Η ΝΔ έχει δημοσκοπικό προβάδισμα γύρω στις δέκα μονάδες. Πώς ερμηνεύεται λοιπόν, το πολιτικό άγχος της; Ως και σενάρια αλλαγής του εκλογικού συστήματος ή κυβέρνησης τεχνοκρατών εμφανίζονται.
Η ΝΔ, μήνα-μήνα, καταγράφει φθορά των δυνάμεων της που αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. H χρεοκοπία της στην αντιμετώπιση της πανδημίας, η κατάρρευση του επιτελικού κράτους, η ακρίβεια και η οικονομική κρίση, που θα προσλάβει νέες διαστάσεις αναλόγως των ευρωπαϊκών εξελίξεων με την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και την επιστροφή σε πολιτικές λιτότητας, προδιαγράφουν δυσμενές πλαίσιο εξελίξεων που ενεργοποιεί σκέψεις ακόμη και για κυβέρνηση «τύπου Παπαδήμου». Άλλωστε, ο Ντράγκι είναι δίπλα μας, όπου υλοποιείται μοντέλο μεγάλου συνασπισμού με ηγεμονία του τεχνοκρατισμού. Κάθε κοινωνία, βέβαια, είναι διαφορετική, αλλά τα αποτελέσματα των προσεχών εκλογών, σε δύο δόσεις μάλιστα, θα δημιουργήσουν τις συνθήκες ενός νέου πολιτικού εργαστηρίου, με την πολιτική κρίση να αποκτά απρόβλεπτες διαστάσεις. Η απομάκρυνση του Μητσοτάκη από την κυβέρνηση δεν είναι θέμα αριθμητικής. Η ανασυγκρότηση του αστισμού περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων, που θα επιχειρήσουν τον κατευνασμό ή και την ενσωμάτωση της Αριστεράς. Επίσης περιλαμβάνει ρήγματα στο κράτος δικαίου με την εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης και τη δίωξη δικαστών, όπως η κα Τουλουπάκη, που ερεύνησαν το σκάνδαλο Novartis. Ακροδεξιά πολιτικά σχήματα και δυνάμεις της αντιπολιτικής, που σήμερα ενεργοποιούνται, π.χ., μέσα στο αντιεμβολιαστικό κίνημα και στην αντιμεταναστευτική και εθνικιστική συμπεριφορά, μπορεί να διεκδικήσουν την αυτόνομη συγκρότησή τους, πιέζοντας ταυτόχρονα ακόμη πιο δεξιά την επίσημη Δεξιά, αλλά και το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της περιθωριοποίησης και μιας διάχυτης βίας που την νιώθουμε να σαρώνει καθημερινά τμήματα της νεολαίας; Γι’ αυτό η ιδεολογική-προγραμματική και οργανωτική συγκρότηση της σύγχρονης αριστεράς αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα για να ξανάρθει στο προσκήνιο η κοινωνία και να διαμορφωθεί αντίπαλο δέος στο δεξιό ριζοσπαστισμό και τη μετεξέλιξη της ηγεμονίας του σε συνθήκες μεταδημοκρατίας. Οι βαθύτερες, λοιπόν, κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες τροφοδοτούν σχεδιασμούς του συστήματος που δεν αντιμετωπίζονται με μία εξ αδράνειας συνθηματολογική αντιπολίτευση. Είναι ένα πεδίο σκληρής ιδεολογικής σύγκρουσης και πολιτικής αναμέτρησης. Η θεωρία του «ώριμου φρούτου» και των «συγκοινωνούντων δοχείων», τελικά εξυπηρετεί τα σχέδια των κυρίαρχων δυνάμεων για ομογενοποίηση του πολιτικού συστήματος – «Όλοι το ίδιο είναι».
