Στην πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ (Emissions Gap Report 2019) αναφέρεται ότι την περσινή χρονιά η συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έφτασε στα 417 ppm (στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης ήταν 250 ppm). Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη θα υπερβεί τους 3 ή 3,5 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100, πράγμα που θα επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα για τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Παρά τις αναμφισβήτητες αυτές επισημάνσεις τόσο η διεθνής κοινότητα όσο και τα κράτη δεν ασκούν, στην πράξη, πολιτικές για την αντιμετώπιση της κατάστασης έκτακτης κλιματικής ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Γιατί, όμως, παρατηρείται αυτή η αδράνεια ενώ κανείς, σχεδόν, δεν αμφισβητεί την κρισιμότητα του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής;
Η θέση που υποστηρίζεται στο παρόν άρθρο είναι ότι οι κυρίαρχες πολιτικές που ασκούνται σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, εντάσσονται σε αυτό που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «νεοφιλευθερισμός» και ο οποίος, όπως θα δείξουμε, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την έννοια της κλιματικής δικαιοσύνης. Ας δούμε, όμως, τι σημαίνουν οι δύο αυτές, αντιπαρατιθέμενες μεταξύ τους, έννοιες διότι η αποσαφήνισή τους θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τις πολιτικές που κυριαρχούν και, ειδικότερα, τη σχέση μεταξύ των νεοφιλελεύθερων ιδεών και των σύγχρονων νομικο-πολιτικών πρακτικών.
Ο ορισμός των δύο εννοιών
Η έννοια του νεοφιλευθερισμού έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρύτατης έρευνας στο χώρο της κοινωνικής θεωρίας, υπάρχουν δε πολλές προσεγγίσεις άλλοτε αλληλοσυγκρουόμενες και άλλοτε αλληλοσυμπληρούμενες. Από όλες αυτές τις προσεγγίσεις υιοθετούμε αυτή του R. Venugopal (Neoliberalism as concept, Economy and Society, 2015) διότι έχει ένα ολιστικό χαρακτήρα, καθώς δεν περιορίζεται στην οικονομική πλευρά της αλλά την εντάσσει στο ευρύτερο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον συγγραφέα ο νεοφιλευθερισμός είναι το πλαίσιο που περιλαμβάνει κοινωνικούς παράγοντες, πολιτικές και υλικά συμφέροντα τα οποία, όλα μαζί, λειτουργούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτικά ισχυρών ελίτ, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα μια ελεύθερη αγορά.
Από την άλλη πλευρά, η κλιματική δικαιοσύνη εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της δικαιοσύνης η οποία έχει, ταυτόχρονα, επανορθωτικό και διανεμητικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα ο επανορθωτικός χαρακτήρας της συνίσταται στην αναγνώριση της υποχρέωσης των πλούσιων κρατών που έχουν μεγάλο ιστορικό -από την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι σήμερα- εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), να προβούν σε πολύ σημαντικότερες μειώσεις εκπομπών ΑτΘ σε σχέση με την αντίστοιχη υποχρέωση μείωσης που υπέχουν τα φτωχότερα κράτη. Περαιτέρω, ο διανεμητικός της χαρακτήρας συνίσταται στην υποχρέωση των πλούσιων κρατών να χρηματοδοτήσουν δράσεις μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που θα αναλάβουν τα φτωχά κράτη. Επίσης, σύμφυτη με την κλιματική δικαιοσύνη είναι η παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας στην αγορά και η θέσπιση διαδικασιών διαβούλευσης και συμμετοχής.
Σε ό,τι αφορά τη νεοφιλελεύθερη άποψη περί δικαιοσύνης, αυτή παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία στους μηχανισμούς της αγοράς, στην οικονομική αποτίμηση και στο δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Μάλιστα δε ο πυρήνας της, που είναι το laissez-faire, αποκλείει από την ίδια του τη φύση την εφαρμογή των κανονιστικών αρχών της επανορθωτικής και διανεμητικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, για τους νεοφιλελεύθερους η αρχή της επανορθωτικής δικαιοσύνης, όταν εφαρμόζεται στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής επιφέρει μια αδικαιολόγητη μεταφορά πόρων από τον (πλούσιο) Βορρά στον (φτωχό) Νότο δεδομένου ότι η μείωση των εκπομπών ΑτΘ στο Βορρά συνεπάγεται μείωση της παραγωγής πλούτου, ο οποίος μεταφέρεται στο Νότο λόγω της μικρότερης μείωσης των εκπομπών ΑτΘ. Με άλλες λέξεις, η κεντρική ιδέα του νεοφιλευθερισμού συνίσταται στην υπεροχή της οικονομίας έναντι των κοινωνικών και περιβαλλοντικών αξιών.
