Η θεσμοθέτηση πανελλήνιων διαγνωστικών εξετάσεων για τους μαθητές και τις μαθήτριες όλης της χώρας σε διάφορα εκπαιδευτικά επίπεδα, που έγινε ευρύτερα γνωστή με την ονομασία “Ελληνική PISA”, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως ο ελλείπων κρίκος για τη θεραπεία σχεδόν όλων των αδυναμιών του εκπαιδευτικού συστήματος. Ακολούθησε, ανεπίγνωστα σύσσωμος ο φιλοκυβερνητικός τύπος, που υποστήριξε με διθυραμβικούς τόνους την ανάγκη της καθιέρωσής τους φορτώνοντας αβασάνιστα με ποικίλες κατηγορίες ακόμα και όσους πρόβαλλαν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις. Όπως συμβαίνει όμως συνήθως με τέτοιες πρωτοβουλίες, η αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων μέτρων δεν είναι αυταπόδεικτη. Εξαρτάται από τον χαρακτήρα τους, από το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται καθώς και από τους συγκεκριμένους όρους υπό τους οποίους πραγματώνονται. Από αυτή την άποψη η συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία έχει σαφώς αρνητικό πρόσημο και θα επιδεινώσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εκπαίδευση.
Νίκος Φίλης: “Ελληνική PISA”: Δούρειος Ίππος για την υποβάθμιση [και όχι για τη βελτίωση] της δημόσιας εκπαίδευσης
[Ιστορικό]
Η “Ελληνική PISA” εισάγεται με τον Ν. 4823/2021 (ΦΕΚ 136/Α/3-8-2021, άρ. 104), που προβλέπει ότι κάθε χρόνο διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές και τις μαθήτριες της ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού και της Γ΄ Τάξης Γυμνασίου στη Νεοελληνική Γλώσσα και στα Μαθηματικά, χωρίς να αποκλείεται η επέκτασή τους και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα ή σε άλλες τάξεις. Ως σκοπός αυτής της ρύθμισης δηλώνεται η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε τρία επίπεδα: εθνικό, περιφερειακό και επίπεδο σχολικής μονάδας.
Με σχετική υπουργική απόφαση, που ακολούθησε (ΦΕΚ 877, τ. Β΄, 25-2-2022), διευκρινίζονται περαιτέρω οι λεπτομέρειες της διεξαγωγής των εξετάσεων, ενώ ειδικά για το σχολικό έτος 2021-22 ορίζεται ότι το πρόγραμμα θα υλοποιηθεί σε αντιπροσωπευτικό πανελλαδικό δείγμα 1.200 σχολείων, πιθανώς λόγω της περιορισμένης χρηματοδότησης. Διευκρινίζεται, ακόμη, στην απόφαση ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών θα αξιοποιηθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες για τη διατύπωση βελτιωτικών προτάσεων σε ό,τι αφορά τα προγράμματα σπουδών, το εκπαιδευτικό υλικό, τη διδακτική μεθοδολογία, για προσεγγίσεις συμπεριληπτικής και αντισταθμιστικής εκπαίδευσης, καθώς και για την ανάπτυξη εστιασμένων επιμορφωτικών δράσεων, αλλά και γενικότερα για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής πολιτικής.
[Ανάλυση και κριτική]
Επανειλημμένα διαβεβαιώνουν οι αρμόδιοι παράγοντες του Υπ. Παιδείας ότι το εξεταστικό πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί με πρότυπο το διεθνές πρόγραμμα P.I.S.A. (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ. Είναι γνωστό όμως ότι το πρόγραμμα αυτό έχει δεχτεί επικρίσεις με βασικά επιχειρήματα, μεταξύ άλλων, ότι η χρησιμοποίησή του ως ερευνητικού εργαλείου οδηγεί σε έναν ακραίο και αφόρητο ανταγωνισμό ανάμεσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, αντιστρατεύεται βασικές παιδαγωγικές αρχές ενός ανθρωπιστικού σχολείου, οδηγεί σε κατηγοριοποίηση και κατάταξη των σχολείων, των μαθητών/μαθητριών αλλά και των εκπαιδευτικών, προσανατολίζει τη διδασκαλία σε προσχεδιασμένα μαθήματα και ενισχύει την αποστήθιση σε βάρος της κριτικής και δημιουργικής μάθησης.