Η παρέμβαση του ΚΙΝΑΛ είναι νέος παράγοντας στο πολιτικό σκηνικό λόγω της ανόδου του ή της γραμμής του; H συζήτηση για τη μομφή ενίσχυσε την προοπτική συγκρότησης προοδευτικής κυβέρνησης;
Η γραμμή του ΚΙΝΑΛ είναι ηθελημένα αμφίσημη και ασαφής. Αυτή η έλλειψη θέσεων, που τώρα εμφανίζεται ως πλεονέκτημα, σύντομα μπορεί να εξελιχθεί σε αδυναμία. Είναι θετικό που στην πρόταση μομφής συνέπεσε όλη η αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, εν όψει μάλιστα και των εκλογών με απλή αναλογική, οφείλει να προωθήσει πολιτικές συγκλίσεων για μια αριστερή-προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας. Να αντιμετωπίσουμε το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα που ήδη εμφανίζει σημάδια διαφοροποιήσεων και πρέπει να αποφύγουμε την επανασυσπείρωση του με την αυτοαπομόνωσή μας και την παλινδρόμηση στην πολιτική «Ή εμείς ή αυτοί». Οφείλουμε να αναζητήσουμε και να ανταποκριθούμε σε προγραμματικές δεσμεύσεις, όπως π.χ. η πρόταση που διατύπωσε ο Βαρουφάκης στη Βουλή για επαναφορά στο Δημόσιο της Αττικής Οδού και άλλων δημόσιων υποδομών όπως η ΔΕΗ. Είδατε την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για την επαναφορά στην ιδιοκτησία του δημοσίου της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ. Στην ουσία ξανατίθεται το θέμα των αποκρατικοποιήσεων, του ρόλου και της σύνθεσης του Υπερταμείου. Πρόκειται για έναν μνημονιακό καταναγκασμό, μια απόφαση της δικής μας κυβέρνησης, που αντιστοιχεί όμως στην προ πανδημίας συγκυρία. Τώρα το κράτος επιστρέφει παντού.
Στο κείμενο συμβολής της Ομπρέλας γίνεται η διαπίστωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έως τώρα ελάχιστα κερδίζει, ενώ η κυβερνητική φθορά εντείνεται.
Η ηγεσία του κόμματός μας διακατέχεται από μια αντίληψη «συγκοινωνούντων δοχείων» και εκτιμά πως ό,τι χάνει η ΝΔ, αργά ή γρήγορα, θα το κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται, γιατί η κοινωνική κρίση τροφοδοτεί την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική, καθώς και τις πιο απρόσμενες, ίσως και εφιαλτικές, πολιτικές συμπεριφορές. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μοιάζει να πιστεύει ακόμη ότι οι πολίτες «του χρωστούν» επειδή έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, μια αναμφισβήτητη εθνική επιτυχία, που όμως επιτεύχθηκε με μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού. Κάναμε λάθος που είπαμε «πετύχαμε εκεί όπου οι άλλοι απέτυχαν», δηλαδή, στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών. Η κοινωνική ευαισθησία που επιδείξαμε δεν αλλάζει το νεοφιλελεύθερο πρόσημο των πολιτικών που εφαρμόσαμε. Κάνουμε λάθος που «ουρές», «βαρίδια» και δεσμεύσεις αυτών των πολιτικών επιβιώνουν και θολώνουν το στίγμα μας. Τι άλλο είναι οι θέσεις που παίρνουμε σε θέματα όπως το Ελληνικό και η Fraport; Τι άλλο είναι, παρά επιβίωση άλλων «μνημονίων» που αναλάβαμε, η ψήφος μας υπέρ της αρχικής προμήθειας των Ραφάλ, οι ψευδαισθήσεις μας για τον EastMed και η αναχρονιστική και αντιοικολογική επιμονή μας στην εξόρυξη υδρογονανθράκων ή οι αυταπάτες της διακυβέρνησης μας για τις τριγωνικές σχέσεις με ΗΠΑ-Ισραήλ, που δήθεν θα αντιστάθμιζαν τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο; Τι άλλο είναι η χαμηλών τόνων κριτική μας στις διευκολύνσεις προς τις ΗΠΑ στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, εξέλιξη που φέρνει πιο κοντά τη χώρα μας στην ουκρανική κρίση; Κι ακόμη προβληματίζει η ατολμία να τοποθετηθεί κεντρικά και καθαρά το κόμμα στο δράμα των προσφύγων στο Αιγαίο και στον Έβρο, καθώς και η συνεχιζόμενη παραλυτική ισορροπία στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Κοινός παρονομαστής αυτών των συμπεριφορών πολιτικής αδράνειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ο φόβος του πολιτικού κόστους σε μια κοινωνία που σε ορισμένες πλευρές της συντηρητικοποιείται. Μπορεί όμως να διαμορφωθεί μια προοδευτική διακυβέρνηση με προοπτική και σταθερότητα όταν τόσο σοβαρά θέματα αντιμετωπίζονται με σιωπές; Η δεύτερη φορά Αριστερά δεν θα έχει το πραγματικό άλλοθι των μνημονίων.
