Macro

Νατάσα Σίδερη «Κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί», εκδόσεις Μωβ σκίουρος, 2018

Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί συμπυκνωμένο απόσταγμα εμπειρίας της Νατάσας Σίδερη, η οποία κάνει τα πρώτα της βήματα στο πεδίο της πεζογραφίας, ξεκινώντας μάλιστα από το απαιτητικό είδος του διηγήματος. Είχαν προηγηθεί θεατρικά κείμενα της συγγραφέως, που έχουν παρουσιαστεί στη σκηνή, στην Ελλάδα (Εθνικό Θέατρο) και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια συλλογή διηγημάτων 190 σελίδων, κομψή και καλαίσθητη από κάθε άποψη. Ο τίτλος του βιβλίου είναι πρωτότυπος: Κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί. Τι εννοεί η συγγραφέας; Το διαπιστώνουμε ευθύς αμέσως από το μότο, ένα απόσπασμα από θεολογικό κείμενο του Αγίου Ιωάννη Σιναΐτη.

Υπάρχουν εδώ 7 διηγήματα, εκ των οποίων το συντομότερο καταλαμβάνει 21 σελίδες, ενώ το εκτενέστερο 33. Σε αυτό περίπου το μέγεθος κυμαίνεται η έκταση όλων των διηγημάτων της συλλογής. Για την ακρίβεια, πρόκειται για διηγήματα που αφήνουν μια πίκρα: διαβάζουμε πράγματι τις ζωές ανθρώπων τυραννισμένων και, ίσως, δυστυχισμένων. Ρεαλιστικά και κάπως σκληρά, ανθρώπινα και συναισθηματικά, αλλά κυρίως αληθινά, έτσι είναι τα διηγήματα της Σίδερη.

Το βιβλίο, σαν κινηματογραφικό έργο, απαρτίζεται από πολλαπλές σεκάνς ψυχολογικών διακυμάνσεων. Είναι αξιοθαύμαστο το εντελώς προσωπικό ύφος της συγγραφέα, η οποία χρησιμοποιεί διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό ποιητικής ομορφιάς και ουτοπικής αναζήτησης. Στο κείμενο συνυπάρχουν αρμονικά ο ποιητικός λόγος, οι διαλογικές σκηνές, ο στοχαστικός δοκιμιακός λόγος, οιονεί φιλοσοφικού τύπου.

Αξίζει να υπογραμμιστεί πως η συγγραφέας έχει ως κύριο μέλημά της να διαγνώσει και να υποδείξει μια νέα ενότητα μεταξύ φύσης και ανθρώπου. Η στόχευσή της μοιάζει ιδιάζοντος ρομαντικού τύπου, ή μάλλον πρόκειται για μια μετα-ρομαντική γραφή. Αν ο ρομαντισμός δίνει το σύνθημα για μια επιστροφή στη φύση, μαζί και για μια στροφή προς την ουτοπία, ο μετα-ρομαντισμός της Σίδερη εμφανίζεται πιο γειωμένος και ριζώνει στην εμπειρικά βιωμένη πραγματικότητα. Επιδιώκει όμως ταυτόχρονα μια νέα ολότητα, ένα αρμονικό συνταίριασμα του ανθρώπου με τη σύνολη φύση, μέσα από το επιμέρους ψυχικό στοιχείο.

Επιπροσθέτως, ο λόγος της συγγραφέα εμφανίζεται ιδιαίτερα ευαίσθητος και αισθαντικός, αλλά ταυτόχρονα διακρίνεται για τη στοχαστική του εγρήγορση. Η γραφή είναι μοντέρνα, χωρίς ωστόσο να ενδίδει σε ευκολίες και μόδες των καιρών. Πιο συγκεκριμένα, ενώ πειραματίζεται με πολλούς εκφραστικούς τρόπους, δεν φαίνεται να παρασύρεται από έναν κακώς εννοούμενο μεταμοντερνισμό ή να επιζητεί οποιονδήποτε εντυπωσιασμό. Απεναντίας, τηρεί μια μέθοδο η οποία μας φέρνει στον νου εκείνη των συγγραφέων που χαρακτηρίστηκαν από την κριτική ως χαμηλόφωνοι.

Διαβάζοντας το σύνολο του έργου, ως ενότητα, με διαφοροποιήσεις και μετατοπίσεις βέβαια από το ένα διήγημα στο άλλο, διαπιστώνουμε πως εδώ κυριαρχεί το ανθρώπινο βίωμα ως συλλογική εμπειρία. Θα μπορούσαμε ίσως αυτό να το ονομάσουμε «διατομικότητα». Πράγματι, μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου της Σίδερη καταλαβαίνουμε πως δεν νοείται υποκείμενο, συνείδηση, εγώ, που να είναι ανεξάρτητο από τον Άλλο, από τους άλλους ανθρώπους.

