Macro

Κατέ Καζάντη: Αλυσοπρίονα και τσεκούρια

Παρότι ο νεοφασισμός δεν κυκλοφορεί με μπότες, ούτε, τουλάχιστον πάντα, με μαχαίρια στο ζωνάρι ή μαστίγια στο χέρι, δεν δολοφονεί εν ψυχρώ ούτε αναζητά, ιμπεριαλιστικά, ζωτικό χώρο, όπως οι ναζί, δεν σημαίνει πως κρίνεται λιγότερο επικίνδυνος από τον ιστορικό φασισμό. Απεναντίας: τα κυριλέ, ακριβά καλογραμμένα κοστούμια ανεβάζουν το επίπεδο της κοινωνικής ανοχής, κονταίνουν τη συλλογική μνήμη και ρίχνουν, επί της ουσίας, στα τάρταρα το επίπεδο της δημοκρατίας. Μολύνουν δε με τις ιδέες τους όλο το πολιτικό φάσμα, αφού αυτές αφομοιώνονται ως κοινωνικά κυρίαρχες. Η ακροδεξιά υπεραπλούστευση, του φυλετικού ρατσισμού, της υπερδύναμης των «άξιων/άριστων» και του απομονωτισμού των αδυνατότερων, καθίσταται ασυναγώνιστο αφήγημα.
 
Διότι η συναίνεση στο άλλοτε αδιανόητο είναι εδώ: το επικύρωσε η Άννα Διαμαντοπούλου επικαλούμενη, μάλιστα, και τη σοσιαλδημοκρατική Δανία, όπου η ευρωπαϊκή πολιτική επί της ουσίας καταφάσκει, μηρυκάζοντάς το, στο ιδεολόγημα του Αρτύρ ντε Γκομπινό, ότι δηλαδή η καταστροφή του ευρωπαϊκού πολιτισμού θα προέλθει από φυλετικές προσμείξεις. Ο φασισμός έχει ήδη επιστρέψει στα σαλόνια της πολιτικής αλλά και στα πεζοδρόμια, σκοτώνοντας κυριολεκτικά.
 
Το πολιτικό μανιφέστο, το επονομαζόμενο και «Κόκκινο κρασί», ας πούμε, του νεοεκλεγέντος Ολλανδού, Γκερντ Βίλντερς, θαυμαστή της Θάτσερ, πολέμιου του Ισλάμ, αλλά και της Ε.Ε., πέρασε και ξεπλύθηκε από την κολυμβήθρα του πρώην πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε. Διότι πέρα από την κοινή πολιτική καταγωγή (Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία), ο Ρούτε κάποτε στηρίχτηκε, δίχως την παραμικρή ενοχή, στην ανοχή του Βίλντερς (2010) για να κυβερνήσει.
 
Ο Βίλντερς δηλώνει ευθαρσώς ότι θέλει να αποτελέσει ανάχωμα στο «τσουνάμι των αιτήσεων ασύλου των μεταναστών (…) βάζοντας περισσότερα χρήματα στα πορτοφόλια των ανθρώπων και καλύτερη ασφάλεια». Ο ίδιος χαρακτήρισε τους δημοσιογράφους «κοινωνικά αποβράσματα», η δε Ένωση Δημοσιογράφων της Ολλανδίας (NVJ) κατέθεσε ήδη την ανησυχία του για το μέλλον της ελευθερίας του Τύπου.
 
Φταίνε, όμως, μονάχα οι φτωχοί, οι άξεστοι, οι αμόρφωτοι που πέφτουν θύματα, υιοθετώντας τον ακροδεξιό εξτρεμισμό; Φταίει, όπως λέγεται, η φτώχεια εν γένει; Ο ιστορικός αναθεωρητισμός έχει, βέβαια, πείσει τις νεότερες γενιές πως η εργατική τάξη εν συνόλω στοιχήθηκε πίσω από τον Χίτλερ, παραλείποντας επιδεικτικά τη σχέση του μεγάλου κεφαλαίου και των βιομηχανιών με τους ναζί. Και τούτο χωρίς να εξηγεί γιατί οι εξαθλιωμένοι εργάτες της Βαϊμάρης δεν κατάφεραν να στήσουν μέτωπο εναντίον ενός κράτους που διατηρούσε με κάθε κόστος το νόμο και την τάξη, όπως δεν εξηγεί και ποιοι κέρδισαν εν τέλει από τον επιβαλλόμενο αυταρχισμό.
 
Σήμερα, στην Ευρώπη και στον κόσμο, δεν είναι μοναχά η φτωχολογιά που πέφτει έρμαιο του ανορθολογισμού. Από την Αργεντινή του Χαβιέρ Μιλέι ως την Ολλανδία, οι ολοκληρωτικές κυβερνήσεις παίρνουν κεφάλι. Η ολοένα και πιο άνιση κατανομή του πλούτου αλλά και η ιδιώτευση, ο απομονωτισμός που καλλιεργεί μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνία, η εκμεταλλευτική σχέση των κρατών που δημιουργεί κύματα μετανάστευσης, πυροδοτούν το φόβο. Φόβος που δεν μπορεί να ακουμπήσει στη συλλογικότητα της κοινής μοίρας, άρα και των αγώνων που θα τη αλλάξουν, φόβος που στρέφεται, αυτοκαταστροφικά, ενάντια στον Όμοιο Άλλο.
 
Έτσι, πλην της εργατικής, και η πολυθρύλητη «μεσαία τάξη» -ίσως κυρίως αυτή- νιώθοντας την καυτή ανάσα μιας πιθανής εκπτώχευσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο επίπεδο των προνομίων της, διολισθαίνει ιδεολογικά. Οι νέοι εθνικισμοί έχουν αναφορές σε κάθε κοινωνικοοικονομικό στρώμα.
 
Το δε κεφάλαιο, διά στόματος Έλοντ Μασκ, συγχαίρει τον Χαβιέρ Μιλέι, προβλέποντας «ευημερία» για την Αργεντινή, όπου η φτωχολογιά, σύμφωνα με τις προεκλογικές υποσχέσεις του, θα μπορεί να πουλά νεφρά ή άλλα όργανα, προκειμένου να ξεχρεώσει.
 
Είναι προφανές πως για να επικρατούν τα ολιγοπώλια και οι εκμεταλλευτικές συνθήκες παραγωγής, χρειάζεται η αρωγή ενός αυταρχικού, κατασταλτικού κράτους που θα πριμοδοτεί κοινωνικούς αυτοματισμούς και ενδοταξικές συγκρούσεις. Τούτο το κράτος υπάρχει εν σπέρματι στην αστικού τύπου δημοκρατία. Η δε επιτυχία του καπιταλισμού των τελευταίων δεκαετιών βρίσκεται ακριβώς στην κατάργηση των αναστολών εκείνων που κρατούσαν στο πολιτικό περιθώριο τα συμπτώματα του νεοφασισμού. Τώρα, οι πολιτικοί με τα αλυσοπρίονα και τα τσεκούρια αναβαπτίζονται από το σύστημα, υπερπροβάλλονται και απολαμβάνουν την εκτίμηση και το θαυμασμό των μαζών.
 
Να καταδεικνύεις τις συσχετίσεις και τις πολιτικοοικονομικές διαπλοκές, να τολμάς με παρρησία να μιλάς για τις αιτίες και όχι μοναχά για το σύμπτωμα, είναι μόνο η αρχή.

Κατέ Καζάντη