Χρησιμοποιείται από την πλευρά της Ομπρέλας συχνά ο όρος «ταυτότητα» για το κόμμα που μάλιστα θεωρείται ότι διασφαλίζεται στις Θέσεις και γι’ αυτό τις υπερψηφίζετε. Πώς προέκυψε, ως αμφισβήτηση, το ζήτημα αυτό;
Υπερψηφίσαμε την Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης του Ιουλίου που επίσης διασφάλιζε την ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως κόμμα της Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ικανό να εκφράζει έναν πλατύ χώρο δυνάμεων από τη μη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία μέχρι τις δυνάμεις της πολύμορφης Αριστεράς, της Οικολογίας και της κομμουνιστικής προοπτικής. Όμως κακά τα ψέματα, με πολλές πράξεις ή παραλείψεις τον τελευταίο καιρό και πίσω από ωραίες διατυπώσεις «κόμμα εν κινήσει», «διεύρυνση», «διαρκής μετασχηματισμός», ευνοείται η επιλογή της κεντρώας μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με «έπαθλο» την κατάκτηση του λεγόμενου πολιτικού κέντρου και των μεσαίων στρωμάτων. Μια αντίληψη που δέσποσε στα πολιτικά επίδικα μιας άλλης περιόδου, πριν την κρίση. Όταν η «κανονικότητα» της «ισχυρής Ελλάδας» (στα πήλινα πόδια ενός χρεοκοπημένου παραγωγικού υποδείγματος) τροφοδοτούσε τον ανοδικό κύκλο στον οποίο τα μεσαία στρώματα βελτίωναν τη θέση τους. Τώρα ζούμε σε μια άλλην εποχή. Η παλιά «κανονικότητα» κατέρρευσε. Τεράστιο τμήμα των μεσαίων στρωμάτων κατολίσθησε προς τον κόσμο της επισφάλειας. Οι κυρίαρχες τάξεις για να διασώσουν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα πέτυχαν την περιθωριοποίηση των μεσαίων και τη συντριβή των κατώτερων στρωμάτων. Η κρίση έγινε ευκαιρία μεγάλης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης με παράλληλη υποβάθμιση της θέσης της χώρας μέσα στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Πρόκειται για μια ακραία νεοφιλελεύθερη ριζοσπαστική επιθετική πολιτική που δεν αφήνει περιθώρια για «κανονικότητες» παλαιού τύπου, σαν αυτές που αναπολούν οι φίλοι μας της Γέφυρας. Η αναγκαία, λοιπόν, ταυτότητα της σύγχρονης αριστεράς δεν είναι μια «αναμνηστική δόση» του παρελθόντος αλλά επείγουσα ανάγκη του παρόντος. Για να απευθυνθείς στο σύνολο της κοινωνίας πρέπει να γνωρίζεις ποιος είσαι. Όταν έχεις πρόβλημα φυσιογνωμίας αυτό αντανακλά στην αποδοχή σου από την κοινωνία.
