είναι ιδιόκτητη κατοικία των παπάδων
Ένα υπερώριμο αίτημα και το φάντασμα του πολιτικού κόστους
Σε συνθήκες εκκοσμίκευσης συνιστά θεσμική εκτροπή η αξίωση της Εκκλησίας που αποτελεί ΝΠΔΔ, δηλαδή μέρος των δημοσίων θεσμών, να επιβάλλει τη γνώμη της και στην ουσία να νομοθετεί, υπερηφανευόμενη μάλιστα ότι χαιρετίζει τη «Δεξιά του Κυρίου»! Μήπως σε λίγο παλινδρομήσει στην «Ακροδεξιά του Κυρίου»;
Αναμφισβήτητα η Ιερά Σύνοδος έχει δικαίωμα να διατυπώνει τις απόψεις της, ακόμη κι αν νομιμοποιεί την εξουσία της ελέω Θεού. Σύμφωνα με το Κράτος Δικαίου η Εκκλησία δε νομοθετεί και όλες οι διαφωνίες που ανακύπτουν, εκτός των δογματικών, διαφωνίες ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία, αλλά και στο εσωτερικό της Εκκλησίας επιλύονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας με βάση τους νόμους. Δεν υπάρχει Θεός υπεράνω των νόμων! Στην ουσία το ΣτΕ υπέχει θέση Οικουμενικής Συνόδου τότε που ακόμη και δογματικές διαφωνίες ελύνοντο με το ξίφος του αυτοκράτορα και οι διαφωνούντες αρχιερείς εξορίζοντο, ακόμη και μεγάλα αναστήματα όπως ο Άγιος Αθανάσιος.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 3) «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Το Σύνταγμα μάλιστα συνεχίζει με μια διατύπωση που παραπέμπει στη Θεολογία: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος που γνωρίζει κεφαλήν της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό…». Δηλαδή, το Σύνταγμα θρησκεύεται αναφερόμενο στο δικό μας Χριστό;
Βέβαια, η κρατούσα συνταγματική άποψη είναι ότι η διατύπωση για την επικρατούσα θρησκεία είναι διαπιστωτική και όχι κανονιστική άποψη, καθώς σε άλλη περίπτωση θα παραβίαζε το άρθρο 13 του Συντάγματος περί της «ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης που είναι απαραβίαστη, διάταξη μάλιστα που δε μπορεί να αναθεωρηθεί.
Οι αντιφάσεις στο ίδιο το Σύνταγμα σχετικά με το θέμα της επικρατούσας θρησκείας φθάνουν στο σημείο να καθορίζεται ότι η Εκκλησία διοικείται από τους εν ενεργεία Αρχιερείς (αποκλειομένων των κατώτερων κληρικών και των λαϊκών), ενώ κατοχυρώνεται και η προστασία του κειμένου της Αγίας Γραφής, καθώς απαγορεύεται η μετάφραση της Αγίας Γραφής σε οποιονδήποτε άλλο γλωσσικό τύπο χωρίς την έγκριση της Εκκλησίας. Πρόκειται για αναχρονισμό που παραπέμπει στα Ευαγγελικά των Αρχών του 20ου αιώνα. Περί ελευθερίας της έκφρασης βεβαίως ουδείς λόγος!
Στο άρθρο 16 παρ.2 του Συντάγματος στους σκοπούς της Παιδείας συγκαταλέγεται και η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης». Η διατύπωση αυτή δεν περιλαμβάνονταν στο Προσχέδιο Συντάγματος που είχε καταρτίσει η ΝΔ το 1975. Προστέθηκε όμως και ψηφίστηκε στην Αναθεώρηση του 1975, ενώ συμπεριλήφθηκε στο νόμο για τη Γενική Παιδεία που κατήρτισε το ΠΑΣΟΚ με ενισχυμένη μάλιστα διατύπωση ότι σκοπός της εκπαίδευσης είναι η ορθόδοξη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των νέων.
Ως επιστέγασμα του καθεστώτος της οιονεί κρατικής θρησκείας που δεσμεύει τη διοίκηση είναι το Προοίμιο του Συντάγματος «εις το όνομα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Δηλαδή, δεν αρκεί η διατύπωση του άρθρου 1 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία «θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η Λαϊκή Κυριαρχία», αλλά καθιερώνεται και η επευλογία του Αγίου Πνεύματος. Κατάλοιπο βέβαια παλαιότερων αυτοκρατορικών Συνταγμάτων, που διατηρεί αναλόγως των εποχών τη συμβολική του σημασία.
Καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να θέσει θέμα αναθεώρησης του άρθρου 3 παρότι είναι κοινά αποδεκτό ότι συνιστά αναχρονισμό, ο οποίος με την παρέμβαση παρεκκλησιαστικών κυκλωμάτων στη Δικαιοσύνη, ενισχύεται με ακόμη πιο αναχρονιστικές νομολογίες όπως η απόφαση του ΣτΕ για τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Καμιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν έθεσε θέμα θρησκευτικού αποχρωματισμού του Κράτους και της Κοινωνίας παρότι το αίτημα αντιστοιχεί στην εκκοσμίκευση και το Κράτος Δικαίου. Ακόμη και η «πρώτη φορά Αριστερά», η κυβέρνηση Τσίπρα, έδινε την εντύπωση ότι συγκυβερνά με την Εκκλησία αν κρίνουμε από την πολιτική εξέλιξη με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών, τη ρύθμιση για την εκκλησιαστική περιουσία που είχε συμφωνηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο καθώς και από την άτολμη πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3 που κι αυτή οριακά δεν πέρασε.
Η Εκκλησία (ακριβέστερα η εκκλησιαστική εξουσία) συμπεριφέρεται ως κοινωνική και πολιτική ομάδα πίεσης. Η δύναμή της περιορίζεται αλλά τα πολιτικά κόμματα, αντιμέτωπα με τη σοβούσα πολιτική κρίση, αποφεύγουν να θέσουν το θέμα του χωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία με αποτέλεσμα κάθε τόσο να ξυπνάνε αντιπαραθέσεις πότε για τον πολιτικό γάμο, πότε για την εκκλησιαστική περιουσία, πότε για τις ταυτότητες, πότε για τα Θρησκευτικά, πότε για τα ομόφυλα ζευγάρια κλπ. Μέσα από αυτές τις αντιπαραθέσεις κατακρημνίζεται και το κύρος της εκκλησιαστικής εξουσίας και ενισχύονται περιθωριακές δυνάμεις χριστιανικού λαϊκισμού και ορθόδοξου ζηλωτισμού, που οδηγούν σε διαιρέσεις ακόμη και ανάμεσα στους πιστούς, όταν η ευαγγελική αποστολή για την Εκκλησία είναι η ενότητα μέσω της αγάπης «ίνα ώσιν εν».
Οι οικονομικές εκκρεμότητες και οι θεσμικές παρεμβάσεις
Στα επίδικα θέματα του χωρισμού Εκκλησίας- Κράτους είναι τα οικονομικά και ιδιαίτερα η Εκκλησιαστική Περιουσία. Η Εκκλησία έχει κατοχυρώσει 10.000 οργανικές θέσεις ιερέων που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και λαμβάνει 200 εκ. από τον προϋπολογισμό κατ` έτος. Στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) οι μόνιμες θέσεις γιατρών υπολογίζονται στις 12.000 και μειώνονται μετά την πανδημία. Η κατοχύρωση της κρατικής μισθοδοσίας των ιερέων προσφέρει στοιχειώδη υπηρεσιακή προστασία τους έναντι του καθεστώτος της Δεσποτοκρατίας, συνεπάγεται όμως την υπαλληλοποίηση των ιερέων.
Πιο περίπλοκο είναι το θέμα της Εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς η Εκκλησία διεκδικεί ότι είναι ιδιοκτήτρια 1 εκ. στρεμμάτων γης, τα περιβόητα διακατεχόμενα, με αμφισβητούμενους τίτλους ιδιοκτησίας που ανάγονται στο Βυζάντιο και τους Οθωμανούς. Χαρακτηριστικό ήταν το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου με τη λίμνη Βιστωνίδα. Το ενδιαφέρον πάντως της Εκκλησίας εστιάζεται σε παραλιακά φιλέτα για τουριστική αξιοποίηση, όπως η περιοχή της Λίμνης Βουλιαγμένης και του παρακείμενου οικοτροφείου. Η πρόσφατη εμπλοκή με το γάμο των ομοφύλων μπορεί να οδηγήσει σε συνεννοήσεις εκτόνωσης μέσω της αξιοποίησης αμφισβητούμενων εκτάσεων από την Εκκλησία, καθώς η σημερινή εκκλησιαστική ηγεσία σταθερά επικεντρώνεται στο θέμα της περιουσίας.
Υπάρχουν, τέλος, οι θεσμικές εκκρεμότητες, όπως η αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συναρτάται με το νομικό καθεστώς, δηλαδή, αν θα παραμείνει ΝΠΔΔ. Εκκρεμότητες επίσης, όπως π.χ. το μάθημα των Θρησκευτικών που από μάθημα πίστης πρέπει να γίνει μάθημα γνώσης, δηλαδή, θρησκειολογίας. Να μην υποβαθμιστεί περαιτέρω αλλά να αλλάξει ριζικά ώστε τα παιδιά μέσα από ένα σύγχρονο θρησκευτικό γραμματισμό να μάθουν για τις θρησκείες και τον πολιτισμό τους, ώστε να καταλάβουν τις αντιθέσεις και τις αγωνίες του σύγχρονου κόσμου.
Ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας είναι εξ αντικειμένου στην αιχμή του εκδημοκρατισμού των θεσμών του Κράτους και της ριζικής αλλαγής των κοινωνικών νοοτροπιών. Χρειάζεται μια πρωτοβουλία ευρείας συνεννόησης εν όψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης που θα ανοίξει του χρόνου.
Ο Νίκος Φίλης είναι πρώην υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.