Ιδιωτικές εταιρείες και δημόσια πολιτική
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, παρατηρούμε ότι στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη τα πολιτικά προβλήματα και οι λύσεις τους περνούν από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα. Έτσι, το σχέδιο για διαβούλευση και συμμετοχή στη διαδικασία λήψης απόφασης για κάθε κοινωνικό και περιβαλλοντικό ζήτημα μετατρέπεται σε σχέδιο ανάδειξης της προσωπικής-ατομικής λύσης ως η πλέον πρόσφορη για την αντιμετώπιση κάθε κοινωνικά παραγόμενου προβλήματος. Πρόκειται, εν προκειμένω, για μια πρωτοφανή αποπολιτικοποίηση της αντιμετώπισης των συλλογικών-κοινωνικών προβλημάτων, καθώς οι παράγοντες της αγοράς, κατέχοντας δεσπόζουσα θέση, περιθωριοποιούν την κοινωνία και τις οργανώσεις της και στερούν την πάλη κατά της κλιματικής κρίσης από την αναγκαία πολιτική αντιπαράθεση και τη συμμετοχή. Με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, η λύση στην κλιματική κρίση καταλήγει να είναι έργο των ιδιωτικών εταιριών οι οποίες, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να επιδοτούνται ή/και να απαλλάσσονται από τη φορολογία. Η άσκηση δημόσιας πολιτικής, σύμφωνα με το νεοφιλελευθερισμό, αρχίζει και τελειώνει εδώ.
Αντίθεση
Αυτή η αντίθεση μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και κλιματικής δικαιοσύνης αντικατοπτρίζεται σε διεθνή κείμενα και πρακτικές. Ας αναφερθούμε σε δύο παραδείγματα. Το πρώτο έχει να κάνει με τη Συμφωνία του Παρισιού (2015) για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η περιλαμβανόμενη σε αυτή πρόβλεψη για μείωση των εκπομπών ΑτΘ θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης, σύμφωνα με την οποία τα πλούσια κράτη, λόγω των μακρόχρονων (επί αιώνες) εκπομπών ΑτΘ, θα πρέπει να μειώσουν δραστικά τις εκπομπές σε σχέση με τα φτωχά κράτη τα οποία δεν συνέβαλαν, ιστορικά, στον ίδιο βαθμό στη δημιουργία της κλιματικής αλλαγής. Η πρόταση για αύξηση των ποσοστών μείωσης των εκπομπών ΑτΘ των πλούσιων κρατών στην τελευταία διάσκεψη της Μαδρίτης (2019) δεν είχε ευτυχή κατάληξη διότι, τα τελευταία, έχοντας σαν δικαιοπολιτική βάση τη βασική αρχή του νεοφιλελευθερισμού (όπως την προσδιορίσαμε παραπάνω) ότι κάτι τέτοιο συνιστά αδικαιολόγητη μεταφορά πόρων από τον (πλούσιο) Βορρά στον (φτωχό) Νότο επέτυχαν να μη ληφθεί σχετική απόφαση. Πρόκειται για το πιο κραυγαλέο σημείο της συνολικής αποτυχίας της διάσκεψης της Μαδρίτης, η οποία συνιστά επίσης μια ήττα των ιδεών της επανορθωτικής δικαιοσύνης ως βασικής παραμέτρου της κλιματικής δικαιοσύνης.
Μια άλλη πρόβλεψη της Συμφωνίας του Παρισιού ορίζει ότι τα αναπτυγμένα κράτη θα πρέπει να παράσχουν οικονομική βοήθεια στα αναπτυσσόμενα για να υλοποιήσουν μέτρα μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Όπως είναι φανερό, η εν λόγω πρόβλεψη εντάσσεται στην έννοια της διανεμητικής δικαιοσύνης που είναι η δεύτερη συνιστώσα της κλιματικής δικαιοσύνης. Μερικά κράτη (μια μικρή μειοψηφία στο σύνολο των κρατών) στηριζόμενα στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι η κλασική έννοια της δικαιοσύνης απαιτεί την ίδια αδιαφοροποίητη συμμετοχή όλων των κρατών (π.χ. Βραζιλία, Αυστραλία, Κίνα, Ινδία) αρνήθηκαν τη λήψη απόφασης για το εν λόγω ζήτημα. Αυτό αποτελεί το δεύτερο πιο κραγαυγαλέο σημείο της συνολικής αποτυχίας της διάσκεψης της Μαδρίτης, η οποία συνιστά επίσης μια ήττα των ιδεών της διανεμητικής δικαιοσύνης.
