Συνεντεύξεις

Νίκος Φίλης: Φτάνουμε στο τέλος μιας αναγκαστικής κυβερνητικής συνεργασίας

Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου

Μέσα σε μία βδομάδα, η συμφωνία των Πρεσπών υπερψηφίστηκε από την γείτονα χώρα, ο προϋπολογισμός έγινε δεκτός από τους δανειστές, χωρίς την περικοπή συντάξεων, οι δείκτες της οικονομίας δίνουν μια «μικρή ανάσα». Η κυβέρνηση φαίνεται μουδιασμένη απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις και παγιδευμένη σε επικοινωνιακά κενά, αντιπολιτευτικές επιθέσεις, αλλά και τα προβλήματα που έχουν ανακύψει στο εσωτερικό της. Ποια η εκτίμησή σου; Τι πρέπει να γίνει;

Η εικόνα δεν είναι αυτή που δίνετε στην ερώτησή σας. Δεν έχουμε ένα ισοζύγιο με θετικά και αρνητικά νέα, περίπου ισοδύναμα. Η δυναμική είναι υπέρ των «καλών» εξελίξεων, αρκεί, μέσα σε έναν κυκεώνα γεγονότων και ταχύτατης εναλλαγής προσήμων να μπορέσουμε να διακρίνουμε τα πολιτικά επίδικα. Για σκεφτείτε, για παράδειγμα, τις εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας. Το πρωί της ίδιας ημέρας που ψηφίζονταν η συμφωνία στην ΠΓΔΜ, η κυβέρνηση παρουσιάζονταν να έχει υποστεί βαρύτατο πλήγμα, λόγω της παραίτησης του Νίκου Κοτζιά και της ανοιχτής πληγής με τους ΑΝΕΛ. Λίγες ώρες αργότερα, με την εξασφάλιση από τον Ζάεφ του μαγικού αριθμού 80, ως προς την υπερψήφιση της συμφωνίας, το σκηνικό άλλαξε. Η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός ανέκτησαν την πολιτική πρωτοβουλία και η πίεση μεταφέρθηκε στις τάξεις της αντιπολίτευσης. Το ίδιο με το ζήτημα των συντάξεων. Κανείς τον περασμένο Απρίλιο, όταν εγώ και άλλοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, θέσαμε το θέμα της μη περικοπής τους, δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό. Και τι δεν ακούσαμε, ειδικά από την αντιπολίτευση. Τώρα, μπροστά στη διαφαινόμενη επιτυχία της κυβέρνησης, όλοι, ακόμη και ο Μητσοτάκης του πινοτσετικού ασφαλιστικού «θαύματος», σπεύδουν να καρπωθούν μερίδιο από τη θετική κατάληξη του θέματος. Πρέπει, συνεπώς, με αποφασιστικό και πειστικό τρόπο να αναδεικνύουμε το έργο μας και τις επιτυχίες μας, αποκρούοντας τις ποικίλες υπονομεύσεις και διαστρεβλώσεις, και, βέβαια, να μην συντείνουμε κι εμείς με λάθη και παραλείψεις που πληγώνουν τον κόσμο της Αριστεράς στη διαμόρφωση μιας εικόνας σύγχυσης και αποπροσανατολισμού που καταλήγει στο δηλητηριώδες και τοξικό για την πολιτική πράξη και συμμετοχή «Όλοι ίδιοι είναι».

Προετοιμασία για κάθε ενδεχόμενο

2. Ακούγεται από μέλη της κυβέρνησης και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ η εκτίμηση ότι υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και χωρίς τους ΑΝΕΛ. Πώς θα σχολίαζες μία τέτοια εξέλιξη; Θα πρέπει να γίνει βάσει ενός νέου κυβερνητικού προγράμματος; Από τη στιγμή που θα αφορά πρόσωπα και όχι πολιτικές δυνάμεις, δεν αντιτίθεται στην αρχή ότι η κάθε έδρα ανήκει στο κόμμα;

