Συνεντεύξεις

Νίκος Φίλης: Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δημιουργήσει ρεύμα πολιτικής ανατροπής

Τη συνέντευξη πήρε η Νικόλ Λειβαδάρη

 

Η κυβέρνηση θεσμοθετεί την πανεπιστημιακή αστυνομία και τα πειθαρχικά των φοιτητών. Εσείς λέτε ότι επανιδρύεται το Σπουδαστικό της Ασφάλειας – γιατί;

Η κυβέρνηση μέσα στην πανδημία, με κλειστά τα πανεπιστήμια και τα νέα παιδιά στα σπίτια τους, προχωρά σε ένα αιφνιδιασμό: Παρά την αντίθεση της πανεπιστημιακής κοινότητας φέρνει νομοσχέδιο για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, αφού νωρίτερα έχει διαμορφώσει στην κοινή γνώμη συκοφαντική εικόνα, πως τάχα στα πανεπιστήμια κυριαρχεί η ανομία.

Η πραγματική εικόνα, μέσα από τις στατιστικές της αστυνομίας, είναι ότι η εγκληματικότητα στα πανεπιστήμια είναι χαμηλότερη από τους περισσότερους κοινωνικούς χώρους, και πάντως όχι υψηλής έντασης. Η διόγκωση περιθωριακών περιστατικών βίας, κατακριτέας πάντοτε, δεν ανατρέπει αυτή την εικόνα.

Με την προωθούμενη νομοθετική ρύθμιση επανασυστήνεται το Σπουδαστικό της Ασφάλειας, ιδρύονται στην ουσία αστυνομικά τμήματα μέσα στα ΑΕΙ, στα οποία όπως διαβάζουμε θα υπάρχουν και όπλα. Μια τέτοια εξέλιξη θα πυροδοτήσει αντιδράσεις απροσδιόριστες. Ίσως και τραγωδίες. Τα πανεπιστήμια χρειάζονται φύλαξη, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ευθύνη των αρμοδίων πανεπιστημιακών αρχών, δηλαδή με σεβασμό στη συνταγματική επιταγή του αυτοδιοίκητου.

Να θυμίσουμε ότι επί κυβερνήσεως Σαμαρά και αρμόδιου τότε υπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη απολύθηκαν το 2013 από τα πανεπιστήμια 1.349 διοικητικοί υπάλληλοι, ανάμεσά τους και πολλοί φύλακες, όπως το ίδιο συνέβη και με τους σχολικούς φύλακες. Τους επανέφερε βέβαια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Σήμερα, η ΝΔ δεν χρηματοδοτεί τα πανεπιστήμια να προσλάβουν φύλακες, αλλά προχωρά στην πρόσληψη χιλίων ειδικών φρουρών, που θα ανήκουν στην ΕΛΑΣ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η πανελλήνια οργάνωση αστυνομικών υπαλλήλων έχει αντιδράσει στη ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας με αιχμές για το ρουσφετολογικό χαρακτήρα των προσλήψεων αλλά και τους κινδύνους που προκαλούνται για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη. Κι όμως η κυβέρνηση επιμένει να στείλει 1.000 δικούς της ανθρώπους στα πανεπιστήμια, γιατί θέλει να εμπεδώσει το δόγμα «νόμος και τάξη», αποπροσανατολίζοντας το δημόσιο διάλογο από τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί η πανδημία.

Πρόκειται για ένα μέτρο καταστολής ενόψει των κοινωνικών κινητοποιήσεων που θα υπάρξουν μετά την πανδημία. Δημιουργείται μείζον θέμα δημοκρατικής τάξης, καθώς μάλιστα καταργείται μια κατάκτηση της μεταπολίτευσης που ήταν η κατάργηση του Σπουδαστικού.

Στο νομοσχέδιο προβλέπονται επίσης πειθαρχικά φοιτητών και διαγραφές-ποινές ακόμα για πολιτικούς και συνδικαλιστικούς λόγους. Πάμε ολοταχώς πίσω.

Γιατί λέτε «όχι» στην ελάχιστη βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια…

Μα η κυβέρνηση θέλει να μειώσει τον αριθμό των εισακτέων και να σπρώξει χιλιάδες νέους στα κολέγια. Επειδή όμως φοβάται το πολιτικό κόστος, μετακυλύει την ευθύνη στα ίδια τα πανεπιστήμια. Οι σχολές θα καθορίζουν τις βάσεις εισαγωγής, που σύμφωνα με την κυβερνητική ρύθμιση θα είναι πάντοτε υψηλότερες από τις σημερινές. Με βάση τα αποτελέσματα του 2020, υπολογίζεται ότι 20.000 παιδιά θα είχαν μείνει εκτός ΑΕΙ.

