Συνεντεύξεις

Ναταλί Χατζηαντωνίου: «Οι συκοφαντίες του κ. Κούγια είναι μια σφυριά ενάντια σε όλο το κίνημα του MeToo»

Στο τελευταίο σόου του κ. Κούγια για τη δίκη του Λιγνάδη βρεθήκατε στο στόχαστρο εσείς και άλλοι δημοσιογράφοι για τον τρόπο κάλυψης του θέματος. Γιατί πιστεύετε ακολουθεί αυτή την τακτική επίθεσης και σπίλωσης;

Έχουμε δει τον κ. Κούγια να αλλάζει οπτική και σενάριο ανάλογα με το θύμα ή τον μάρτυρα που καλείται να καταθέσει. Έχουμε ακούσει διάφορα σενάρια για ποιο λόγο υπάρχουν οι κατηγορίες: γιατί έπρεπε να πληγεί ο Λιγνάδης επειδή ονόμασε τη σκηνή στο Ρεξ «Ελένη Παπαδάκη», για να αναχαιτιστεί η επένδυση στο Ελληνικό, για να «ευνοηθεί το τρίτο φύλο», όπως έλεγε, και ότι πρόκειται για παγκόσμια συνωμοσία κ.ο.κ. Παράλληλα, έχει ονομάσει ανά τους καιρούς σαν σκευωρούς δικηγόρους, τηλεπαρουσιάστριες κ.ά. Όταν ήρθε η ώρα να εμφανιστεί στο δικαστήριο ο Νίκος Σ., ήρθε και η δική μου σειρά. Και επειδή από τη συνέντευξη που είχαμε κάνει με τον Νίκο, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου για την υπόθεση, δέχτηκα και δριμύτερη επίθεση. Ωστόσο, μιλάμε για έναν δικηγόρο που αυτά που λέει, δεν τεκμηριώνονται από κανένα στοιχείο. Θα ευχόμουν οι συνάδελφοι που τον υποδέχονται στις κάμερες, να τον ρωτήσουν τι αποδείξεις έχει για τις κατηγορίες του. Αλλιώς το ψέμα είναι μία άβυσσος.

Αυτή η τακτική του αποδίδει, κατά τη γνώμη σας; Διαφεύγει έτσι του δημόσιου ενδιαφέροντος η ουσία της δίκης;

Δεν νομίζω ότι αποδίδει, η τακτική του μπορεί να πετυχαίνει σε ανθρώπους που δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με το ζήτημα, δεν έχουν διαβάσει τίποτα για τη δίκη και απλώς μπορεί να ακούσουν μόνο τις δηλώσεις του στην τηλεόραση. Ίσως σε αυτό το κοινό και μόνο. Κατά τ’ άλλα, όμως, αυτό που πετυχαίνει, είναι να βγάζει από το κάδρο τον Δ. Λιγνάδη και να μπαίνει ο ίδιος ο Κούγιας και η αντιπαράθεση του με κάποιον άλλον κάθε φορά. Αυτό είναι ένα προπέτασμα καπνού, ένα εφέ, για να αποσυντονίσει την κοινή γνώμη από την ουσία της δίκης, που είναι ότι ο κ. Λιγνάδης κατηγορείται για βιασμούς ανηλίκων. Πίσω βέβαια απ’ όλη αυτή την τακτική, κρύβεται ο ίδιος ο Λιγνάδης, αφού αυτός είναι που έχει ορίσει για συνήγορό του τον κ. Κούγια.

Για να μην ξεφύγουμε και εμείς, λοιπόν, από το επίδικο, ποια είναι η εικόνα που έχετε σχηματίσει μέχρι τώρα από την εξέλιξη της δίκης;