Φτάνουμε στο τέλος μιας αναγκαστικής κυβερνητικής συνεργασίας, καθώς το δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» δεν κυριαρχεί πλέον. Σ` αυτήν, όμως, την κρίσιμη φάση της μετάβασης η συμπεριφορά του κ. Καμμένου, το φλερτ διαρκείας με παράγοντες του εθνικιστικού χώρου, ο ανυπόφορος φιλοαμερικανισμός του, ή, ακριβέστερα φιλοτραμπισμός του, και, κυρίως, η απόφασή του να υπερβεί τα εσκαμμένα , σε κρίσιμο εθνικό θέμα ευρισκόμενος ως υπουργός αυτής της κυβέρνησης στο εξωτερικό, έχουν θέσει νέα δεδομένα, που αν συνεχιστούν φθείρουν ανεπανόρθωτα την κυβερνητική προσπάθεια. Γι` αυτό πρέπει να προετοιμαζόμαστε για κάθε ενδεχόμενο και να είμαστε προσεκτικοί, προφυλάσσοντας την κυβερνητική σταθερότητα. Επιδιώκουμε, αυτή η κυβέρνηση να ολοκληρώσει τη θητεία της με τη συμμετοχή των ΑΝΕΛ. Γι` αυτό, προσωπικά, έχω συμβουλεύσει τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ, να αφήσει τους βουλευτές του να ψηφίσουν κατά συνείδηση στο ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών και να μην το μετατρέψει σε αιτία για να αποσύρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση, όπως τον εκλιπαρεί ο κ. Μητσοτάκης και τα φιλικά προς την αντιπολίτευση ΜΜΕ. Αυτό απαντά στο ερώτημά σας περί των εδρών, γιατί αν εισακουστεί η πρότασή μου δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Aπό εκεί και πέρα, εμείς πρέπει να σιγουρέψουμε ότι υπάρχει ο διπλός συσχετισμός στη Βουλή και για να περάσει η συμφωνία των Πρεσπών και για να αποκρουστεί τυχόν πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ. Όσο για τον σχηματισμό νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας μέσα στην υπάρχουσα Βουλή, προβληματίζομαι. Προσωπικά, τάσσομαι υπέρ της άποψης οι όποιες συνεργασίες (που πρέπει να έχουν σαφή προοδευτική κατεύθυνση) να είναι πρωτίστως μεταξύ πολιτικών δυνάμεων στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων και με νωπή τη λαϊκή ετυμηγορία.

Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ορόσημο για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αποδεικνύεται και μεγάλο αγκάθι. Πώς σχολιάζεις τις εξελίξεις στο μακεδονικό; Ποια τα εμπόδια και ποια τα επόμενα βήματα;

Το Μακεδονικό είναι εκκρεμότητα 25 ετών που έχει δηλητηριάσει την πολιτική ζωή. Η κυβερνητική αποφασιστικότητα να το λύσει, τελικά, αποδιοργανώνει την εθνικιστική παρέμβαση. Παρατηρούμε ότι οι εθνικισμοί εδώ και στην ΠΓΔΜ λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία με κοινό παρονομαστή την παράδοξη κριτική ότι με τη συμφωνία των Πρεσπών και οι δύο κυβερνήσεις ξεπουλάνε τη χώρα τους! Όταν ολοκληρωθεί το χρονοδιάγραμμα και έλθει η συμφωνία που έχει μάλιστα την απροσχημάτιστη υποστήριξη του ΟΗΕ και της Δύσης για κύρωση στην ελληνική Βουλή, όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα βρεθούν μπροστά σε διλήμματα που απειλούν τη συνοχή τους. Η ψήφος κατά συνείδηση μπορεί να δώσει σε όλους διέξοδο. Ας το τολμήσουν.