Όλα αυτά τα παιδιά σπρώχνονται στα κολέγια, όπου δεν θα υπάρχουν βέβαια εξετάσεις εισαγωγής με ελάχιστη βάση, ενώ μετά από τρία χρόνια θα παίρνουν ένα πτυχίο επαγγελματικά ισοδύναμο με τα πτυχία των 4ετών και 5ετών δημόσιων πανεπιστημιακών σχολών. Τόση υποκρισία όταν μιλάνε για αξιοκρατία!

Όλα αυτά τα μέτρα όμως, θα συναντήσουν κοινωνικές αντιδράσεις. Είναι όψεις του ίδιου προβλήματος: Του κυβερνητικού σχεδίου να κλείσουν πανεπιστήμια. Για αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες των πανεπιστημιακών και φοιτητών για να μην ψηφιστεί το νομοσχέδιο, να μην εφαρμοστεί στην πράξη αν ψηφιστεί και φυσικά να καταργηθεί όταν πέσει η Δεξιά. Υποστηρίζουμε επίσης την ανάγκη να αντιμετωπιστούν άμεσα τα προβλήματα υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων. Με αύξηση και όχι μείωση -όπως συμβαίνει φέτος- των δημοσίων δαπανών.

Στο πολιτικό σκηνικό: Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κυβέρνηση υφίσταται φθορά αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισπράττει. Γιατί; Υπάρχει στρατηγική αμηχανία, όπως την περιέγραψε ο Ηλίας Νικολακόπουλος πρόσφατα, στην «Εποχή»;

Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν το γεγονός ότι πράγματι αναπτύσσεται κοινωνική αποδοκιμασία για κρίσιμες κυβερνητικές επιλογές. Δεν φαίνεται όμως, για την ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει δημιουργήσει ένα ρεύμα πολιτικής ανατροπής. Οι αιτίες ανάγονται στην αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και σε αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ. Μην ξεχνάτε ότι σε ολόκληρο τον κόσμο, ακόμα και μέσα στην πανδημία ή και εξαιτίας της πανδημίας, ενισχύεται η συντηρητική κυριαρχία, ιδιαίτερα μάλιστα με το φόβο και την κοινωνική αποστασιοποίηση, που δημιουργούν το καθεστώς της μεταδημοκρατίας, δηλ. την ακόμα μεγαλύτερη απόσταση του πολίτη από τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες και τον εγκλωβισμό του στο ελεγχόμενο τηλεοπτικό σύμπαν.

Προφανώς την ίδια στιγμή δημιουργούνται ρωγμές που αναλόγως της εξέλιξης της κρίσης, θα εκδηλωθούν. Κι εκεί αναδεικνύεται η ανάγκη στρατηγικής και προγραμματικής ετοιμότητας των προοδευτικών – αριστερών δυνάμεων, για να ξεπεραστεί η κατάσταση που περιγράφει ο Ηλίας Νικολακόπουλος. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίο να μιλήσει στοχαστικά για το παρελθόν της κυβερνητικής θητείας του, προκειμένου να πείσει ότι έχει λάβει το μήνυμα της εκλογικής ήττας του και ότι ανασυντάσσεται για να διεκδικήσει άμεσα τη λαϊκή εντολή να κυβερνήσει ξανά.

Ποια πολιτική ανάγκη γέννησε την «Ομπρέλα», την νέα τάση στον ΣΥΡΙΖΑ; Και ποια είναι η πολιτική της πρόταση;

Η «Ομπρέλα» δεν είναι άλλη μια τάση, αλλά μια ανοιχτή πολιτική πρωτοβουλία, που αποσκοπεί στην αναζωογόνηση του πολιτικού διαλόγου και την προγραμματική ανανέωση του κόμματος, σε μια περίοδο μάλιστα που γενικότερα το κομματικό φαινόμενο, ακόμα και στο χώρο της Αριστεράς, περνάει βαθιά κρίση. Μέσα στις νέες συνθήκες, που όλα αλλάζουν λόγω της πανδημίας σε ολόκληρο τον πλανήτη, είναι αναγκαία η διευκρίνιση της φυσιογνωμίας του κόμματος, η ικανότητά του να συσπειρώνει στη βάση ενός αξιακού μηνύματος και να μην υποκύψει σε ένα άνευρο ή και ανερμάτισμο πολυσυλλεκτισμό.