Να πω ότι δεν παρακολουθώ στενά τη δίκη, καθώς δεν κάνω δικαστικό ρεπορτάζ. Γνωρίζουμε ότι αυτή τη βδομάδα εξετάστηκε ο τελευταίος μάρτυρας κατηγορίας και ξεκινά η κατάθεση αυτών της υπεράσπισης. Η δίκη, με την άρση των περιορισμών της πανδημίας, έχει τώρα μεγαλύτερο ακροατήριο, το οποίο συμμετέχει συναισθηματικά την ώρα της εξέτασης, γιατί αυτά που ακούγονται στη δίκη, είναι πραγματικά ανατριχιαστικά. Ως εκ τούτο, ακόμα και αν δεν πρέπει να εκφραστεί καθόλου το ακροατήριο, δεν μπορούν να αποφευχθούν οι αντιδράσεις. Για παράδειγμα, την ώρα της κατάθεσης του Νίκου Σ. ακούγαμε λυγμούς από το ακροατήριο, λόγω των συγκλονιστικών γεγονότων που αφηγούταν. Ο κ. Λιγνάδης, από την άλλη, παρακολουθεί τη δίκη με έναν απόλυτο αυτοέλεγχο, φαίνεται ψύχραιμος εκ πρώτης όψεως. Από εκεί και πέρα, η έδρα, κατά τη γνώμη μου, επιτρέπει στον κ. Κούγια να ταλαιπωρεί αρκετά τα θύματα. Κάνει, δηλαδή, προσωπικές επιθέσεις, ομοφοβικές παρατηρήσεις και επαναλαμβάνει πολλές φορές τις ίδιες ερωτήσεις. Αυτή είναι η υπερασπιστική του γραμμή, αλλά δεν δικαιούμαι να μπω στα νομικά θέματα.

Τίθεται, όμως, και ζήτημα πώς αντιμετωπίζουμε κοινωνικά αυτόν τον σεξιστικό και ομοφοβικό λόγο που εκφέρει ο κ. Κούγιας τόσο μέσα στη δίκη, όσο και όταν μιλάει δημόσια γι’ αυτή, πχ με την επιστολή που έστειλε.

Αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα. Όταν από ένα δικηγορικό γραφείο στέλνεται ένα δελτίο Τύπου που βρίθει συκοφαντιών και ψεμάτων, πώς μπορείς θεσμικά να προφυλαχθείς; Θα πει κάποιος με μήνυση ή αγωγή. Εδώ βρισκόμαστε, όμως, στο εξής σημείο, ο μεν συνήγορος υπεράσπισης να συκοφαντεί όλους όσους έχουμε ασχοληθεί με αυτή την υπόθεση, αλλά να μην υποβάλλει μήνυση ή να μην μας καλεί ως μάρτυρες. Εμείς δε, αν κάνουμε μήνυση, να φοβόμαστε ότι σ’ αυτή τη φάση –και το τονίζω το σ’ αυτή τη φάση– θα ρίξουμε νερό στον μύλο του, με την έννοια ότι θα συνεχίσει να προβάλλει αυτή την πλευρά στα κανάλια, αποστρέφοντας το ενδιαφέρον από τη δίκη του Δημήτρη Λιγνάδη. Θεσμικά, βέβαια, πρωτίστως για τις συκοφαντίες κατά των θυμάτων, αναρωτιέμαι, δεν υπάρχει ένας τρόπος προφύλαξης και αντίδρασης; Π.χ. στην τελευταία ανακοίνωση του κ. Κούγια, αναφέρεται πως ο Νίκος Σ. είναι πάμπλουτος και ζει σε υπερπολυτελή βίλα στο Μπαλί, που είναι τεράστιο ψεύδος. Αυτές οι συκοφαντίες του κ. Κούγια αποτελούν μια σφυριά ενάντια στο κίνημα του MeToo εν γένει, αφού περνάει το μήνυμα ότι όποια/όποιος τολμήσει να προβάλλει μία τέτοια υπόθεση, θα λοιδορηθεί. Πώς, μετά από αυτές τις πρακτικές, θα πάνε άλλοι άνθρωποι να μιλήσουν για τη δική τους υπόθεση; Τι ψυχικό σθένος θα πρέπει να έχουν, για να υπερνικήσουν όλα αυτά τα ψεύδη; Αυτή η πρακτική λειτουργεί αποτρεπτικά όχι μόνο για τη δίκη Λιγνάδη, αλλά για όλο το MeToo. Σε όλο αυτό, λοιπόν, δεν υπάρχει ένας θεσμικός τρόπος προφύλαξης; Όπως, για παράδειγμα, το πειθαρχικό του Δικηγορικού Συλλόγου;

Η δημοσιογραφική κάλυψη της υπόθεσης εντοπίζει αυτά τα ζητήματα; Πώς κρίνετε εν γένει την κάλυψη της δίκης από τα ΜΜΕ;