Αναπτυξιακό σχέδιο-Σύγκλιση με Ευρώπη

Μετά την ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος, έχει ανοίξει μια μοναδική ευκαιρία για να εφαρμόσει μια άλλη πολιτική, πιο κοντά στις θέσεις και τις ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της Αριστεράς. Πώς θα μπορούσε να κάνει πιο θαρραλέα πολιτική, με τους περιορισμούς του βραχυπρόθεσμου προγράμματος; Σε ποια ζητήματα πρέπει να αφήσει το δικό της στίγμα, πριν την ολοκλήρωση της θητείας της; Υπάρχει χρόνος, περιθώριο και όραμα για άσκηση μιας άλλης πολιτικής μετά τα μνημόνια;

Η Ελλάδα βγήκε από τα μνημονιακά προγράμματα, με την έννοια ότι δεν έχει ανάγκη να συνάψει νέο δάνειο συνοδευόμενο από νέα μέτρα. Το περίφημο 4ο μνημόνιο υπάρχει μόνο στη φαντασία της αντιπολίτευσης και ήδη έχει αποσυρθεί από την πολιτική ρητορική της . Όμως, ένα ολόκληρο πλέγμα μέτρων, νόμων και ρυθμίσεων παραμένουν, συγκροτώντας ένα νεοφιλελεύθερο θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό οικοδόμημα , το οποίο εμείς πρέπει βαθμιαία να αποδομήσουμε. Έχουμε κάνει αρκετά βήματα σε πολλούς τομείς με αιχμή την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την αποτροπή της περαιτέρω φτωχοποίησης του πληθυσμού, τη σταθεροποίηση και την αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους, της υγείας και της παιδείας. Στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο, επίσης, είναι θετικό ότι αντισταθήκαμε σε μεγάλο βαθμό στην αξίωση των δανειστών να υιοθετήσουμε τα μνημόνια, περίπου ως ταυτοτικό στοιχείο του ΣΥΡΙΖΑ ή να στήσουμε κι εμείς σκηνικό ενός χαζοχαρούμενου success story, την ίδια ώρα που η κοινωνία ακόμη δοκιμάζεται από τις επιπτώσεις της κρίσης. Την περίοδο αυτή, με μια σειρά θετικών παρεμβάσεων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ θα ξετυλίξουμε την πολιτική μας και προς όφελος των μεσαίων στρωμάτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Όμως, είμαστε μακριά από το να πούμε πως έχουμε καταφέρει να πλήξουμε καίρια το νεοφιλελεύθερο πυρήνα αυτού του οικοδομήματος και τους όρους αναπαραγωγής του. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί, αν στην κατάλληλη στιγμή και σταθμίζοντας τους συσχετισμούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εξελίξεις όπως αυτές με την Ιταλία, δεν θέσουμε ξανά το ζήτημα του χρέους σε συνάρτηση με τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα. Πρέπει, ταυτόχρονα, να αποκτήσουμε σαφή, ενιαία και επεξεργασμένη αντίληψη για τις συνέπειες που μπορεί να έχει για τη χώρα η καθήλωσή της σε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε ένα σπιράλ χαμηλών επενδύσεων, μισθών, συντάξεων και υψηλής ανεργίας, η δημογραφική γήρανση, η φυγή των νέων μας στο εξωτερικό και η εντεινόμενη απόκλισή της από τον αναπτυγμένο ευρωπαϊκό πυρήνα. Κι όλα αυτά με φόντο μια γιγάντια τεχνολογική/ παραγωγική αναδιάρθρωση στο πλαίσιο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, με αιχμή τη ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη, που θα επηρεάσει τα πάντα και θα θέσει κρίσιμα ζητήματα προοπτικών και διακινδύνευσης στον κόσμο της εργασίας. Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, δεν μπορεί να γίνει αν δεν θέσουμε ως κεντρικό στόχο των πολιτικών μας και του αναπτυξιακού μας σχεδίου την αλλαγή του προτύπου ανάπτυξης και τη σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους σε όλους τους τομείς. Η προβλεπόμενη ανάπτυξη του 1% ή του 2% τα επόμενα χρόνια επιδεινώνει την απόκλιση. Απασχόληση και προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να είναι κεντρικοί άξονες της πολιτικής μας. Μέσα στην κρίση, η κοινωνική συνείδηση αλλά και η πολιτική προνοητικότητα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος έχει υποχωρήσει. Ναι, για όλα τα παραπάνω υπάρχει ο χρόνος, νομίζω και το όραμα που πρέπει να ξεδιπλώσουμε για να φύγουμε από το λίγο και το μίζερο παρών που μας καθηλώνει και να ανοιχτούμε σε έναν ευρύτερο και πιο ελπιδοφόρο ορίζοντα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, με ακόμη πιο έντονο το στίγμα της δικής μας πολιτικής.