Η «ελληνική PISA», προσανατολισμένη στα ίδια πρότυπα, δεν αποφεύγει κανέναν από τους παραπάνω κινδύνους. Μπορεί οι σχεδιαστές και οι υποστηρικτές της να ισχυρίζονται ότι με την αξιοποίηση των πορισμάτων της θα προκύψουν προτάσεις για την προώθηση της συμπεριληπτικής και αντισταθμιστικής εκπαίδευσης, αλλά η ασκούμενη από την κυβέρνηση της Ν.Δ. εκπαιδευτική πολιτική δείχνει να κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Η εμμονική προώθηση μιας ψευδεπίγραφης “αριστείας”, με την ανάπτυξη ενός δικτύου προνομιακών σχολείων, των περιβόητων πρότυπων και πειραματικών, αναδεικνύει πως αυτό που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι η πρόοδος μιας ολιγάριθμης μαθητικής ελίτ της ελληνικής κοινωνίας και όχι η διασφάλιση μιας ποιοτικά αναβαθμισμένης εκπαίδευσης για κάθε παιδί, ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του.
Η εγκληματική αδιαφορία που επέδειξε το Υπ. Παιδείας για την αντιμετώπιση των παιδαγωγικών συνεπειών της πανδημίας, κυρίως σε βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, έδειξε ότι περισσότερο νοιαζόταν για την τυπική κάλυψη της διδακτέας ύλης και τη συμπλήρωση των κενών στα βιβλία ύλης παρά για την κάλυψη των μεγάλων μαθησιακών κενών που δημιούργησε το κλείσιμο των σχολείων με την πολυδιαφημισμένη αλλά εντελώς ανεπαρκή τηλεκπαίδευση. Και στην περίπτωση αυτή θύματα υπήρξαν τα παιδιά που η οικογένειά τους δεν είχε τα μέσα για να παρακολουθήσουν την τηλεκπαίδευση, κυρίως δε εκείνα που αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως τα προσφυγόπουλα και τα παιδιά άνεργων και οικονομικά αδύναμων οικογενειών.
Εξάλλου, η προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει στους εκπαιδευτικούς μια “τιμωρητική” αξιολόγηση, με σοβαρές συνέπειες στην επαγγελματική τους εξέλιξη, επιβεβαιώνει πως το ενδιαφέρον της δεν είναι η επιμόρφωση και η βελτίωση του έργου τους, αλλά η δημιουργία συνθηκών ελέγχου και χειραγώγησής τους.
Προβληματική είναι, επίσης, η σαφής προτίμηση του Υπ. Παιδείας να διεξάγει τις εξετάσεις αυτές με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής που, σε συνάρτηση με την Τράπεζα θεμάτων, με την οποία συνδέονται, ενέχει τον κίνδυνο της παρώθησης μαθητών / μαθητριών και εκπαιδευτικών προς την αποστήθιση, σε πλήρη αντίθεση με τις επίσημα αναφερόμενες επιδιώξεις του προγράμματος.
Αυτό που απομένει, τελικά, ως η πραγματική επιδίωξη της κυβέρνηση με την περιβόητη “Ελληνική PISA”, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις οδηγίες του ΟΟΣΑ, είναι να αξιοποιήσει τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από τα σταθμισμένα και τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών, πρακτική που ανοίγει τον δρόμο στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, σε συγχωνεύσεις και σε κλείσιμό τους, αλλά και σε απολύσεις εκπαιδευτικών, όπως έδειξε η τραγική εμπειρία των πρώτων μνημονιακών χρόνων.
Η διεθνής εμπειρία έχει να παρουσιάσει εύγλωττα παραδείγματα χωρών που οδηγήθηκαν σε σημαντικές εκπαιδευτικές επιτυχίες απορρίπτοντας τις συνταγές του νεοφιλελευθερισμού και ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο. Την εμπειρία αυτή συμπυκνώνει εύστοχα ο εμβριθής μελετητής του φινλαδικού παραδείγματος Pasi Sahlberg στο βιβλίο του Φινλανδικά Μαθήματα. ‘Οπως τονίζει χαρακτηριστικά, “… η Φινλανδία είναι ξεχωριστή … επειδή κατάφερε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο οι μαθητές μαθαίνουν καλά και ταυτόχρονα είναι δίκαιο, καθώς παρουσιάζει μικρή διακύμανση στις επιδόσεις των μαθητών μεταξύ των σχολείων σε διαφορετικά μέρη της χώρας.…” Και συνεχίζει: “… η Φινλανδία είναι ένα παράδειγμα χώρας που δεν εφαρμόζει την επιθεώρηση των σχολείων, το τυποποιημένο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και εξετάσεις με τις οποίες διακυβεύεται το μέλλον των μαθητών (highstakes), τη λογοδοσία με βάση τα τεστ, και τη νοοτροπία του αγώνα για την κορυφή στην εκπαιδευτική αλλαγή”.
Νίκος Φίλης