Βλέπετε ότι η ΝΔ, επιχειρεί μια λυσσαλέα ιδεολογική επίθεση. Αυτή δεν αντιμετωπίζεται με πολιτική απάντηση «μέσου όρου». Η «Ομπρέλα» διατυπώνει ένα πολιτικό σχέδιο προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να απαντήσει στις νέες προκλήσεις από το έδαφος της ριζοσπαστικής αριστεράς: στην κλιματική αλλαγή και γενικότερα την περιβαλλοντική κρίση, στην ανάδυση του ψηφιακού καπιταλισμού και στις νέες απειλές σε βάρος της εργασίας και του εισοδήματος, στο κράτος της επιτήρησης, στη συνεχή υποβάθμιση του μέλλοντος της νέας γενιάς.

Δηλαδή πρόκειται για μια συνεισφορά στη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού παραγωγικού μοντέλου. Είναι θετικό ότι ανάλογες προτάσεις διαμορφώνονται και από άλλες πλευρές εντός του κόμματος. Ένας τέτοιος πολιτικός διάλογος προσθέτει δύναμη και ενισχύει την αναγκαία εξωστρέφεια του ΣΥΡΙΖΑ. Τονίζω και πάλι ότι η «Ομπρέλα» είναι μια ανοιχτή πολιτική πρωτοβουλία, που συσπειρώνει στελέχη από ένα ευρύ φάσμα.

Στο κείμενο της «Ομπρέλας» λέτε ότι η αντιπολιτευτική τακτική «οφείλει να επικεντρώνεται στα στρατηγικά θέματα» και όχι στην «επικοινωνιακή και πολωτική ρητορική». Τι ορίζετε ως επικοινωνιακή και πολωτική αντιπολίτευση;

Το μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να φτάσει παντού. Συνεπώς δεν λέμε όχι στην επικοινωνία, αντιθέτως θέλουμε να σπάσουμε το φράγμα της επικοινωνίας που έχει στήσει η Δεξιά. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται να ασκούμε μαχητική και προγραμματική αντιπολίτευση. Δηλαδή να αναδεικνύουμε τις στρατηγικές και πολιτικές επιλογές που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων αλλά και την κοινωνία.

Σε όλα τα θέματα: στα εργασιακά,στην υγεία, στην Παιδεία αλλά και εκεί που διακρίνει κανείς δισταγμούς ή ταλαντεύσεις είτε για το φόβο του πολιτικού κόστους είτε για να μην αποκοπούμε από τον «εθνικό κορμό», όπως όμως τον ορίζουν οι συστημικές δυνάμεις και η Δεξιά. Αναφέρομαι σε προβληματικές ή αντιφατικές πλευρές των τοποθετήσεών μας στα ελληνοτουρκικά, στους εξοπλισμούς (όπως η πρόσφατη αγορά των Rafale), στο μεταναστευτικό και στα γεγονότα στον Έβρο, στις σχέσεις μας με την Εκκλησία, στα περιβαλλοντικά (βλέπε πχ. τις εξορύξεις υδρογονανθράκων) που θολώνουν το στίγμα μας και δημιουργούν συγχύσεις.

Η Δεξιά δεν θα πέσει ως ώριμο φρούτο, ούτε εαν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ναι σε κάθε πίεση που διατυπώνει η κοινωνία. Πρέπει να οικοδομήσουμε μια εναλλακτική πολιτική διακυβέρνηση. Η μάχη κατά της πανδημίας, πρέπει να συνδεθεί με την αντιμετώπιση των αιτιών της, καθώς και με την ανάγκη, οι δημόσιες πολιτικές και όχι η αγορά, να καθορίζει τις πολιτικές της υγείας, της παιδείας αλλά και γενικότερα της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.