Προγραμματική πόλωση με τη Δεξιά

Η Νέα Δημοκρατία έχει εγκλωβιστεί σε μια συνεχή αντίφαση. Από τη μια, ο Κ. Μητσοτάκης θέλει να εμφανίζεται ως πρόεδρος ενός κεντροδεξιού κόμματος και από την άλλη πρακτικές της τείνουν προς την άκρα δεξιά. Η πολιτική αντιπαράθεση φαίνεται να περιορίζεται σε επίπεδο εντυπώσεων και να χάνεται η ουσία, αλλά και η ευκαιρία για ανάδειξη των θέσεων της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς σχολιάζεις τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και πώς πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να μην εγκλωβίζεται στην ατζέντα που θέτει η Νέα Δημοκρατία;

Η ΝΔ περνάει μια βαθιά κρίση στρατηγικής που εγγράφεται όλο και περισσότερο στην κρίση της ευρωπαϊκής Δεξιάς, με την ορμητική άνοδο της Ακροδεξιάς που επιχειρεί πέραν των άλλων να εκπροσωπήσει την αντιευρωπαϊκή πολιτική Τραμπ. Στη ΝΔ έχει πλέον «ευλογηθεί» το πάντρεμα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που εκπροσωπεί ο κ. Μητσοτάκης με την ακροδεξιά της πτέρυγα, κάτι που επισημοποιήθηκε πλήρως με τη στάση της στο Μακεδονικό. Δεν πρέπει, βεβαίως, να υποτιμούμε μια άλλη «ανάρμοστη σχέση» του κ. Μητσοτάκη, αυτήν με τα μεγάλα επιχειρηματικά και εκδοτικά συμφέροντα, που του εξασφαλίζουν –χάρη και σε δικά μας λάθη, ειδικά στην ΕΡΤ- μιντιακή υπεροπλία και τη δυνατότητα να θέτει, ειδικά σε θέματα νόμου και τάξης και στο μεταναστευτικό τη δική του ατζέντα Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του έχει στα χέρια του τη διακυβέρνηση, συνεπώς, οφείλει να κάνει πολιτική εκεί που έχει σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα: στην υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, στην κοινωνική και οικονομική πολιτική, στη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών. Μέσα από την επιτυχία του στα «μεγάλα» και στα ουσιώδη μπορεί να δείχνει πόσο μικροπολιτική και μακριά από τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών είναι η φοβική και τρομολαγνική αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ. Και κάτι ακόμη: η αναγκαία προγραμματική διαφοροποίηση και πόλωση που αντανακλά αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα και ιδεολογίες δεν πρέπει να μετατρέπεται σε αντιπαράθεση πάνω σε θέματα μικροπολιτικής ή σε προσωπική οξύτητα. Μια τέτοια τακτική ευτελίζει την πολιτική και τελικά ωφελεί μόνο τη ΝΔ.

Δημοκρατική εκκρεμότητα ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους

Σύμφωνα με δημοσιεύματα υπήρξε συνάντηση μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Ιερώνυμου, όπου λέγεται ότι αποφασίστηκε η απόδοση των μισών εσόδων της εκκλησιαστικής περιουσίας στο κράτος. Γνωρίζεις περισσότερα για αυτή την πρωτοβουλία, που κρίνεται ότι κινείται στην κατεύθυνση της διάκρισης μεταξύ κράτους και Εκκλησίας;