Υποστηρίζετε, επίσης, ότι εκπέμπονταν «αντιφατικά πολιτικά μηνύματα» την τελευταία διετία με συνέπεια το κόμμα να εμφανίζεται σαν μέρος του συστημικού δικομματισμού. Αυτό, αν ισχύει, μπορεί να συνδέεται με τη μη άνοδό του;
Το άγχος να εκφράζεις όλες τις τάσεις μιας κοινωνίας δεν είναι προοδευτική και αριστερή πολιτική. Δεν γίνεται να έχεις μαζί σου και τον οπαδό του ορθού λόγου και της επιστήμης και τον αντιεμβολιαστή. Τελικά χάνεις από παντού. Ούτε είναι ελκυστική μια «φωνακλάδικη» αντιπολιτευτική ατζέντα που έχει πιο ψηλά απ’ ό,τι τους αναλογούν, π.χ., τον Φουρθιώτη και τα υπαρκτά –αλίμονο– σκάνδαλα, αντί για μια συνεκτική αριστερή πολιτική και προγραμματική πρόταση που να πείθει την κοινωνία. Αυτό είναι το ζητούμενο κι όσο δεν ανταποκρινόμαστε, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα καθυστερεί. Το ίδιο όσο αναλωνόμαστε στην αναζήτηση κεντρώων λύσεων. Στις συνθήκες που ζούμε τα μεσαία στρώματα θα στραφούν ή ριζοσπαστικά προς τα Δεξιά ή ριζοσπαστικά προς τα Αριστερά. Κεντρώες λύσεις, απλώς δεν υπάρχουν κι εδώ βρίσκεται η «Αχίλλειος πτέρνα» του ΚΙΝΑΛ και του κ. Ανδρουλάκη. Δεν υπάρχει παγκοσμίως ιστορικό παράδειγμα να ξαναγίνεται κραταιό ένα κυβερνητικό κόμμα που οδηγήθηκε στη διάλυσή του. Αυτό δεν ίσχυσε σε χώρες όπως η Πορτογαλία, που ορισμένοι εμφανίζουν λανθασμένα ως γενικευμένο παράδειγμα νικηφόρας επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας. Τι ωφελούν οι πολιτικές αφαιρέσεις ερήμην της ελληνικής πραγματικότητας; Ακόμη η εικόνα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που ιστορικά ανήκει στην ευρεία οικογένεια της Αριστεράς, παρά τα βήματα, παραμένει δεξιόστροφη και πάντως αντιφατική.
Μεγάλη πρόκληση του 3ου Συνεδρίου, λέτε, είναι να ξαναγίνει το κόμμα φορέας ελπίδας και κοινωνικής κινητοποίησης με νικηφόρα κυβερνητική προοπτική. Μερικές προϋποθέσεις ποιες θα ήταν;
Η αντιστοίχηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με τα προβλήματα και τις προκλήσεις τής μετά την πανδημία εποχής. Η οικολογική αντίληψη να διαπερνά οριζόντια τη στρατηγική και την πολιτική παρέμβασή μας. Να επανασυστηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη της Αριστεράς, να επιστρέψει στα κινήματα και να κατορθώσει να απαντήσει στις αγωνίες των νέων, του κόσμου της αποχής και της «αριστερής μελαγχολίας». Η επανασυσπείρωση του 32% που πήραμε στις κάλπες του 2019, αποτελεί προϋπόθεση για το νέο άλμα προς την εξουσία.
Υπάρχει πρόταση του προέδρου για αλλαγή του τρόπου εκλογής ηγεσίας όπου εκφράστηκε πλήρης διαφωνία. Σε τι σχέδιο εντάσσεται κατά τη γνώμη σας; Έχει παρενέργειες;
Ο ίδιος ο Αλέξης ομολόγησε ότι η πρότασή του «αιφνιδίασε». Από πότε ο πρόεδρος ενός αριστερού κόμματος, επεξεργάζεται τον αιφνιδιασμό, όχι των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά των συντρόφων του; Τους οποίους μάλιστα «καθ’ υπερβολήν» παρουσίασε ως «αριστοκρατία». Έτσι θα μιλάμε μεταξύ μας; Για ολιγαρχία ή μήπως βοναπαρτισμό; Συνιστά άμεση δημοκρατία η μετατροπή των μελών του κόμματος σε ψηφοφόρους «μιας χρήσης» για την εκλογή του προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής, χωρίς μάλιστα να διασφαλίζεται η λογοδοσία; Στις συνθήκες της μεταδημοκρατίας, όπου οι θεσμοί αδειάζουν από λαϊκή συμμετοχή, τα αρχηγικά κόμματα προβάλλονται ως απάντηση στην κρίση του κομματικού φαινομένου. Θα υποκύψει και η Αριστερά σε αυτή την πίεση για συστημική μετάλλαξη; Ο «αιφνιδιασμός» ενισχύει τον κίνδυνο της εσωστρέφειας. Η μάχη να φύγει η Δεξιά δεν δίνεται με διχαστικά διλήμματα ποιος είναι υπέρ ή κατά του Τσίπρα, ποιος είναι υπέρ ή κατά της διεύρυνσης, ποιος είναι με το 3% εναντίον του 33% κ.λπ. Αυτά είναι παράλογα πράγματα, που μας αποσπούν από την εξωστρεφή δράση. Τα παροξύνει η εμφάνιση μιας αυριανικού Τύπου αντιπαράθεσης στις γραμμές μας, η διαστροφή του αναγκαίου πολιτικού διαλόγου από τα τρολ του διαδικτύου, κάτι που καυτηρίασε το κείμενο των 500+, αλλά και το κείμενο με πρωτοβουλία συντρ/σών εναντίον της εισβολής του σεξισμού στις γραμμές μας.