Η μάχη για τον γρήγορο εμβολιασμό κατά του Covid πρέπει να συνδυαστεί με πρωτοβουλίες για την κατάργηση της πατέντας των εμβολίων. Η αντιμετώπιση ενός παγκόσμιου προβλήματος, αναδεικνύει την ανάγκη νέων παγκόσμιων ρυθμίσεων, την ήττα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και την επαναθεμελίωση της Ευρώπης με την προβολή του αιτήματος για νέα ρύθμιση του χρέους, αρχής γενομένης από αυτό που δημιουργείται επί πανδημίας. Και όλα αυτά, με την προβολή άμεσων μέτρων κοινωνικής ανακούφισης, που δεν σημαίνει πλειοδοσία, αλλά εντάσσονται σε ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Μόνον έτσι θα συνδεθούμε ξανά με την κοινωνία και θα διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες.

Ζητάτε επίσης περισσότερη συλλογικότητα και δημοκρατική λειτουργία στο κόμμα. Δηλαδή; Ζητάτε συλλογική ηγεσία; – Βλέπετε «αρχηγισμό» ή «αρχηγισμούς» στο κόμμα;

Η παράδοση της ανανεωτικής και της ριζοσπαστικής Αριστεράς αντιμετωπίζει τη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος, ως αναγκαία προϋπόθεση για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και την υλοποίηση ενός οράματος αδιάκοπης διεύρυνσης της δημοκρατίας και ελευθερίας. Αν ένα κόμμα δεν λειτουργεί δημοκρατικά, πώς μπορεί να πείσει για το στόχο εκδημοκρατισμού της κοινωνίας;

Το ζητούμενο δεν είναι το αρχηγικό κόμμα, αλλά το κόμμα της δημοκρατικής συμμετοχής, τουλάχιστον αν επιμένουμε στο στόχο της δημοκρατικής ανατροπής και της κοινωνικής αλλαγής. Τα αρχηγικά κόμματα, ακόμα και στο συντηρητικό χώρο, πόσο μάλλον στο δικό μας, που έχει άλλες παραδόσεις, δεν αποφεύγουν κάποια στιγμή την κομματική κρίση. Στο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει παράδοση δημοκρατικής λειτουργίας και συλλογικότητας. Αυτή η παράδοση, πρέπει να ενισχυθεί με την συλλογική λειτουργία των οργάνων αλλά κυρίως με τη λειτουργία των οργανώσεων μελών, για να ξαναγίνουν κάθε μιας της «κόμμα» στη γειτονιά, στον εργασιακό χώρο και αλλού.

Δεν υπάρχει θέμα αμφισβήτησης της ηγεσίας, ο Αλέξης Τσίπρας σηματοδοτεί μια πετυχημένη πορεία, εντασσόμενη πάντοτε στα συμφραζόμενα της αριστερής – δημοκρατικής παράδοσης.

Προοδευτική διακυβέρνηση: Με ποιους όρους και ποιες συμμαχίες; Στην τελευταία απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου υπάρχει πρόσκληση σε ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, και ΜΕΡΑ25. Είναι ρεαλιστικό αυτό; 

Το αίτημα για την προοδευτική διακυβέρνηση απαντά στην ανάγκη να φύγει η Δεξιά προτού προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στην κοινωνία και ταυτόχρονα να δημιουργηθούν οι πολιτικές – κοινωνικές προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες κοινωνικές διακρίσεις που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά και οι εθνικιστικές, αντιπροσφυγικές, θρησκόληπτες, μισογυνικές ιδεολογίες και πρακτικές που διατρέχουν την κοινωνία.

Δηλαδή η προοδευτική διακυβέρνηση δεν ταυτίζεται με μια κυβερνητική εναλλαγή αλλά θέτει το μείζον θέμα της αλλαγής της πολιτικής και της κοινωνίας. Είναι μια κοινωνική ανάγκη, που δεν αφορά μόνο τη χώρα μας. Παραμένει ανοιχτό το στοίχημα αν θα διευρυνθούν οι ρωγμές στη συντηρητική κυριαρχία μετά την πανδημία, αν θα ενισχυθεί η λαϊκή – δημοκρατική δυναμική.

Είναι χρέος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες, για προγραμματικές συγκλίσεις προς τις άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, που εκτός των άλλων θα αντιμετωπίζουν και το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Μπροστά στο λαό, όχι παρασκηνιακά! Δεν μπορεί να προδικάσουμε τη στάση των άλλων κομμάτων, σημασία έχει τι επιδιώκουμε εμείς και ποιο θα είναι το κοινωνικό αντίκρισμα.