Δεν έχει υπάρξει κάποια ανακοίνωση γι ‘ αυτήν την νυχτερινή , όπως γράφτηκε, επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Αρχιεπισκοπή. Η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας προϋποθέτει την συμφωνία για τους τίτλους κυριότητας και βεβαίως τον σεβασμό της νομοθεσίας και ιδιαίτερα εκείνης που αφορά το περιβάλλον. Η Εκκλησία διεκδικεί πάνω από 1 εκατομμύριο στρέμματα , πολλά από τα οποία είναι δάση και παραλίες, και, βεβαίως, διεκδικεί πολλά κονδύλια από το ΕΣΠΑ. Πρόκειται, σε μεγάλη έκταση, για sui generis δημόσια περιουσία , κάτι που προκύπτει από τον τρόπο «κτήσης», αλλά και από τον χαρακτήρα της Εκκλησίας. Συνεπώς, πριν φτάσουμε στο μοίρασμα των προσδοκώμενων εσόδων, πρέπει να διασφαλίσουμε τις προϋποθέσεις της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Οι δασικοί χάρτες και το Κτηματολόγιο θα αποτελέσουν τη βάση για την οριστική διευθέτηση. Όποια αξιοποίηση , όμως, και αν υπάρξει της εκκλησιαστικής περιουσίας, είναι σχεδόν αδύνατον η Εκκλησία να κερδίζει 190 εκατ. Ευρώ ετησίως , όσα εισπράττει από τον κρατικό προϋπολογισμό για την μισθοδοσία του Κλήρου και άλλες λειτουργίες. Συνεπώς, τα οικονομικά της Εκκλησίας πρέπει να συζητηθούν χωρίς βιασύνες και μονομερείς ενέργειες, στο πλαίσιο της αναγκαίας διάκρισης των ρόλων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Η συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να βοηθήσει , αρκεί να μην επιλεγούν μεσοβέζικες λύσεις με βάση τις οποίες τα δικαστήρια , όπου είναι γνωστή η επιρροή της Εκκλησίας, θα κρίνουν … Είναι αναγκαία η κατάργηση του άρθρου 3 του Συντάγματος που ορίζει τα περί επικρατούσας θρησκείας, καθώς και το Προοίμιο το οποίο περίπου εμφανίζει το Άγιο Πνεύμα να ευλογεί το Σύνταγμα, κατασκευάζοντας έτσι συμβολικά ένα δεύτερο θεμέλιο του Συντάγματος δίπλα στη λαϊκή κυριαρχία! Η διάκριση των ρόλων , δηλαδή ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, αποτελεί δημοκρατική εκκρεμότητα 200 ετών και συνιστά ώριμο κοινωνικό αίτημα, που μόνο μια προοδευτική κυβέρνηση μπορεί να ικανοποιήσει, επειδή δεν διαγκωνίζεται για την εύνοια της Ιεραρχίας , δηλαδή, δεν συνιστά εκδοχή της «Δεξιάς του Κυρίου», για να θυμηθούμε τον Χριστόδουλο. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μετωπική ρήξη με τους θρησκευόμενους πολίτες, αλλά για διαμόρφωση συνταγματικών- δημοκρατικών όρων που θα εμποδίζουν την Εκκλησία να αναμειγνύεται στην πολιτική ζωή και να διεκδικεί να ασκεί ακόμα και εξωτερική πολιτική, όπως φάνηκε πρόσφατα με τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Οι νέοι διακριτοί ρόλοι Κράτους- Εκκλησίας θα δημιουργήσουν δυνατότητες για την απελευθέρωση και των απλών ιερέων και μοναχών από το καθεστώς της δεσποτοκρατίας. Δηλαδή, η κατάργηση του άρθρου 3 δημιουργεί, σταδιακά, τις προϋποθέσεις για τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό του συνόλου της πολιτικής ζωής της χώρας και την απόδοση στοιχειωδών δικαιωμάτων σε όλους τους πολίτες. Το επιχείρημα ότι δεν είναι τώρα η ώρα, το ακούμε επί 200 χρόνια! Τώρα ήταν η ώρα να λύσουμε το Μακεδονικό, τα ίδια μας είπαν και γι’ αυτό ! Τώρα είναι η ώρα να κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα, που θα αποδειχθεί επωφελές και για την Πολιτεία και για την Εκκλησία, χωρίς να διχάσει τον λαό. Και αυτή η συνταγματική αναθεώρηση, που γίνεται ενόψει των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, μπορεί να αποκτήσει έναν ιδιαίτερο δημοκρατικό συμβολισμό, που θα προσδώσει βαθύτερη λαϊκότητα στην συγκρότηση του ελληνικού έθνους.

