Στρατικοποίηση χωρίς πνευματική επιστράτευση δεν γίνεται. Για να διεισδύσει ο μιλιταρισμός σε κάθε πόρο της κοινωνίας, πρέπει να ασπασθούν και τα μυαλά την παλιά ρωμαϊκή ρήση, ότι χωρίς προετοιμασία για πόλεμο δεν επιτυγχάνεται η ειρήνη· να πεισθούν, ότι η «διεθνής πολιτική είναι πολιτική υπό τις συνθήκες της αναρχίας» (Φρανκ Σίμελφένιχ) –έτσι όπως την διαμορφώνουν ο Βλάντιμιρ Πούτιν και ο Ντόλαντ Τραμπ· και να αποδεχθούν ότι η «αιώνια ειρήνη» μέσω ενός πλανητικού διακρατικού συμφώνου, που οραματιζόταν ο Ιμάνουελ Καντ, είναι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε –πούρα ουτοπία.
Σε τέτοιου είδους επιστράτευση οι κυρίαρχες ελίτ της Γερμανίας έχουν μεγάλη πείρα. Οι πρωτοστάτες της ήταν ανέκαθεν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης (τότε: ο τύπος και το ραδιόφωνο) και η πλειονότητα των πνευματικών ταγών –στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ και ο συγγραφέας Τόμας Μαν, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ. Και στις δύο περιπτώσεις κατόρθωσαν αμέσως να ξεσηκώσουν υπέρ του επιθετικού πολέμου το σύνολο σχεδόν της μεγαλοαστικής και μικροαστικής τάξης, ενώ το προλεταριάτο ακολουθούσε με φανερό σκεπτικισμό.
Η προπαγάνδα υπέρ της Αλλαγής Εποχής
Στη σημερινή Γερμανία, αντίθετα, παρατηρήθηκε καταρχάς ένας ετεροχρονισμός: Η στρατικοποίηση, που άρχισε το 2022 με αφορμή την επιδρομή της Ρωσίας στην Ουκρανία, περιορίστηκε αρχικά στο «αμυντικό» πεδίο και περιέλαβε, δίπλα στην αλλαγή του στρατιωτικού δόγματος (νέα ονομασία: Αλλαγή Εποχής/Zeitenwende) από «παθητικό» σε όλο και πιο επιθετικό, και ένα μοναδικό στα μεταπολεμικά χρονικά κύμα υπερεξοπλισμού. Οι κινητήριες δυνάμεις του ήταν οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων. Οι πνευματικές ελίτ παρακολουθούσαν μάλλον «μουδιασμένες» αυτή την ανατροπή, που έβαζε τέρμα στην άτυπη πολιτική της στρατιωτικής «αυτοσυγκράτησης» και στην ειρηνική στάση της γερμανικής κοινωνίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ενδιάμεσα, ωστόσο, έχει αποκατασταθεί ο συγχρονισμός. Τα περισσότερα ποιοτικά μέσα ενημέρωσης εντείνουν την προπαγάνδα υπέρ της Αλλαγής Εποχής. Κι αυτό με έναν «σατανικά» ευφυή, αλλά και πεζό στην ωμότητά του τρόπο. Παράδειγμα πρώτο: Με αφορμή τη συζήτηση για επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας λόγω της υποστελέχωσης του Bundeswehr, του γερμανικού στρατεύματος, ο Γιούλιαν Βέρνερ τονίζει στη φιλελεύθερη εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit, ότι η δύναμη ενός στρατού δεν εξαρτάται μόνο από τον αριθμό, αλλά και από την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των στρατιωτών. Χωρίς τα δύο τελευταία, οι πολεμιστές μεταβάλλονται σε «κρέας για τα κανόνια». Στρατιωτική θητεία, γράφει, σημαίνει «πολεμική υπηρεσία», κι αυτή, ενόψει της ρωσικής απειλής, πρέπει να τελειοποιηθεί «εδώ και τώρα» –η στρατικοποίηση σώζει ζωές. Παράδειγμα δεύτερο: Στο αριστερό περιοδικό Blätter für Deutsche und Internationale Politik, o Άλμπρεχτ φον Λούκε προειδοποιεί τους Γερμανούς να μην προσθέσουν στις δύο ιστορικές «ενοχές» τους –ήτοι στα εγκλήματα πολέμου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συγκάλυψή τους στη συνέχεια– μια «τρίτη» με την παράλειψη των μέτρων που θα απέτρεπαν μια ρωσική επίθεση. Παράδειγμα τρίτο: Στην αριστερόστροφη εφημερίδα Frankfurter Rundschau, o Μίχαελ Έσε επιτίθεται κατά του Γιούργκεν Χάμπερμας, επειδή ο τελευταίος ζητάει αλλαγή ρότας έναντι της Ρωσίας: περισσότερη διπλωματία και λιγότερες βόμβες. Ο Χάμπερμας παραβλέπει την απροθυμία του Πούτιν να κάνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ο καιρός και τα γεγονότα, γράφει, έχουν ξεπεράσει τον 95χρονο φιλόσοφο, που παλιότερα διακρινόταν για τη μοναδική πολιτική του ευθυκρισία.
