Macro

Νίκος Χειλάς: Γερμανία: Η πολιτική ως συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα

Ο Φρίντριχ Μερτζ και ο πράσινος πρωθυπουργός της Βάδης-Βυτεμβέργης, Βίνφριντ Κρέτσμαν, ο οποίος δήλωσε ότι θα προσπαθήσει να προσελκύσει τη νέα αμυντική βιομηχανία στο κρατίδιό του.

Είναι γλυκόπικρος αποχαιρετισμός. Η συμφωνία των Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία, που λέει «αντίο» στο συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους»,[1] προκαλεί αντιθετικά συναισθήματα. Πικραμένοι είναι οι Χριστιανοδημοκράτες, που μέχρι πρότινος εμφανίζονταν ως οι άγγελοι-παραστάτες του οικονομικού «γερμανικού ονείρου», ήτοι της νομισματικής σταθερότητας, που γι’ αυτούς εξασφαλίζεται μόνο μέσω μηδενικών δημόσιων ελλειμάτων και χρεών. Και «γλυκαμένοι» οι Σοσιαλδημοκράτες, που ζητούσαν από καιρό την κατάργηση του φρένου, θεωρώντας το τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη· οι εταιρείες παραγωγής οπλικών συστημάτων, οι μετοχές των οποίων εκτινάχθηκαν στα ύψη μόλις ανακοινώθηκε η συμφωνία· και ο πράσινος πρωθυπουργός της Βάδης-Βυτεμβέργης, Βίνφριντ Κρέτσμαν, ο οποίος δήλωσε ότι θα προσπαθήσει να προσελκύσει τη νέα αμυντική βιομηχανία στο κρατίδιό του.

Με τη συμφωνία αυτή μπαίνει το θεμέλιο για έναν κυβερνητικό συνασπισμό με καγκελάριο τον χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς, που αναμένεται να ορκιστεί πριν το Πάσχα.

Πρόκειται για συμφωνία-τομή στα γερμανικά μεταπολεμικά χρονικά. Σύμφωνα με αυτήν, την επόμενη δεκαετία θα διατεθούν 500 δισεκατομμύρια ευρώ για την ανανέωση και συντήρηση των έργων υποδομής (δημόσια κτίρια, δρόμοι, σχολεία, κ.λπ.) και ένα άλλο ποσό για τις αμυντικές ανάγκες. Το ύψος του; Άγνωστο, σίγουρα όμως πελώριο. Ή, σύμφωνα με τα λόγια του Μερτς: Εν όψει των διάφορων στρατιωτικών απειλών «πρέπει τώρα να ισχύει για την άμυνά μας το: Whatever it takes | οτιδήποτε χρειαστεί» – ήτοι τα δίνουμε όλα. Και τα δύο κονδύλια θα δοθούν με τη μορφή «ιδιαίτερων περιουσιακών αξιών» (Sondervermögen), ήτοι συμπληρωματικών προϋπολογισμών. Η άρση του «φρένου χρέους» δεν συνίσταται λοιπόν στην τυπική κατάργησή του, αλλά στον διαχωρισμό των δύο προϋπολογισμών. Ο Μερτς αποδέχεται από ανάγκη αυτή την ταχυδακτυλουργική λογιστική, επειδή δεν έχει άλλη πηγή χρηματοδότησης για την άμυνα και τις υποδομές.

Η οικονομική τομή είναι αναπόφευκτα και πολιτική. Με τη στροφή προς τον μιλιταρισμό, ο Μερτς, αντιστρέφοντας το αξίωμα του Κλάουζεβιτς («Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα»), υποτάσσει πρακτικά την πολιτική στις ανάγκες του πολέμου. Αυτό μεταφράζεται στη μαζική παραγωγή νέων οπλικών συστημάτων: 100.000 μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drone), 800 άρματα μάχης, 1.000 πύραυλοι τύπου Marsh. Στο ερώτημα, ποιος θα πληρώσει τον σχετικό λογαριασμό, έχει έτοιμη την απάντηση: Οι ΜΚΟ, που ασκούν κριτική στους Χριστιανοδημοκράτες, η μεγάλη μάζα των φορολογούμενων, που θα κληθεί να πληρώσει υψηλότερο φόρο προστιθέμενης αξίας, κ.ο.κ. – για πρόσθετη φορολόγηση των πλουσίων δεν κάνει πουθενά λόγο.

