Βίβιαν Στεργίου «Δέρμα», εκδόσεις Πόλις, 2022
Υπάρχει σύγχρονη ελληνική πεζογραφία με νεανικό πρόσημο; Αν σκεφτούμε το ρίγος, τη ζωντάνια και την αμεσότητα που κόμισαν ο Κουμανταρέας ή ο Χάκκας τη δεκαετία του ’60 και του ’70, ο Ραπτόπουλος, ο Βακαλόπουλος ή ο Τατσόπουλος το ’80, ακόμη και ο Χωμενίδης ή η Μιχαλοπούλου το ’90 ή ο Τζαμιώτης και ο Κατσουλάρης στα ’00s και φυσικά ο Παλαβός και ο Μάντης στη δεκαετία της κρίσης, νομίζω θα συμφωνήσουμε ότι κάθε γενιά διαθέτει τους συγγραφείς που έχουν την πρόθεση να μιλήσουν γι’ αυτό που συμβαίνει στην εποχή τους και σπάνια αποτυπώνεται στη γραφή των μεγαλύτερων, για το Zeitgeist της δικής τους νιότης. Υπάρχει συνεπώς και είναι διαχρονικά αναγνωρίσιμη μια πεζογραφία συγγραφέων συνήθως κάτω των τριάντα ετών, που προσπαθούν να εκφράσουν φορτισμένα, ίσως και με σκόπιμη αδιαφορία για τη λογοτεχνικότητα της μορφής, τα αδιέξοδα, την ασφυξία, την οργή, το στρίμωγμα, τα ήθη, τη γλώσσα, τους δαίμονες, τους τρόμους και την ενηλικίωση της δικής τους γενιάς. Οι περιπτώσεις των Εντουάρ Λουί και Σάλι Ρούνει είναι οι πιο χαρακτηριστικές στην Ευρώπη σήμερα.
Η Βίβιαν Στεργίου (γ. 1992), στη δεύτερη πεζογραφική της κατάθεση, τη συλλογή διηγημάτων Δέρμα, συνεχίζει στην ίδια φιλόδοξη γραμμή του ωμού ρεαλισμού, του «ρεπορτάζ καθημερινότητας» και της σπινταριστής χρονογραφικής πρόζας που εγκαινίασε στο πρώτο της βιβλίο, με αντιήρωες τα παιδιά της γενιάς της, αυτούς που συχνά αποκαλούμε με τον σχεδόν εξωτικό χαρακτηρισμό millennials. Στα διηγήματα της, όπως και στην πρώτη της συλλογή, το Μπλε υγρό (2017), δεσπόζει η γλώσσα, η νεανική καθημερινή ιδιόλεκτος της εποχής, μια αργκό της κοσμοπολίτικης γενιάς των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, μεταξύ ελληνικών του δρόμου και expat αγγλικών. Αυτή η αφτιασίδωτη, σπαρταριστή και καταιγιστική γλώσσα της Στεργίου γραπώνει τον αναγνώστη εξαρχής και γίνεται το βασικό εργαλείο στην προσπάθεια να μιλήσει, μάλλον κριτικά και ειρωνικά για τη γενιά της. Μια γενιά ευαίσθητη, πρόωρα κουρασμένη, μπερδεμένη και κυνική, αλλά μέχρι σήμερα λογοτεχνικά σχεδόν αόρατη.
Οι δεκαοχτώ ιστορίες του βιβλίου δομούνται σε εννιά δυάδες και έστω χαλαρά τέμνονται, περιγράφοντας τον κόσμο των σύγχρονων νέων, των ευρωπαίων Ελλήνων της εποχής μας, στην πιο ρευστή και μεταιχμιακή κατάσταση της ζωής τους: λίγο πριν τα τριάντα, μεταξύ κοστουμιού και All star, Λονδίνου και Καισαριανής, κάπου ανάμεσα στην ολοκλήρωση των σπουδών, με μεταπτυχιακά, διδακτορικά, μεταδιδακτορικά και… μετα-μεταδιδακτορικά και στην επερχόμενη επαγγελματική ανασφάλεια της εισόδου στην παραγωγή και την ηθική της εργασίας του ψηφιακού ή κατασκοπευτικού (κατά τη Σοσάνα Ζούμποφ) καπιταλισμού. Μια γενιά που μάλλον δεν ξέρει από πού να πιαστεί, ανάμεσα σε ινφλουένσερς και πλαστικές κούκλες («Soft porn με πλαστική κούκλα»), σε ατμόσφαιρα σύγχρονου αθηναϊκού και ευρωπαϊκού spleen («Δόντια»), που ξεπερνά τους χωρισμούς της γράφοντας δοκίμια για την Αν Κάρσον («Δέρμα») και ζει αδιέξοδους έρωτες με ταξικές σημάνσεις («Ο Μέγας Αλέξανδρος στο Λονδίνο»), περιπλανώμενη στην παιδική ηλικία («Διαμέρισμα 24 Β»), την πατριαρχική οικογένεια («Ξινό μήλο»), το πολιτικό κενό («Ρίζες») και τη γυναικεία ρίζα, στο πιο βαθύ, μαζί με το ομότιτλο «Δέρμα», διήγημα της συλλογής, τον «Γυναικολογικό υπέρηχο».
