Τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία αιφνιδίασαν αρκετούς. Οι παράγοντες που οδήγησαν εκεί είναι προφανώς πολλοί: η επίμονη οικονομική κρίση, η απομόνωση και ο φόβος που έσπειρε η πανδημία, η υπόκλιση στον απολίτικο τεχνοκρατισμό των πρωθυπουργών χωρίς πολιτικές και κοινωνικές αναφορές, η αποχή από την κάλπη ψηφοφόρων του προοδευτικού χώρου λόγω απογοήτευσης και του περίφημου «όλοι ίδιοι είναι». Αλλά ανάμεσά τους, κυρίαρχη είναι η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου που έχει γίνει πια «πετσί» σε τμήματα της κοινωνίας. Κυρίως στον συντηρητικό χώρο, δυστυχώς όμως όχι μόνο σ’ αυτόν.
Τις προάλλες δημοσιογράφος εθνικής εμβέλειας καναλιού, σε πάνελ που συμμετείχα, μου αντέτεινε ότι θα έπρεπε να συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: η υιοθέτηση ακροδεξιού λόγου από τα μεγάλα, πρώην φιλελεύθερα συντηρητικά κόμματα, μάλλον «ευνουχίζει» τους ακροδεξιούς, τους στερεί ζωτικό χώρο και δυσκολεύει την εκλογική τους ισχυροποίηση. Η αφέλεια αυτής της προσέγγισης είναι μνημειώδης.
Πρώτα από όλα, γιατι οι ιδέες της ακροδεξιάς είναι άθλιες και επικίνδυνες. Αν τις αφήναμε να ανθίσουν χωρίς να τις πολεμήσουμε με κάθε διαθέσιμο τρόπο και μέσο, σε κάθε δρόμο και χώρο εργασίας, τότε βήμα βήμα, αλλά πάντως πολύ σύντομα, θα βλέπαμε να μας περιβάλλει μια κοινωνία φόβου και τρόμου με γενικευμένη επίθεση στις γυναίκες, στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, σε κάθε λογής μειονότητα (χρώματος, φύλου, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού κλπ.). Πολύ γρήγορα σε όλους εργαζόμενους και φυσικά σε κάθε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό δικαίωμα.
Γιατί πίσω από τον «αντισυστημισμό» και τον κίβδηλο «αντικαπιταλισμό» της ακροδεξιάς κρύβεται στην πραγματικότητα η επίθεση σε θεσμούς και συλλογικές κατακτήσεις που κερδήθηκαν με αγώνες, ακριβώς ενάντια στις δυνάμεις του καπιταλισμού. Αυτή την έννοια έχει η επίθεση στο συνδικαλισμό, η επίθεση στις διαδηλώσεις στο δρόμο (όπου δήθεν, μια πλειοψηφία ταλαιπωρεί τους πολίτες), η επίθεση στα δικαιώματα των γυναικών, η ενοχοποίηση των νέων που δήθεν με την «απειθαρχία» τους απειλούν τη δημόσια τάξη κ.ά. Εντέλει η γενίκευση του κοινωνικού αυτοματισμού. Όλοι εναντίον όλων.
Υπάρχει όμως κάτι πέρα από αυτό. Η πετυχημένη και μαζική αντίσταση της ελληνικής κοινωνίας στη Χρυσή Αυγή δεν ήταν ξεκομμένη από το νεότερο ιστορικό μας γίγνεσθαι. Οι ιδέες που κατατρόπωσαν το νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση είχαν ρίζες: ήταν αυτές που ξεπήδησαν και διαμορφώθηκαν κατά την Εθνική Αντίσταση ενάντια στους ναζί, στους αγώνες της δεκαετίας του ‘60 για την ήττα του ανώμαλου μετα-εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος και φυσικά στους αγώνες της Μεταπολίτευσης, για το στερέωμα και τις νέες κατακτήσεις της Δημοκρατίας. Κι ακόμα, οι αντιφασιστικές ιδέες ήταν διαρκώς παρούσες στο λόγο των κομμάτων, στο λόγο του θεάτρου, της λογοτεχνίας, του σκίτσου, φτάνοντας να γίνουν η φωνή των χιλιάδων διαδηλωτών σε ολόκληρη τη Μεταπολίτευση, μέχρι έξω από το Εφετείο, τη μέρα που καταδικάστηκε η Χρυσή Αυγή.
Για αυτό λοιπόν, όταν συμβαίνει το αντίθετο και ο λόγος της ακροδεξιάς υιοθετείται από κόμματα και ΜΜΕ, κάνοντάς τις «mainstream» ανοίγει το χώρο για να γίνουν αυτές αποδεκτές από όλο και πλατύτερα κοινωνικά στρώματα. Συμβαίνει πολύ συχνά τελευταία: όταν ακούμε ότι τα παράνομα push back και οι πνιγμοί που συνεπάγονται, είναι περίπου υποχρεωτικοί για την προστασία της χώρας. Όταν ακούμε ότι όποιος θέτει ζητήματα νομιμότητας και δικαιωμάτων είναι… περίπου πεμπτοφαλαγγίτης, πράκτορας του εχθρού, άνθρωπος του Ερντογάν! Όταν ακούμε ότι οι αμβλώσεις συνιστούν έγκλημα κατά της ζωής και ότι οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα να ορίζουν το σώμα τους. Όταν ακούμε από την κυβερνητική παράταξη ότι οι παράνομες υποκλοπές ταυτίζονται με το εθνικό συμφέρον και την ίδια στιγμή περιφρονείται η Βουλή που έχει συνταγματικό δικαίωμα και καθήκον να ελέγχει τις μυστικές υπηρεσίες.
Τότε, οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι. Κι αν τους παραθέτω εδώ, είναι για να κρούσω το κουδούνι του κινδύνου για τους πραγματικά φιλελεύθερους ανάμεσα στους συντηρητικούς πολίτες, αλλά κυρίως για εμάς, την ελληνική Αριστερά. Είναι καθήκον μας σήμερα, πάντοτε αλλά ιδιαίτερα μετά από τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία, να αγωνιστούμε με ριζοσπαστικές ιδέες για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, για τη δίκαιη διανομή του πλούτου και το κοινωνικό έλεγχο, για τον κρατικό έλεγχο στην Ενέργεια, στην Υγεία και την Παιδεία, για την κατοχύρωση εγγυημένου εισοδήματος για όλους, τέτοιου που να εξασφαλίζει ποιότητα στη ζωή. Ενάντια στην ακροδεξιά και στις ριζοσπαστικές alt-right νεο-δεξιές μεταμορφώσεις της ΝΔ και αντιλήψεις που έρχονται από τα βάθη του μεσοπολέμου. Και βέβαια, όχι μόνο στα πάνελ των ΜΜΕ και στη Βουλή, αλλά στους δρόμους, τα αμφιθέατρα και τους χώρους εργασίας, εκεί που αντίσταση διαμορφώνει συνειδήσεις και οδηγεί σε νίκες. Βραχυπρόθεσμα, αλλά όπως έχει διδάξει η ιστορία, και μακροπρόθεσμα.
Ο Νίκος Φίλης είναι βουλευτής Α’ Αθηνών και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Παρόν της Κυριακής