«Μάχη ταυτότητας» για την Ριζοσπαστική Αριστερά

Σε λίγους μήνες θα ανοίξουν οι κάλπες στην Ευρώπη, σε μια Ένωση που αλλάζει. Ποια πρέπει να είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και ποια διαδικασία θα πρέπει να προηγηθεί, ώστε να μην είναι απλώς αναγγελία υποψήφιων ευρωβουλευτών; Την ίδια μέρα θα γίνουν και οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Ήδη έχουν ανακοινωθεί κάποιες υποψηφιότητες. Ιδιαίτερα οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μια ευκαιρία, ώστε να αναδειχθούν τα «μικρά» αλλά σημαντικά ζητήματα της τοπικής κοινωνίας. Πώς θα επιτευχθεί αυτό;

Στην Ευρώπη έχουμε ήδη μπει σε περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας και κρίσης προσανατολισμού. Το Brexit, η ιταλική κρίση, η διαίρεση με αφορμή το μεταναστευτικό, η ενίσχυση της ακροδεξιάς σε μια σειρά χώρες, η ασταθής και εύθραυστη ανάπτυξη, οι περιπλοκές στις σχέσεις με τις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Ρωσία, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις και η κλιμάκωση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, δοκιμάζουν τις αντοχές των ηγετικών ελίτ και των κυρίαρχων δυνάμεων, που έχοντας διαμορφώσει τη λεγόμενη σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση κατηύθυναν τις τύχες της Ε.Ε. Δυστυχώς, από το κύμα αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού κατεστημένου, φαίνεται προς το παρόν να επωφελούνται κυρίως δυνάμεις ακροδεξιού προσανατολισμού και να ξεπηδούν παντού στην Ευρώπη τα φαντάσματα του εθνικισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Η πιθανότητα, αυτές οι δυνάμεις να είναι εκείνες που θα σφραγίσουν με τη νίκη τους τις επερχόμενες ευρωεκλογές είναι μεγάλη και η Αριστερά μαζί με το σύνολο των προοδευτικών δυνάμεων πρέπει να πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια ανάσχεσης της Ακροδεξιάς. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ηττηθεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική που έχει δημιουργήσει κοινωνικές ανισότητες πάνω στις οποίες βλαστάνει η ξενοφοβία. Ούτε μπορεί να γίνει με την υιοθέτηση , έστω πιο κομψά, στοιχείων της ξενοφοβικής ατζέντας της Ακροδεξιάς. Και ακόμη δεν μπορεί να υιοθετηθεί η αντιρωσική πολιτική κυρίαρχων δυνάμεων, που σπρώχνει την Ευρώπη στο δίλημμα «υποταγή στις ΗΠΑ ή διάλυση». Αντιθέτως, ένα ευρύ μέτωπο κατά της Ακροδεξιάς πρέπει να έχει ως θεμέλιο την αλλαγή των ασκούμενων πολιτικών στην Ευρώπη, και την ενίσχυση της δημοκρατικής επαναθεμελίωσής της. Γι’ αυτό η ριζοσπαστική αριστερά οφείλει να δώσει «μάχη ταυτότητας» σε αυτές τις Ευρωεκλογές και ταυτοχρόνως να αναδειχθεί η πολιτική δύναμη εκείνη που μπορεί να αναδιοργανώσει συμμαχίες με τμήματα της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας και των Πρασίνων, ως απάντηση στην κρίση της σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης και στο ξεπέταγμα της Ακροδεξιάς. Η μηχανιστική αναβίωση των Λαϊκών Μετώπων του Μεσοπολέμου συνιστά αναχρονισμό που είναι και αναποτελεσματικός διότι δεν απαντά στα νέα χαρακτηριστικά του μετα- φασισμού του 21ου αιώνα, που εμφανίζεται πολλές φορές να κλέβει από την ατζέντα της Αριστεράς κοινωνικά στοιχεία, τα οποία η κυρίαρχη Αριστερά έχει απεμπολήσει . Οι Αυτοδιοικητικές εκλογές προφανώς και επηρεάζονται από το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο, διαθέτουν όμως και την σχετική αυτονομία τους, διότι απηχούν ιδιομορφίες και αιτήματα της τοπικής κοινωνίας. Συνεπώς, οι πολιτικές συμμαχίες δεν είναι μηχανιστική αντανάκλαση της κεντρικής πολιτικής , αλλά διαθλώνται από τις τοπικές ιδιαιτερότητες, στο πλαίσιο πάντοτε δημοκρατικών αξιών και υποστήριξης των μεταρρυθμίσεων του ‘Κλεισθένη’. Ο ρόλος των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ και των αυτοδιοικητικών σχημάτων του χώρου πρέπει να αποδειχθεί καθοριστικός , σε μια πορεία πολιτικοποίησης του διαλόγου και των επιλογών της τοπικής κοινωνίας. Η επιβολή από τα πάνω συμμαχιών μπορεί να βρει το Κόμμα οργανωτικά και πολιτικά σε κακή κατάσταση την επομένη των εκλογών. Επιμονή, λοιπόν, στη δημοκρατική μέθοδο λήψης των αποφάσεων, χωρίς χρονοτριβή.