Η Στεργίου μας δίνει μια πολύ πειστική και ανάγλυφη εικόνα της γενιάς της. Μιας γενιάς τεχνολογικά εξαρτημένης, που ταξιδεύει και σπουδάζει χρηματοοικονομικά ή νομικά στην Ευρώπη, μιλάει καλά αγγλικά, κάνει αιτήσεις και στέλνει βιογραφικά με marketables skills για δουλειά ή ερευνητικά προγράμματα, έχοντας ως κρυφό όνειρο τη ζωή μάνατζερ και στελέχους πολυεθνικής. Μιας γενιάς που βλέπει σειρές, έχει θολές καλλιτεχνικές ανησυχίες, διαβάζει «New Yorker» και λογοτεχνία, ακούει πόντκαστ, είναι μονίμως ονλάιν, μεθάει στα μπαρ, ψάχνει τον εαυτό της, αλλά δεν τον βρίσκει, και διερευνά τα όρια των σωμάτων και της σάρκας, νιώθοντας ερωτικά μπλοκαρισμένη και σεξουαλικά αμήχανη περικυκλωμένη καθώς είναι από τόνους τεχνολογικού υλικού, εικόνων, applications και μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μιας γενιάς κουλ, αλλά με αφόρητα κενά, που αδυνατεί να επικοινωνήσει και να αλληλεπιδράσει, εγκλωβισμένη σε έναν κόσμο χαμηλών ευκαιριών, με τις προοπτικές να κινούνται στον άξονα ανάμεσα στον νεογιάπη των επιχειρήσεων με παχυλούς μισθούς και τραπεζικούς λογαριασμούς και τον άφραγκο, απλήρωτο και νεόπτωχο λούζερ, σε καθεστώς μόνιμης εργασιακής ανασφάλειας. Μόνη και επίμονη διαφυγή για τους ήρωες της Στεργίου είναι τα βιβλία και οι μουσικές.
Η γραφή της, χωρίς σοβαροφάνεια και εντυπωσιοθηρία, διαθέτει ταμπεραμέντο και δικαιολογημένη αυτοπεποίθηση. Στα πιο έμμεσα πολιτικά διηγήματά της, περισσότερο υπαινικτικά, χωρίς διάθεση ανάλυσης αλλά με σαφή καταγγελτικό τόνο («Ρίζες», «Σελοφάν», «Αλογάκι που τρέχει»), ο λόγος έρχεται στην Ευρώπη των ελίτ και των αγορών που βυθίζεται. Η Στεργίου βγάζει αυθόρμητα τη γλώσσα στη γέρικη φιλολογία και την πόζα των δημόσιων διανοούμενων, το πορτρέτο των οποίων εικονογραφεί μοναδικά: «Είναι το στυλ του πατερούλη που όταν άνθρωποι σαν κι εσένα λένε ότι δεν αντέχουν άλλο, σου εξηγεί πως κάτι δεν κατάλαβες καλά («κοριτσάκι») και μετά οι παραλλαγές ποικίλλουν ανάλογα με την πολιτική στάση του φιλοσόφου-μπαμπούλη: είτε δεν έχεις καταλάβει πως λειτουργεί η αγορά είτε δεν έχεις καταλάβει πως λειτουργεί η κοινωνία είτε αγνοείς παντελώς πώς λειτουργούν και τα δύο. Το λάθος σου εξαρτάται από το σημείο απ’ όπου σε κοιτάζει ο δημόσιος διανοούμενος, αριστερά ή δεξιά, μα πάντα από πάνω σου ή από πίσω σου, πάντα σε στάση να σε γαμήσει» (σ. 106).
Η γενιά της Στεργίου κινείται σ’ ένα λογοτεχνικό πεδίο και μια δημόσια σφαίρα ξεχειλωμένα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο, ίσως η πρώτη λογοτεχνική γενιά στην Ελλάδα χωρίς, ακόμα, κριτικούς βγαλμένους από τα σπλάχνα της, αν και δεν είμαι βέβαιος ότι χρειάζεται αυτή τη διαμεσολάβηση. Το στοίχημα μιας λογοτεχνίας που τολμά και βουτά στο ρευστό παρόν, φέρνοντας στην επιφάνεια τη λογοτεχνικά αόρατη ή εξιδανικευμένη γενιά των millennials, έχουμε αρκετούς λόγους να το δούμε με συμπάθεια και ενδιαφέρον. Έστω κι αν δίπλα στις πολλές αρετές, διακρίνονται και κάποιες αδυναμίες: η υπερβολική εξάρτηση από τον δημοσιογραφικό λόγο του free press, μια ροπή κάποτε προς το μελοδραματικό και κυρίως μια αίσθηση ότι σε κάποια διηγήματα επαναλαμβάνονται οι χαρακτήρες, οι στάσεις και οι καταστάσεις, σαν να έχουμε πολλές παραλλαγές της ίδιας πάνω κάτω ιστορίας. Αν τολμούσε να συνθέσει σπονδυλωτά περισσότερο τις ιστορίες της, όπως μου φαίνεται ότι θα μπορούσε να κάνει, ίσως κάτι να απέφευγε. Ακόμα κι έτσι όμως, η γεύση του φρέσκου που αφήνει το βιβλίο δεν αλλοιώνεται.
Κώστας Καραβίδας