Υπάρχουν ακριβώς τρεις κατηγορίες στην κάλυψη της υπόθεσης. Η μία αφορά την πρώτη φάση που αναδείχθηκαν τα περιστατικά, και ήταν βοηθητική προς αυτή την κατεύθυνση. Η κ. Σκορδά, η κ. Μελέτη κλπ, μετά και τη συνέντευξη του Νίκου Σ. (που δεν κατονόμαζε τον Λιγνάδη), έδωσαν βήμα λόγου στα θύματα που κατήγγειλαν τον Λιγνάδη και ανέδειξαν τη βαρύτητα του θέματος και ότι πρέπει να ασχοληθεί η Δικαιοσύνη με αυτό. Όμως, η τηλεόραση, όπως γνωρίζουμε, παίζει πολύ με την ατάκα και το εντυπωσιακό. Αυτό το στοιχείο, συν ότι η δίκη Λιγνάδη, όπως και η δίκη Φιλιππίδη, έχει παραδοθεί στη ζώνη του infotainment, δηλαδή στις πρωινές και μεσημεριανές εκπομπές, αντί να είναι θέμα του δικαστικού ρεπορτάζ, έχει ως αποτέλεσμα να δίνεται έμφαση στον καβγά και την ίντριγκα, παρά στην ουσία της δίκης. Φιλοξενούνται, βέβαια, και οι δύο πλευρές σ’ αυτές τις εκπομπές, αλλά επειδή ο κ. Κούγιας γνωρίζει καλά το τηλεοπτικό παιχνίδι, έχει ένα προνόμιο σ’ αυτό το πεδίο, αφού γνωρίζει ότι αν κάνει θόρυβο, η κάμερα θα στραφεί πάνω του. Η δεύτερη κατηγορία αφορά ένα κομμάτι του μιντιακού συστήματος, που αναπαράγει απλώς τα δελτία Τύπου ή τις ready made δημοσιεύσεις, ή δεν ασχολείται καν με την υπόθεση. Και υπάρχει τέλος ένα μικρότερο κομμάτι του Τύπου, που παρακολουθεί τη δίκη, εκφέροντας την άποψή του, είτε αυτή είναι κατά του Λιγνάδη, είτε υπέρ, που το θεωρώ και τον σωστότερο τρόπο κάλυψης, καθώς είναι πρωτογενής δουλειά και άποψη που στηρίζει ο κάθε δημοσιογράφος με την υπογραφή του.

Αυτό το σημείο τίθεται το τελευταίο διάστημα εντόνως στον δημόσιο διάλογο όσον αφορά στην κάλυψη των υποθέσεων σεξουαλικής βίας ευρύτερα. Αν δικαιούται, δηλαδή, ο/η δημοσιογράφος να τοποθετείται πάνω στην είδηση και να εκφέρει κρίση. Ποια η γνώμη σας;

Για μια είδηση, ακόμα και αν είναι γραμμένη εντελώς αποστασιοποιημένα, δεν έχει θέση ο/η δημοσιογράφος; Προφανώς και ναι. Διαφορετικά τις ειδήσεις θα τις μετέδιδαν μηχανήματα, όπως έχει γίνει σε κάποιες περιπτώσεις στο εξωτερικό, που αναπαράγουν απλά τους τίτλους. Φυσικά και η/ο δημοσιογράφος έχει άποψη και δικαιούται να την εκφράζει. Το θέμα είναι να την διαμορφώνει μέσα από την προσωπική του έρευνα, συνεντεύξεις, παρατήρηση κ.ο.κ, και όχι να την υποδέχεται έτοιμη ή με γνώμονα κάποιο όφελος ή σκοπό. Αυτό είναι αυτονόητο. Στη δική μου περίπτωση, η συνέντευξη του Νίκου Σ. –και αυτό οφείλεται στον Νίκο, εγώ απλά κατέγραψα αυτά που μου είπε– θεωρώ ότι ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα να φωτιστεί η υπόθεση, να ακουστεί για πρώτη φορά δυνατά η αλήθεια των θυμάτων, που οδήγησε στην παραίτηση του Δημήτρη Λιγνάδη και στη δίκη του. Και τον αντίκτυπο αυτόν τον χρωστάμε όλη η κοινωνία στον Νίκο.

Τζέλα Αλιπράντη