Αν δεχτούμε ότι είναι δύσκολη η γενική προγραμματική σύγκλιση, γιατί δεν είναι δυνατή η ad hoc συνεργασία, όπως συνέβη πχ. με την απαγόρευση του εορτασμού του Πολυτεχνείου, ή όπως πρέπει να γίνει με τους αγώνες να μην ιδρυθεί πανεπιστημιακή αστυνομία; Πάντως να γίνει κατανοητό ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις αυτοδυναμίας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν, και μάλιστα από τη σκοπιά της Αριστεράς, τις επάλληλες κρίσεις που διατρέχουν το σύγχρονο κόσμο. Χρειάζονται αντίθετα πολιτικές, ακόμα και κυβερνητικές συνεργασίες, στηριγμένες σε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα και στην κοινωνική ενεργοποίηση.

Κυβερνώσα αριστερά ή ριζοσπαστική αριστερά; Τι προέχει – η εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης ή ο πολιτικός και ιδεολογικός επαναπροσδιορισμός της αριστεράς;

Δεν είναι αλληλοσυγκρουόμενες κατευθύνσεις. Για να κυβερνήσει η Αριστερά χρειάζεται πρόγραμμα βασισμένο σε αξίες, δηλαδή ένα μήνυμα για την αλλαγή του κόσμου. Είναι αναγκαίο να κυβερνήσει η ριζοσπαστική Αριστερή, το ζητάει η κοινωνία, ως απάντηση στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Και τώρα χωρίς τους καταναγκασμούς του μνημονίου, με δεδομένο όμως το διεθνή συσχετισμό, καλούμαστε να επανασυστηθούμε στην κοινωνία ως ένα κόμμα διακυβέρνησης και αγώνα. Έτσι καταλαβαίνουμε την κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά, μακριά από σεχταρισμούς αλλά και μακριά από τον κυβερνητισμό της συνδιαχείρισης.

Μια Αριστερά που δεν αποφεύγει να μιλήσει για το σοσιαλισμό, όχι μόνο από τη σκοπιά της ηθικής, αλλά και ως έμπνευση για εναλλακτικές πολιτικές που θα αντιμετωπίζουν την έκρηξη των ανισοτήτων και θα αλλάζουν τον κόσμο. Αυτό άλλωστε επισημαίνεται και στη διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ που ομόφωνα ψηφίσαμε αμέσως μετά τις εκλογές. Πρόκειται για μια κατεύθυνση που προσδιορίζει τη φυσιογνωμία του κόμματος, το οποίο οφείλει να διαμορφώνει συνειδήσεις και όχι να υποτάσσεται σε δημοσκοπικά ευρήματα. Άλλωστε η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στο 36% έγινε με ριζοσπαστικές επιλογές που διαμόρφωσαν μια νέα σύνθεση και όχι με προσαρμογή του 3% στο 36%!

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε συνέντευξή του δήλωσε ότι «το Ισλάμ, οι πολίτες του, δεν είναι θρησκεία, είναι πολιτικό κόμμα, είναι άνθρωποι το πολέμου». Πώς είδατε τη δήλωση αυτή; 

Προφανώς είναι ακραία και προβληματική και για αυτό ο ίδιος ο κ. Ιερώνυμος προσπάθησε να την ανασκευάσει. Ενώ είχε ξεκάθαρα αναφερθεί στο Ισλάμ γενικώς, εκ των υστέρων διευκρίνισε ότι μιλούσε για τους φανατικούς της ισλαμικής τρομοκρατίας.

Σημασία έχει ότι η δήλωση του αρχιεπισκόπου, ξεφεύγει από τις αρμοδιότητες της εκκλησίας αλλά και από τη διακηρυγμένη πολιτική διαλόγου των θρησκειών. Είναι άλλο ένα δείγμα ότι η εκκλησία επιδιώκει να λειτουργεί ως πολιτικό κόμμα. Διότι είναι προφανές ότι η δήλωση αυτή επηρεάζει και την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, αλλά και θέματα εσωτερικής δημοκρατικής τάξης, καθώς ενοχοποιεί εξ αντικειμένου χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες που ζουν στη χώρα μας αλλά και τους Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες της Δυτικής Θράκης. Μη μας διαφεύγει ότι η ισλαμοφοβία, συχνά παρακινούμενη από κυβερνήσεις, αποτελεί ένα κύριο παράγοντα ανάπτυξης της ακροδεξιάς σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως παλιότερα συνέβαινε με τον αντισημιτισμό.

Πηγή: TVXS