Επεξεργασίες αλλά και πρωτοβουλίες υπουργείων ή της κυβέρνησης φαίνεται να μην έχουν εμπλέξει το κόμμα, πόσω μάλλον να έχουν συζητηθεί στη βάση. Ένα παράδειγμα είναι το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης.  Πολλά έχουν ακουστεί για το τι θα περιλαμβάνει, όμως το κόμμα δεν έχει τοποθετηθεί…

Παρότι η συνταγματική αναθεώρηση άνοιξε το καλοκαίρι του 2016 με την ομιλία Τσίπρα, έκτοτε δεν συζητήθηκε ενώ εκπονήθηκαν, στο στενό επιτελείο του Μαξίμου, σενάρια , πολλά από τα οποία οδηγούσαν σε ένα βοναπαρτιστικό σύστημα διακυβέρνησης, με δυαρχία ανάμεσα σε δύο απευθείας εκλεγμένους από τον λαό πολιτειακούς παράγοντες, τον Πρωθυπουργό και τον ΠτΔ. Τα σενάρια αυτά, που , όπως παρατήρησε και ο ΠτΔ , ήταν προβληματικά από συνταγματικής άποψης, προχθές ενημερωθήκαμε στην ΠΓ ότι δεν επιλέγονται. Η συνταγματική αναθεώρηση είναι αναγκαία για να εμφυσήσει νέες αξίες στην κοινωνία και να δημιουργήσει τις θεσμικές προϋποθέσεις ώστε να μην συνταγματοποιηθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, να κατοχυρωθούν κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, και να αποκατασταθεί το κύρος της πολιτικής με την κατάργηση των διατάξεων περί ευθύνης υπουργών. Σήμερα δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για νια ευρεία μεταρρύθμιση, θα μπορούσαμε όμως να προβλέψουμε ώστε η διαδικασία αναθεώρησης να καταστεί πιο ευέλικτη. Γενικότερα, μέσα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, έχει διαφοροποιηθεί και σχετικοποιηθεί η ισχύς του Συντάγματος. Υπερεθνικά όργανα, όπως η ΕΕ , εκπονούν πολιτικές που επικρατούν σε κάθε χώρα. Αλλά συμβαίνει όμως και κάτι αποκρουστικό : μη νομιμοποιημένοι θεσμοί, με εξόφθαλμη ιδιοτέλεια, όπως είναι οι οίκοι αξιολόγησης, συγκροτούν ένα πλέγμα υπερσυνταγματικών πολιτικών διευθετήσεων σε βάρος των κυρίαρχων κρατών, κάτι που ζήσαμε επώδυνα με τα Μνημόνια. Δεν χρειάστηκε να υπάρξει τυπική άρση του Συντάγματος και εφαρμογή του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης . Ήταν αρκετή η παράκαμψή του και η ουσιαστική εφαρμογή του καθεστώτος αυτού.

