Ο Νοέμβριος είναι ο μήνας ο κακός φέτος στο Βερολίνο. Το μοιραίο άρχισε να παίρνει το δρόμο του τη νύχτα της περασμένης Τρίτης με τον εκλογικό θρίαμβο του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες που εξελήφθη ως ο χείριστος δυνατός οιωνός στη γερμανική πρωτεύουσα· συνεχίστηκε την επόμενη νύχτα με την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού του «φαναριού» (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Ελεύθεροι Δημοκράτες), όταν ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών και πρόεδρο των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ· και, όπως όλα δείχνουν, θα σημαδευθεί και τις επόμενες νύχτες από ανεξέλεγκτες πολιτικές αναταράξεις, δεδομένου ότι ούτε η εναπομείνασα συμπολίτευση, ούτε η αντιπολίτευση είναι σε θέση να καλύψουν το πολιτικό κενό με μια νέα κυβέρνηση στηριγμένη στην πλειοψηφία των βουλευτών.
Οι φιλόδοξοι στόχοι, που είχε θέσει αμέσως μετά τις εκλογές του 2021 ο αυτονομαζόμενος «συνασπισμός της προόδου» παραμένουν έτσι κατά το πλείστο απραγματοποίητοι. Ο Σολτς προσπαθεί μεν να σώσει ό,τι μπορεί ακόμα να σωθεί, παρατείνοντας αυτόβουλα την παραμονή της κουτσουρεμένης κυβέρνησής του μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου με την προοπτική της κήρυξης πρόωρων εκλογών δυο μήνες αργότερα. Μέχρι τότε θέλει να ψηφιστούν από την ομοσπονδιακή Βουλή:
– ο προϋπολογισμός για το 2025, που προβλέπει την λόγω «έκτακτης ανάγκης» (πόλεμος στην Ουκρανία!) υπέρβαση του ετήσιου δανεισμού πάνω από το επιτρεπόμενο 3% («φρένο χρέους»),
– φορολογικές ελαφρύνσεις για τα κατώτερα εισοδήματα εις βάρος των ανώτερων,
– επιδοτήσεις για τη χειμαζόμενη αυτοκινητοβιομηχανία και για τη μείωση του κόστους ενέργειας για τη βιομηχανία γενικότερα,
– περαιτέρω διόγκωση του στρατιωτικού προϋπολογισμού ενόψει του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας,
– υλοποίηση των δρακόντειων κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο προσφυγικό που προβλέπουν, μ.α., τη μεταφορά της εξέτασης των αιτήσεων της πλειοψηφίας των αιτούντων ασύλου σε υπηρεσίες εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων.
Μόνο που ο μοναδικός δυνητικός του εταίρος για όλα αυτά, οι Χριστιανοδημοκράτες, δηλώνουν εκβιαστικά ότι είναι πρόθυμοι για συζήτηση μόνο αν Σολτς θέσει ήδη την ερχόμενη εβδομάδα στη Βουλή θέμα εμπιστοσύνης (πράγμα που ένεκα της απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα οδηγήσει στην παραίτησή του) και προκηρύξει εκλογές για τον ερχόμενο Ιανουάριο – κάτι που θα μείωνε στο ελάχιστο το χρόνο της πολιτικής ανάρρωσης των Σοσιαλδημοκρατών από την τρέχουσα κυβερνητική κρίση.
Η τρέχουσα αιτία της κρίσης ήταν η διαμάχη ανάμεσα στον Λίντνερ, από τη μια, και τον Σολτς καθώς και τον υπουργό Οικονομίας και επικεφαλής των Πράσινων Ρόμπερτ Χάμπεκ, από την άλλη, σχετικά με το «φρένο χρέους» και τη συνακόλουθη φορολογική πολιτική. Ο πρώτος, ένας διακηρυγμένος «σύντροφος των αφεντικών» (στους επιστήθιους φίλους του ανήκει ο γενικός διευθυντής της Porsche Όλιβερ Μπλούμε) επέμενε στην τήρηση της συνταγματικής επιταγής για φρένο στο χρέος και ζητούσε αφενός φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πλούσιους και παράλληλα «τσεκούρι» στις επιχορηγήσεις για τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα· οι δεύτεροι, αντίθετα, εναντιώνονταν σε όλα αυτά και πρόκριναν, ενόψει των τεράστιων ελλειμάτων του προϋπολογισμού, μαζί με την υπέρβαση του ορίου του 3% στα χρέη την έκτακτη φορολόγηση της οικονομικής ολιγαρχίας.
Η διαμάχη εξελίχθηκε σε ανήλεη σύγκρουση τη νύχτα της Τετάρτης, όταν, σε διάλλειμα των διαπραγματεύσεων της Επιτροπής του Συνασπισμού στην καγκελαρία ο Σολτς ανακάλυψε, ότι ο Λίντνερ ζητούσε πίσω από την πλάτη του μέσω του δεξιού ταμπλόιντ Bild-Zeitung τη διεξαγωγή νέων εκλογών. «Από εκείνη τη στιγμή συνασπισμός του φαναριού ήταν ιστορία» έγραψε η εφημερίδα Tageszeitung. Ο Σολτς άστραψε και βρόντηξε. Ο άντρας που μέχρι τότε μιλούσε σαν πολιτικό ρομπότ μεταβλήθηκε σε λαϊκό δημεγέρτη, που, όπως έλεγε ακροατής του, έβγαλε την ίδια νύχτα το «λόγο της ζωής του» στην κοινοβουλευτική ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών. Στην ομιλία του ο Σολτς κατήγγειλε αφενός τον Λίντνερ ως «εμπρηστή», «μικροπρεπή», και ανάξιο της εμπιστοσύνης του, και αφετέρου έδωσε ένα περίγραμμα της μελλοντικής πολιτικής του, που περιλαμβάνει, μαζί με μια (στοιχειώδη) υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών του Ντόναλτ Τραμπ, την ανάληψη του πρώτου ρόλου στην οικονομική και στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας.
Το κακό είχε αρχίσει βέβαια πολύ νωρίτερα. Στην πρώτη φάση της διακυβέρνησής του, παρατηρεί ο πολιτικός αναλυτής Άλμπρεχτ φον Λούκε, το «φανάρι» είχε οικονομική ευρωστία χάρη στο φτηνό ρωσικό πετρέλαιο και γκάζι. Η εισαγωγή τους σταμάτησε όμως μετά την επιδρομή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σε αυτό προστέθηκε μια απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Καρλσρούης, πάλι σε μια μοιραία νύχτα του Νοεμβρίου το 2023, που έκρινε ότι τα τεράστια κονδύλια, που προβλέπονταν αρχικά για την καταπολέμηση της πανδημίας του Covid,πρέπει να διατεθούν για την απόσβεση του κρατικού χρέους και όχι, όπως σχεδίαζε η κυβέρνηση, για επενδύσεις σε οικολογικά και κοινωνικά προγράμματα. Τότε ήταν που άρχισε η ενδοκυβερνητική γκρίνια με κατάληξη το σχίσμα της περασμένης Τετάρτης.
Ενόψει λοιπόν της τρέχουσας δομικής κρίσης στην αυτοκινητοβιομηχανία καθώς και της στασιμότητας στην υπόλοιπη βιομηχανία το μέλλον της γερμανικής οικονομίας μοιάζει δυσοίωνο. Η κρίση του Νοεμβρίου ήρθε για να μείνει. Κι αυτό αποτελεί πικρή παρακαταθήκη για τους Χριστιανοδημοκράτες, που ετοιμάζονται πυρετωδώς να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας.
Νίκος Χειλάς