Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Η τράπεζα Πειραιώς πούλησε περισσότερα από 800 ATM στον όμιλο Printec. Κρίσιμη λεπτομέρεια: η Πειραιώς συμμετέχει στον συγκεκριμένο όμιλο. Τη διαχείριση των ATM ανέλαβε η εταιρεία Cashflex. Εδώ είναι η στιγμή που ξεκίνησαν και οι επιπλέων χρεώσεις. Αρχικά 60 λεπτά στην Πειραιώς και 1,5 ευρώ στην καινούργια εταιρεία. Η δημοσιοποίηση του περιστατικού και η ανάδειξή του αρχικά από τη Νέα Αριστερά έφερε ένα μεγάλο κύμα αντιδράσεων και ανάγκασε την κυβέρνηση να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία. Σημαντικό εδώ να υπενθυμίσουμε ότι ως Νέα Αριστερά καταθέσαμε τροπολογία για το ζήτημα πριν από την κυβέρνηση.
Η νομοθετική ρύθμιση που έφερε τελικά η κυβέρνηση, όπως περιμέναμε, αφήνει «ανέπαφες» μια σειρά από χρεώσεις που θα συνεχίσουν να υπάρχουν στα ATM, για να μην μιλήσουμε συνολικότερα για το ζήτημα των τραπεζικών προμηθειών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα αδικούσαμε τους εαυτούς μας αν δεν παραδεχόμασταν ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει μισό βήμα πίσω κάτω από την κοινωνική και πολιτική πίεση, μια μικρή νίκη λοιπόν.
Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό ερώτημα: γιατί υπήρξε τόσο μεγάλος θυμός και κινητοποίηση, έστω και διαδικτυακή, για ένα ζήτημα με οικονομικό αποτύπωμα της τάξης των 2 ευρώ; Όλες και όλοι μπορούμε να φανταστούμε μια σειρά από οικονομικά ζητήματα με μεγαλύτερο οικονομικό αποτύπωμα, στα οποία δεν έχει εκφραστεί οργανωμένα αντίστοιχες αντιδράσεις.
Νομίζω ότι πάνω σε αυτό αξίζει να στοχαστούμε λίγο παραπάνω, και στο θετικό και στο αρνητικό. Θα έλεγα ότι το κεντρικό ζήτημα δεν ήταν μόνο το κόστος των 2 ευρώ, το κεντρικό ήταν ο θυμός από τη βιωμένη εμπειρία της καθημερινής λεηλασίας μέσω του κόστους ζωής. Κόστος ζωής για την κοινωνική πλειοψηφία, κερδοφορία χωρίς όρια για τις ελίτ. Προφανώς οι τράπεζες αποτελούν βασικό πυλώνα αυτής της λεηλασίας, με το σύνολο των λειτουργιών τους. Από τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, μέχρι τις χρεώσεις και τα επιτόκια. Ας δούμε λίγο κάποια βασικά στοιχεία:
– Το 88% των τραπεζικών προμηθειών παραμένουν, παρά τις κυβερνητικές παρεμβάσεις. Το 1ο τρίμηνο του 2025 η κερδοφορία τους από προμήθειες ήταν στα 543 εκατ., ενώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 ήταν στα 477 εκατ.
– Τα δύο τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν μοιράσει πάνω από 2 δισ. μερίσματα τα οποία μερίσματα φορολογήθηκαν μόλις με 5%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μ.ο. είναι στο 21%.
– Από την παραπάνω διαφορά στους συντελεστές οι μέτοχοι γλύτωσαν φορολογία 328 εκατ. Όλα αυτά σε μία χώρα που ο προϋπολογισμός προβλέπει για τα λειτουργικά έξοδα του συνόλου των ΑΕΙ στα 115 εκατ.
Να το πούμε απλά, η τεράστια κερδοφορία των τραπεζών, των εταιρειών ενέργειας, της ιδιωτικής υγείας, των εταιρειών τροφίμων και του real estate αποτελούν την άλλη όψη της κρίσης του κόστους ζωής που αντιμετωπίζει ο κόσμος της εργασίας και η κοινωνική πλειοψηφία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης αν δούμε το μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ και ταυτόχρονα στον πάτο της Ευρώπης ως προς το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ. Εδώ προκύπτει και το βασικό πολιτικό ζήτημα αλλά και οι απαραίτητες συγκρούσεις. Χρειαζόμαστε μια διαδικασία αντίστροφης αναδιανομής πόρων και εξουσία προς τον κόσμο της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό περνάει μέσα από ένα πρόγραμμα με καθαρές αιχμές, το οποίο δεν μπορεί να τα έχει καλά με όλους. Όπως σε κάθε πολιτική θα υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι και εμείς οφείλουμε όχι μόνο να διαλέξουμε αλλά να εργαστούμε για τη συγκρότηση του δικού μας κοινωνικού μπλοκ.
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Η ιστορία με την Πειραιώς ισχυρίζομαι ότι δείχνει το βάρος και τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει μία στροφή της Αριστεράς στα ζητήματα της οικονομίας. Μία στροφή όμως που θα μιλάει συγκεκριμένα, θα συνδέει το συγκεκριμένο με το οραματικό, θα δείχνει καθαρά και χωρίς φόβο τον αντίπαλο και θα προσπαθεί να κινητοποιήσει και να συνδυάζει την πολιτική πίεση με την κοινωνική δράση.
Η πρώτη ύλη υπάρχει. Ας σκεφτούμε το ζήτημα της στέγης. Όλα τα στοιχεία καταγράφουν αρνητικά ρεκόρ για την Ελλάδα στο κόστος στέγασης. Ο πληθωρισμός ενοικίων είναι σταθερά υπερτριπλάσιος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με βάση έρευνα που κάναμε μόνο στον Δήμο Αθηναίων τέσσερις εταιρείες κατέχουν 588 ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αυτό το στοιχείο αφορά –επαναλαμβάνω– μόνο τον Δήμο Αθηναίων. Μία νομοθετική απαγόρευση των νομικών προσώπων να έχουν ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση θα απελευθέρωνε αμέσως εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα σε όλη τη χώρα και θα ήταν ένα ουσιαστικό μέτρο για την μείωση των ενοικίων. Προφανώς όμως θα είχε εχθρούς τους ομίλους του real estate. Κινήσεις πολιτών και προγραμματικές επεξεργασίες ήδη υπάρχουν στο συγκεκριμένο πεδίο. Σίγουρα όμως και εμείς μπορούμε να κάνουμε περισσότερα.
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι σε μία περίοδο μεγάλης ρευστότητας, σημαντικών κινδύνων αλλά και σημαντικών ευκαιριών, ο καλύτερος δρόμος τόσο για την συγκρότηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών αλλά και για την συγκρότηση ενός πραγματικού αντίπαλου πόλου στο σημερινό καθεστώς περνάει μέσα από την έμφαση που οφείλει να δώσει η αριστερά στον πυρήνα του κοινωνικού ζητήματος και της οικονομίας. Μία στροφή στην κρίση του κόστους ζωής, στα ζητήματα της εργασίας και του λαϊκού κόσμου. Έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια δύναμη χρήσιμη για τα δικαιώματα των πολλών και επικίνδυνη για τα προνόμια των ελίτ. Μπορεί να χρειάστηκε μια χρέωση 2 ευρώ για να αναδειχθεί ξανά αυτή η ρωγμή, το πεδίο όμως είναι μπροστά μας.