Τέλος, στη Συμφωνία του Παρισιού προβλέπεται η δημιουργία μηχανισμού για την αντιμετώπιση των απωλειών και των ζημιών που έχουν προκληθεί ή προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Στο θέμα αυτό επικράτησαν δύο απόψεις: η πρώτη που έδινε τον τόνο στην αναγνώριση της ευθύνης των κρατών για αποζημίωση και η δεύτερη που έδινε τον τόνο στην ενίσχυση της συνεργασίας των ασφαλιστικών εταιριών οι οποίες θα μπορούσαν να αναλάβουν το έργο της κάλυψης των ζημιών. Όπως είναι φανερό, η πρώτη άποψη στηρίζεται στην επανορθωτική δικαιοσύνη ενώ η δεύτερη στο νεοφιλελεύθερο δόγμα για τον πρωτεύοντα ρόλο των ιδιωτικών εταιριών στην αντιμετώπισή τους. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε σε αναβολή λήψης απόφασης με την πρώτη άποψη να επικρατεί στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών ιδίως των αναπτυσσόμενων.
Συνύπαρξη
Το δεύτερο έχει να κάνει με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαπιστώνουμε ότι στην εν λόγω πολιτική συνυπάρχουν οι ιδέες του νεοφιλελευθερισμού με αυτές της κλιματικής δικαιοσύνης.
Έτσι, στους Κανονισμούς για τη διακυβέρνηση της ενεργειακής πολιτικής στην ΕΕ και για τη μείωση των εκπομπών ΑτΘ από τα κράτη μέλη ο τόνος δίνεται περισσότερο στην υλοποίηση της κλιματικής δικαιοσύνης. Προβλέπονται, ειδικότερα, αναλογικές μειώσεις εκπομπών ΑτΘ από τα κράτη μέλη στη βάση του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης και συμβολής του καθενός στην κλιματική αλλαγή, όπως επίσης η αναγνώριση της ευθύνης των κρατών μελών για τη λήψη μέτρων μετριασμού και προσαρμογής και η συνακόλουθη οικονομική στήριξή τους με τη δημιουργία Ταμείου Μετάβασης.
Από την άλλη πλευρά, διευρύνεται ο κατάλογος των έργων που εντάσσονται στα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Κοινού Ενδιαφέροντος που αφορούν έργα υποδομών παραγωγής και μεταφοράς ορυκτών καυσίμων, ιδίως φυσικού αερίου. Στον Κανονισμό στον οποίο περιλαμβάνεται ο εν λόγω κατάλογος προβλέπεται η χρηματοδότηση αυτών των έργων με ποσά πολλών εκατομμυρίων Ευρώ τα οποία (θα) καρπώνονται οι μεγάλες εταιρίες ορυκτών καυσίμων. Η δικαιοπολιτική βάση της υλοποίησης αυτών των δικτύων εντάσσεται στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού σύμφωνα με το οποίο, όπως ήδη ειπώθηκε, ο ρόλος των ιδιωτικών εταιριών είναι πρωταρχικός στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται, λοιπόν, για την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στον ευαίσθητο τομέα της ενεργειακής πολιτικής η οποία αρνείται, στην πράξη, τη συμμετοχή των πολιτών στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με την έννοια ότι ο κρίσιμος παράγοντας της χρηματοδότησης υπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά την κερδοφορία των ιδιωτικών εταιριών εις βλάβη των εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης της κρίσης που είναι η στήριξη των αυτοπαραγωγών και των ενεργειακών κοινοτήτων. Τα τελευταία μετατίθενται σε ύστερο χρόνο.
Επίκαιρο δίπολο
Με βάση τα όσα προηγήθηκαν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το δίπολο νεοφιλελευθερισμός-κλιματική δικαιοσύνη παραμένει διαρκώς στην επικαιρότητα, η δε απόληξη αυτής της αντίθεσης θα εξαρτηθεί από την πολιτική αντιπαράθεση και την ενεργό εμπλοκή των πολιτών σε αυτή. Με άλλες λέξεις, η αντεπίθεση στη συνολική πολιτικο-ιδεολογική πλατφόρμα του νεοφιλευλευθερισμού και η συγκεκριμενοποίηση και η μετουσίωση των αρχών της κλιματικής δικαιοσύνης σε θετικές πολιτικές προτάσεις αποτελούν την προϋπόθεση για την αποτελεσματική και έγκαιρη αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Ο Γιώργος Μπάλιας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Χαροκόπειο πανεπιστήμιο
Πηγή: Η Εποχή