Ποια η αντιπρόταση της Ομπρέλας για να υπάρξει ενεργοποίηση – συμμετοχή των μελών, κόμμα ελκυστικό;
Δημοκρατία στο κόμμα. Ενίσχυση του πολιτισμικού ρόλου και του ιδεολογικού μηνύματος. Ενασχόληση με τα συγκεκριμένα προβλήματα της καθημερινότητας και του χώρου όπου δραστηριοποιούνται οι οργανώσεις. Συγκεκριμένα καθήκοντα για τη συμμετοχή των μελών σε συνδικάτα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στις οικολογικές πρωτοβουλίες και τα κινήματα. Διαμόρφωση ενός ευρύτατου τόξου πολιτικών και κοινωνικών ευαισθησιών από τον χώρο του προοδευτικού Κέντρου έως τις μη βίαιες μορφές αμφισβήτησης. Αυτό είναι ένα κόμμα ανοιχτό στον πολύμορφο κοινωνικό ριζοσπαστισμό, ικανό να συγκροτεί στη βάση συναγωνιστικούς δεσμούς με ορίζοντα την ανθρώπινη χειραφέτηση και την κοινωνική απελευθέρωση. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η οργάνωση του Χώρου της Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς μέσα σε ένα μεγάλο λαϊκό κόμμα όπως θέλουμε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ένα ρεύμα ιδεών και πολιτικών πρωτοβουλιών που θα αναζωογονεί την εσωκομματική δημοκρατία και τη δημοκρατική σχέση του κόμματος με την κοινωνία. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα κόμμα με ιδεολογική ραχοκοκαλιά και όχι μια οργανωτική σκιά ανερμάτιστου πολυσυλλεκτικού, με ρευστοποίηση των χαρακτηριστικών του. Όλα τα όργανα, με μέριμνα για την εκπροσώπηση της Περιφέρειας καθώς και των κοινωνικών-ταξικών εκπροσωπήσεων του κόμματος –και ο πρόεδρος– εκλέγονται, λογοδοτούν και ανακαλούνται από βουλευόμενα σώματα.
Περνάμε, σημείωσες κάπου, μια σκοτεινή για την παιδεία περίοδο. Πώς το βιώνει η νεολαία;
Η κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση είναι μια μικρογραφία της συμμαχίας της νεοφιλελεύθερης νεοδεξιάς με την ακροδεξιά τύπου Αlt Right, που χαρακτηρίζει γενικότερα τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Έτσι από το ένα χέρι έχουμε διακηρύξεις που επαγγέλλονται το νέο, τον εκσυγχρονισμό, τη συμμόρφωση με ευρωπαϊκά πρότυπα κι από την άλλη την εισβολή στην εκπαίδευση σκοταδιστικών, αντιεπιστημονικών, ανορθολογικών αντιλήψεων, κυριολεκτικά μεσαίωνα. Ζούμε «σκοτεινούς καιρούς» στην εκπαίδευση, δίνουμε καθημερινές μάχες και νομίζουμε ότι ο χώρος της Παιδείας και της νεολαίας θα πρωταγωνιστήσει στον αγώνα για την πολιτική αλλαγή.