Ο Μερτς θα έχει βέβαια με το καλημέρα πρόβλημα με τη νέα κυβέρνηση. Από τη μια, ως καγκελάριος, θα έχει ηγεμονικό ρόλο σ’ αυτή. Από την άλλη θα πρέπει να εφαρμόσει την πολιτική των Σοσιαλδημοκρατών στο δεύτερο μεγάλο κυβερνητικό νεοτερισμό, στην ανανέωση των υποδομών. Η «ηγεμονία» του θα είναι λοιπόν ευθύς εξ αρχής κουτσουρεμένη.

Μια τέτοια «κρίση ηγεμονίας» αντιμετωπίζει και ο ιδεολογικά ομογάλακτός του καγκελάριος της Αυστρίας, ο πρόεδρος του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος Κρίστιαν Στόκερ, ο οποίος προΐσταται της νεοπαγούς κυβέρνησης Συντηρητικών, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελεύθερων (Neos, καμιά σχέση με τους ακροδεξιούς Φιλελεύθερους του κόμματος FPÖ). Το δικό του πρόβλημα είναι θεσμικού χαρακτήρα: Το αυστριακό σύνταγμα παρέχει απόλυτη αυτοτέλεια στους υπουργούς, ο καγκελάριος δεν μπορεί να τους δίνει εντολές, ή να παρεμβαίνει στο έργο τους. Αυτό λύνει τα χέρια των σοσιαλδημοκρατών μελών της κυβέρνησης, και ιδιαίτερα στον πρόεδρο του κόμματός τους και αντικαγκελάριο Αντρέας Μπάμπλερ, στον «καθαρόαιμο» αριστερό υπουργό οικονομικών Μάρκους Μαρτερμπάουερ και στην υπουργό Δικαιοσύνης Άννα Σπόρερ, που είναι ακραιφνής φεμινίστρια. Ένα δείγμα των προθέσεών τους έδωσαν ήδη και οι τρεις στις διαπραγματεύσεις για το κυβερνητικό πρόγραμμα, όπου επέβαλαν φρένο στην αύξηση των ενοικίων, μια έκτακτη φορολογική εισφορά των τραπεζών και «πάγωμα» του ορίου σύνταξης στα 65 χρόνια. Ο Στόκερ θα βρίσκεται λοιπόν συνεχώς προ του διλήμματος, ή να αποδεχθεί τις αριστερές αποκλίσεις των κυβερνητικών του εταίρων, ή να προκηρύξει νέες εκλογές – από τις οποίες όμως, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα αναδειχθούν εκ νέου νικητές οι ακροδεξιοί Φιλελεύθεροι (FPÖ) και πιθανόν με μεγαλύτερο από το μέχρι τώρα εκλογικό ποσοστό.

Επανάληψη της ιστορίας; Πιθανόν, αν ο Στόκερ έμπαινε πάλι στον πειρασμό, να συμμαχήσει με τους Φιλελεύθερους – κάτι που είχε ναυαγήσει προ λίγων εβδομάδων. Μια τέτοια συμμαχία θα ήταν σίγουρα πολύ χειρότερη από μια ενδεχόμενη σύμπραξη του Μερτς με την ακροδεξιά Εναλλακτική της Γερμανίας (AfD). O λόγος: Το AfD είναι (ακροδεξιό) αστικό κόμμα, στο οποίο έχουν προσχωρήσει κάμποσοι νεοναζιστές, το FPÖ αντίθετα, είναι κόμμα με ναζιστικές καταβολές, με το οποίο συμπορεύονται και αρκετοί αστοί.

Προς το παρόν, πάντως, στη δημοκρατική Αυστρία ακούγεται ένα «ουφ» ανακούφισης για τη ματαίωση της συμμαχίας Συντηρητικών-Ακροδεξιών. Αλλά κι αυτή έχει γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά για το αυστριακό (μη ακροδεξιό) κομματικό κατεστημένο, πικρή για τους πρόσφυγες, οι οποίοι γίνονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι του πρώτου. O υπουργός Εσωτερικών Γκέρχαρτ Κάρνερ (ένας θαυμαστής του αυστροφασίστα καγκελάριου Ντόλφους) ανακοίνωσε ήδη ότι βάζει φρένο στη συνένωση των προσφυγικών οικογενειών – μεταβάλλοντας έτσι έν γνώσει του σε ορφανά χιλιάδες παιδιά ζωντανών προσφύγων.

Σημείωση:

1. Απαγορεύει από το 2009 τη σύναψη νέων δημόσιων χρεών που είναι ετησίως μεγαλύτερα από το 0,35% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.

Η ΕΠΟΧΗ