Με όρους δανεισμένους από τη Φαινομενολογία, θα λέγαμε ότι το εγώ συγκροτείται αποβλεπτικά, συντίθεται από το βλέμμα του άλλου, όπως ακριβώς και το εσύ υπάρχει μόνο μέσα από το εγώ, από το βλέμμα μου. Γενικότερα, η συγγραφέας επιμένει σε μια διαλεκτική των αισθήσεων και των αισθημάτων, όπου κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν η όραση και το βλέμμα, η ομιλία και η ακοή, οι λέξεις και η γλώσσα. Στο εσωτερικό του κειμένου, το νόημα εναλλάσσεται με το μη νόημα, η ύπαρξη με την ανυπαρξία, ο Παράδεισος με την απώλειά του, το είναι με το μηδέν.

«Θα προτιμούσα να νιώσω ποιος είμαι μέσα στο γίνομαι. Αντικαθιστώντας το είμαι με το γίνομαι επιφέρω ένα πλήγμα στον χρόνο. από εγκλεισμό. Γίνεται, ολοένα γίνεται».

Ασφαλώς, θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε και άλλα χαρακτηριστικά της πολύτροπης αφηγηματολογίας της Σίδερη. Αν κοιτάξει κανείς το σύνολο της συγγραφικής αυτής σοδειάς, θα σχηματίσει την εντύπωση ότι υπάρχουν δύο μεγάλα θέματα που ξεχωρίζουν και περικλείουν όλα τα υπόλοιπα: η ελευθερία και η αγάπη. Αυτό συμβαίνει επειδή η ελευθερία και η αγάπη αναφέρονται πρωτίστως στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά μπορούν να προβληθούν και στη σύνολη φύση, να αφορούν όλα τα όντα.

Επιπλέον, η αγάπη συμπυκνώνει τρόπον τινά όλη την ανθρώπινη εμπειρία, καθετί το ανθρώπινο. Ενώ, από την άλλη, η ελευθερία αποτελεί τον πυρήνα για κάθε πολιτική πράξη που στοχεύει στη δικαιοσύνη και στην αλληλεγγύη, στη συλλογική ευτυχία των ανθρώπων.

Η ανθρώπινη κατάσταση, οι λέξεις και η ίδια η γλώσσα, βρίσκονται διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής της συγγραφέα. Τούτο συμβαίνει επειδή οι λέξεις προσφέρουν μια διέξοδο, μια ανακούφιση από τις δυσχέρειες του βίου των ανθρώπων. Η ζωή είναι ωραία, αλλά είναι και δύσκολη. Ενίοτε, είναι εξαιρετικά δυσβάσταχτη, σχεδόν αβίωτη. Τα τραύματα δεν γιατρεύονται εύκολα, ωστόσο μπορούν να επουλωθούν μέσα από τη σχέση με τον Άλλο, μέσα από την έγνοια για τον άλλον άνθρωπο.

Επιθυμία της ουτοπίας, ελευθερία και αγάπη. Δεν μίλησα καθόλου για τη σιωπή, ούτε για τον θάνατο. Και δεν μίλησα σκοπίμως, δεν θέλησα να μιλήσω, παρ’ όλο που η συγγραφέας αναφέρεται συχνά σ’ αυτά τα δύο: στη σιωπή και στον θάνατο, στη σιωπή του θανάτου. Τα αναφέρει όμως, πιστεύω, προκειμένου να τα ξορκίσει, να τα αντιμετωπίσει, να τα αντιπαλέψει.

Πράγματι, αξίζει να αντισταθούμε στη φθορά, σε καθετί αρνητικό. Η αντίσταση αξίζει αυτή καθεαυτή, γιατί ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή. Παρά τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα, μπορούμε να είμαστε παραγωγικοί, μπορούμε να δημιουργούμε, να επικοινωνούμε και να συνομιλούμε, μπορούμε να μοιραζόμαστε και να αγαπούμε, μπορούμε να διασχίζουμε τις μεταξύ μας αποστάσεις, των ζωντανών, ώστε να γινόμαστε πιο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Σε πείσμα όλων των αντιξοοτήτων, με εφόδιο τη λογοτεχνία, η οποία μπορεί να μας εμπνεύσει στον αγώνα που δίνουμε για την κατίσχυση επί των σκοτεινών τάσεων του θανάτου και του μίσους, καθώς και για την επικράτηση των δυνάμεων της ζωής και της αγάπης.

Ο Άρης Στυλιανού είναι αναπληρωτής καθηγητής φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ.

Η ΕΠΟΧΗ