Το 1977, μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του «Πέταλα από αίμα» (μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Καστανιώτη), ο Νγκούγκι γουά Θιόνγκο συνελήφθη για πολιτικούς λόγους και κλείστηκε σε μια από τις πιο σκληρές φυλακές υψίστης ασφαλείας της Κένυας, όπου έμεινε για σχεδόν έναν χρόνο χωρίς δίκη. Εκεί, κρυφά, πάνω σε χαρτί τουαλέτας, έγραψε τον Διάβολο στον σταυρό, που εκδόθηκε το 1980. Ταυτόχρονα, μέσα στη φυλακή, ο κενυάτης συγγραφέας αποφάσισε να πάψει να γράφει στη γλώσσα των αποικιοκρατών, τα αγγλικά, και να χρησιμοποιεί στα βιβλία του μόνο τα γκικούγιου, τη γλώσσα του. Παρόλο που πολλοί θεώρησαν ότι, με την απόφαση αυτή, ο συγγραφέας θα αποκοβόταν από τη διεθνή αγορά, παραμένει σταθερά, κάθε χρόνο, ανάμεσα στις ισχυρές υποψηφιότητες για το Βραβείο Νόμπελ, ενώ το 2021 ήταν υποψήφιος για το Booker International, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά για βιβλίο γραμμένο σε ντόπια γλώσσα της Αφρικής. Ο Νγκούγκι γουά Θιόνγκο έζησε πολλά χρόνια στην εξορία, δούλεψε ως καθηγητής σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ενώ το έργο του περιλαμβάνει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά και δοκίμια.
Σε ένα δοκίμιό του για τη γλώσσα της αφρικανικής λογοτεχνίας, ο Νγκούγκι γουά Θιόνγκο γράφει ότι «πιστεύω ότι το γεγονός ότι γράφω στη γλώσσα γκικούγιου, μια κενυάτικη γλώσσα, μια αφρικανική γλώσσα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων των λαών της Κένυας και της Αφρικής». Αυτή η βαθιά του στράτευση στον αντιαποικιακό αγώνα αλλά και στον αντικαπιταλισμό αποτυπώνεται και σε αυτό το βιβλίο. Δεν μένει όμως εκεί, προχωράει βαθύτερα και ανατέμνει τις πολλαπλές εξουσίες που κυριαρχούν και τα πολύμορφα επίπεδά τους.
Μέσα από την πολυπρόσωπη ιστορία και το ταξίδι που παρακολουθούμε σε αυτό το βιβλίο, ο συγγραφέας μιλάει για τον καπιταλισμό και τη φτώχια αλλά μιλάει και για το πώς οι ντόπιοι έχουν μάθει, έχουν εκπαιδευτεί, έχουν εσωτερικεύσει την κουλτούρα των κυρίαρχων: «ό,τι μισούσε περισσότερο απ’ όλα ήταν η μαυρίλα της, κι έτσι παραμόρφωνε το κορμί της με κρέμες που λεύκαιναν το δέρμα».
Μιλάει για τα άγρια χρόνια της κυριαρχίας των λευκών και τις λαϊκές αντιστάσεις (όπως το κίνημα που αποκλήθηκε «εξέγερση των Μάου Μάου»), αλλά και για το τι άφησε πίσω της η «θηλιά της αποικιοκρατίας»: για τους ντόπιους συνεργάτες και, κατόπιν, διαδόχους των αποικιοκρατών: «οι μάζες αυτής της χώρας τώρα θα ξεγελαστούν, επειδή όλοι εσείς είστε μαύροι σαν κι αυτούς […] ας ψάλουμε ύμνους δοξαστικούς στους μαύρους αφέντες μας».
Μιλάει για τις ταξικές αντιθέσεις («η ειρήνη και η τάξη και η σταθερότητα που υπερασπίζονται με αύρες είναι η ειρήνη και η τάξη και η σταθερότητα των πλουσίων»), αλλά και για τη σεξουαλική βία που υφίσταται η πρωταγωνίστριά του από το αφεντικό της (προτού μείνει, προφανώς, άνεργη, επειδή αντιστάθηκε).
Και, βεβαίως, επανέρχεται διαρκώς στον «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό»: «πού βρίσκονται τα βιβλία που γράφτηκαν στα αλφάβητα των εθνικών μας γλωσσών; Πού βρίσκεται τώρα η λογοτεχνία μας;», αναρωτιέται ο συγγραφέας.
Επηρεασμένος από τον μαρξισμό και τον Φραντς Φανόν, ο 85χρονος πια Νγκούγκι γουά Θιόνγκο ξαναγράφει διαρκώς την ιστορία από τη σκοπιά των (πολλαπλώς) καταπιεσμένων. Ο χώρος δεν επιτρέπει περισσότερο σχολιασμό για τη λογοτεχνία του ή, π.χ., για τις κριτικές που έχει δεχτεί. Σε κάθε περίπτωση, ο Διάβολος στον σταυρό είναι ένα κρίσιμο βιβλίο για το έργο ενός συγγραφέα που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι «η σκλαβιά της γλώσσας είναι σκλαβιά του μυαλού».
Κώστας Αθανασίου