Ο Χάμπερμας παίρνει όντως μια ενδιάμεση στάση στο θέμα της ειρήνης και του πολέμου. Από τη μία τάσσεται υπέρ του υπερ-εξοπλισμού της Ευρώπης, όχι τόσο λόγω της (ανύπαρκτης γι’ αυτόν) ρωσικής απειλής, όσο λόγω της de facto κατάρρευσης της «Δύσης» και του ΝΑΤΟ και των αστάθμητων κινδύνων που προκύπτουν από τη ρευστοποίηση των υπερεθνικών συστημάτων ασφάλειας. Από την άλλη, όμως, καταγγέλλει την «αναζωογόνηση μιας υποτίθεται ξεπερασμένης μιλιταριστικής νοοτροπίας».
Η αναζωογόνηση αυτή είναι όντως παντού ορατή: Στις τηλεοπτικές συζητήσεις, όπου οι στρατιωτικοί αναλυτές είναι πλέον μόνιμοι επισκέπτες, στο TikTok, στα κοινωνικά δίκτυα, στην αστυνομία, η οποία επίσης υπερεξοπλίζεται, στα σχολεία, όπου εκθειάζονται οι στρατιωτικές αρετές, στα πανεπιστήμια, όπου επιχειρείται η προσέλκυση του προσωπικού τους σε προγράμματα του στρατεύματος. Και προπαντός στις επιχειρήσεις, πολλές εκ των οποίων μετατρέπουν μέρος των εγκαταστάσεών τους σε βιομηχανίες όπλων.
«Whatever it takes»…
Η στρατικοποίηση κατευθύνεται από τα πάνω. Η αφετηρία της είναι η δήλωση του χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς, ότι η Γερμανία σκοπεύει να γίνει η πρώτη δύναμη στον τομέα των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη και ότι γι’ αυτό θα διαθέσει «whatever it takes»: Οτιδήποτε χρειαστεί.
Από χρήματα ουδεμία έλλειψη. Ούτε από θέληση. «Η Αλλαγή Εποχής δεν εφαρμόστηκε [μέχρι τώρα] με συνεπή τρόπο», διατείνεται ο νέος εντεταλμένος της Βουλής για θέματα άμυνας Χένινγκ Ότε, επίσης χριστιανοδημοκράτης. Αυτό θα αλλάξει πάραυτα. Και θα οδηγήσει άμεσα, μεταξύ άλλων, στην αύξηση του αριθμού των στρατιωτών από 180.000 σήμερα σε 250.000, και στη μαζική παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones).
Η στρατικοποίηση διεισδύει και στις δημόσιες υποδομές. Οι υπόγειοι σταθμοί του μετρό και των τρένων θα μετατραπούν, ενόψει πιθανών βομβαρδισμών, σε καταφύγια. Μαζί με τα περίπου 2.000 εγκαταλειμμένα Bunker, ήτοι στρατιωτικά καταφύγια από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούν να στεγάζουν περί το ένα εκατομμύριο άτομα. Κόστος της μετατροπής σε βάθος δεκαετίας: 30 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ανατροπές και στις πολιτικές προτεραιότητες της νεολαίας. Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Στρατιωτικής Ιστορίας ZMSBw του Bundeswehr, η πλειοψηφία της θεωρεί την υπεράσπιση της πατρίδας πολυτιμότερο αγαθό από την προστασία του κλίματος –θεώρηση που πριν λίγα χρόνια ήταν αδιανόητη.
Αντίσταση στον μιλιταρισμό
Δεν λείπουν, βέβαια, και εκείνοι που αντιστέκονται στην Zeitwende. Σε αυτούς έχουν προστεθεί τελευταία, δίπλα στην Linke (Αριστερά) και τη νεολαία των Πράσινων, πολλοί σοσιαλδημοκράτες βουλευτές. Το «Μανιφέστο» κατά της άκρατης στρατικοποίησης, που δημοσίευσαν τις προάλλες, έχει προκαλέσει ρήγμα στην κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών –οι πρώτοι προσάπτουν στους δεύτερους για γνωστική αντίληψη που αντιστοιχεί «στο μυαλό ενός κλινικά νεκρού».
Γεγονός είναι ότι τα ειρηνιστικά αντισώματα δεν έχουν εκριζωθεί εντελώς από τους Γερμανούς. H μακραίωνη πείρα τους έχει διδάξει ότι ο πόλεμος δεν είναι φυσικό φαινόμενο και ότι η ειρήνη –όχι οπωσδήποτε η καντιανή– είναι πολύ δύσκολος, αλλά όχι ακατόρθωτος στόχος.
Η πείρα τους λέει όμως, επίσης, ότι σε χαλεπούς καιρούς δεν έχουν πέραση οι παρόλες τους. Στο πλαίσιο της Αλλαγής Εποχής, η προσταγή του Χάμπερμας για μια επικοινωνία στην οποία «υπερισχύει η μη βίαιη βία του καλύτερου επιχειρήματος», ακούγεται σαν το συντομότερο ανέκδοτο. Το πάνω χέρι κρατά σταθερά η βία της γροθιάς. Και εξίσου κυρίαρχος είναι ο κοινότυπος λόγος της.