Νέες δυνατότητες για τον ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε φάση επανεκκίνησης και ιδεολογικοπολιτικής αναβάθμισης. Αρκεί η ενίσχυση του κόμματος με νέα όργανα ή νέο γραμματέα; Πως θα αποτραπεί ο κίνδυνος να αποδυναμώσει κάθε ζωντανό κύτταρο του κόμματος; Θα γίνει διαρκές συνέδριο.

Με την έξοδο από τη Δανειακή Σύμβαση δημιουργούνται νέες δυνατότητες ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να επανασυνδεθεί με την αριστερή ριζοσπαστικοποίηση, αποκρούοντας την πίεση να μετατραπούμε σε ένα ακόμη κόμμα του συστήματος. Η απομάκρυνση ενεργών αριστερών πολιτών, ιδιαίτερα των νέων, αλλά και η χαμηλή συμμετοχή των μελών στις κομματικές διαδικασίες δεν οφείλεται πρωτίστως σε οργανωτικά προβλήματα, αλλά αντανακλά την απογοήτευση με την οποίο βίωσε ο αριστερός κόσμος την επώδυνη συμφωνία του 2015, καθώς και τις επιπλέον δυσκολίες που προκάλεσε η στάση των πιστωτών στο πρώτο διάστημα εφαρμογής της. Το κόμμα πρέπει να ξαναβρεί μια διαφορετική σχέση με την κυβέρνηση, μια σχέση διαλεκτικής έντασης, που θα θεμελιώνεται πάνω σε ένα πρόγραμμα που θα υπερβαίνει και σταδιακά θα απομακρύνεται από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, σε συνάρτηση πάντοτε με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ένα πρόγραμμα που από τα κάτω, δηλαδή, με την αντιμετώπιση των πιεστικών καθημερινών προβλημάτων, θα δημιουργεί προϋποθέσεις αριστερών παρεμβάσεων, έξω από τα πλαίσια ενός ασφυκτικού κυβερνητισμού, που, δυστυχώς, εξ αντικειμένου ή εξ υποκειμένου, συχνά παράγει φαινόμενα σύγχυσης, προχειρότητας και αλαζονείας που απογοητεύουν τους πολίτες. Χρειάζεται να περιφρουρήσουμε ως κόρη οφθαλμού το ύφος και το ήθος της αριστερής διακυβέρνησης, στηριγμένοι στην ειλικρίνεια και το επιχείρημα, που θα υπηρετεί ένα σχέδιο ανάπτυξης με τρίπτυχο τη δημοκρατία, τα κοινωνικά δικαιώματα και το περιβάλλον. Αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από την προοπτική του Σοσιαλισμού, που για μας ποτέ δεν ήταν ένα δόγμα αλλά ένας ανοιχτός ορίζοντας. Και έτσι θα κρίνεται: Κατά πόσο η πολιτική μας φέρνει πιο κοντά στο όραμα. Η παλιά θεωρία των σταδίων γνωρίζουμε που οδήγησε. Τώρα η στάθμιση του συσχετισμού οφείλει να λαμβάνει υπόψη και τη δυναμική υπέρβασής του. Με συνείδηση ότι «ο δρόμος δεν υπάρχει, τον δρόμο τον ανοίγουμε βαδίζοντας». Κάπως έτσι φαντάζομαι, ως μια γόνιμη διαδικασία αναστοχασμού και πολιτικών αποφάσεων το Προγραμματικό Συνέδριο, που πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατό, για να ξαναποκτήσουν τα μέλη τα πολιτικά τους δικαιώματα και να ξαναδώσει έμπνευση σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που μας εμπιστεύτηκε στις εκλογές και τώρα μας παρακολουθεί και περιμένει… Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

Πηγή: Η Εποχή