Αν κάτι ήρθε για να μείνει, βοηθούσης της βιοπολιτικής της περιόδου της πανδημίας, δεν είναι παρά μια νέα οπισθοχώρηση στα ζητήματα της εργασίας, στα ζητήματα δηλαδή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της κλοπής της υπεραξίας της εργασίας και άλλων παρόμοιων, πεπαλαιωμένων και γραφικών κατά τη συστημική θεώρηση.
Ο τρόπος που διαχειρίζεται η –δεξιά– κυβέρνηση τα εργασιακά επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω: το καινουργιοφερμένο νομοσχέδιο Βρούτση εισάγει νομίμως το 10ωρο δίχως επιπλέον αμοιβή, προσθέτει επιχειρήσεις και εργασίες στη λίστα της κυριακάτικης εργασίας, θεωρεί «ποινικώς κολάσιμη πράξη» την κατάληψη χώρων και εισόδων, θέτει χίλια δυο εμπόδια στις απεργίες και το συνδικαλισμό. Μια ακόμα σφοδρή επίθεση στα κεκτημένα εξαπολύεται, με τους εργάτες κάθε λογής –πρεκάριους, προλετάριους, με λευκά ή όχι κολάρα– να παρατηρούν αμήχανοι. Και φοβισμένοι.
Αλλά για την καλβινιστικού τύπου θεολογία της εργασίας, που ηθικοποιεί την παραγωγική διαδικασία, η υπερεργασία ανήκει στον κύκλο των αυτονόητων. Ο (νεο)φιλελευθερισμός παρουσιάζει τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της εργασίας και το σκληρό ανταγωνισμό, στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί, ως διαδικασία ελεύθερης δημιουργίας. Ο άνθρωπος προσδιορίζεται υπαρξιακά από το υλικό αποτέλεσμα της εργασίας του, η δε «εργατικότητα» αποτελεί καθήκον για την ισότιμη συμμετοχή στη διαμόρφωση του κόσμου. Και όχι μόνο: ιεροποιημένη, οδηγεί απευθείας στην επουράνια, παραδείσια ζωή.
Συνακόλουθα, στη θεολογία του καπιταλισμού τίθεται υπέρ πάντων η «λειτουργικότητα»: να βγαίνει η δουλειά, να συνεχίζεται δηλαδή η απρόσκοπτη λειτουργία της αλυσίδας της παραγωγής βρέξει -χιονίσει, να αβγατίζει η κερδοφορία των από πάνω, μπας και επιβιώσουν οι από κάτω, όλα ετούτα αποτελούν κρατούσα κουλτούρα. Η ρητορική διαχέεται χωρίς να αντικρούεται. Βοηθούσης της –ορθόδοξης– αριστεράς, το προτεσταντικό καπιταλιστικό πρότυπο βρήκε την αντιστοίχισή του στο αντίπαλο, λεγόμενο, δέος, στο υπόδειγμα του Σταχάνοφ. Ο σταχανοβισμός, το σύστημα της βέλτιστης παραγωγής, βασισμένο στην «αυταπάρνηση» του εργάτη – πρότυπο, που δουλεύει ακάματα για το «καλό του συνόλου», αλλοτριώνει εξίσου: η καταπίεση που υφίσταται το υποκείμενο στην αναμέτρηση με τον καταφάσκοντα δουλευταρά Σταχάνοφ, καθώς και η φετιχοποίηση του μόχθου του συντελούν στη δημιουργία ενός εξίσου απάνθρωπου, ανταγωνιστικού και εκμεταλλευτικού, μοντέλου διαβίωσης.
«Οχτάωρο; Πού βρίσκεστε, στο δημόσιο;»
Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, κοινωνίες αταλάντευτης ταξικότητας, η ιερότητα της εργασίας εγγίζει νέα άκρα, σε μια μεταμοντέρνα ανάγνωση του arbeit macht frei. «Υπηρέτησα με πάθος, χωρίς να κοιτάω ποτέ το ρολόι, χωρίς να λέω ποτέ “όχι” σε ό,τι και αν μου ζητήθηκε», έγραφε σε επιστολή παραίτησης δημοσιογράφος της τηλεόρασης, «αγαπώ τόσο τη δουλειά μου, που δούλευα μήνες χωρίς λεφτά», έλεγε διάσημη περσόνα, «κοιμόμουν τρεις ώρες, πληρωνόμουν με ψιχία και δεν μ’ ένοιαζε καθόλου, θα το ξανάκανα», κόμπαζε τηλεμάγειρας. Ουδείς/μία κατήγγειλε την εκμετάλλευση. Υπερασπίζονταν, απεναντίας, με πάθος το στερεοτυπικό, μακαρίζοντας ταυτοχρόνως την εργοδοσία για τις «ευκαιρίες» που τους δόθηκαν ώστε να διαπρέψουν. «Οχτάωρο; Πού βρίσκεστε, στο δημόσιο;» αναφωνούσε από την άλλη εργοδότρια, έκπληκτη με τις «απαιτήσεις» των από κάτω. Η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης αναγκάζει τον εργάτη να στριμώξει αναντίρρητα, σ΄ ένα ωράριο χαβούζα, ό,τι κι αν του ζητηθεί. Η τεχνολογική εξέλιξη χειροτερεύει τα πράγματα: ο μεγάλος αδελφός της εργοδοσίας σ’ ακολουθεί παντού, άρα ό,τι δεν προλαβαίνεις στο γραφείο, γίνεται, και όπου δεν γινόταν, δουλειά για το σπίτι.
Η θεώρηση του ζην ως επιχείρηση, συνεχίζεται
Η περίοδος της πανδημίας, που φέρει ξανά το δυτικό άνθρωπο αντιμέτωπο με το δίπολο ζωής – θανάτου, αντί να συνεισφέρει σε μια αποδομητική οπτική της συσσώρευσης, να αλλάξει άρα τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται κανείς, η ματαιότητα να θεωρείται το ζην επιχείρηση συνεχίζεται.
Εξορισμού κάθε αφεντικό συνθλίβει τους από κάτω: το φάσμα της διόγκωσης της ανεργίας χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει τις πλέον αντιδραστικές πολιτικές ενώ από πουθενά δεν μπαίνει στο τραπέζι ένα αντιπαράδειγμα στον καπιταλισμό.
Η –διεθνής– Αριστερά λουφάζει: αντί να επεξεργάζεται πολιτικές που θα περιορίζουν τα εκμεταλλευτικά κέρδη, –μείωση των ωρών εργασίας, 6ωρο ή 4ήμερο, με αύξηση και όχι μείωση των μισθών, νέες μορφές αποανάπτυξης, φιλικές στο περιβάλλον– γίνεται παρακολούθημα των καπιταλιστικών λογικών διαχείρισης. Μια οραματική πολιτική στο κατεξοχήν πεδίο της ταξικής σύγκρουσης εκλείπει, την ώρα ακριβώς που ο κόσμος της εργασίας βρίσκεται στη χειρότερη, μεταπολεμικά, κατάσταση.
Όποιος, από τη θέση του εργάτη, διεκδικεί να εισάγει την πολυπλοκότητα του όντως ανθρώπου στον καθημέριο βίο, διεκδικώντας παραπάνω από τα προσφερόμενα ή προστατεύοντας τα κεκτημένα, τιμωρείται. Από τους από πάνω αλλά και από τους ομόταξους: ο κοινωνικός αυτοματισμός κάνει τον παρία να παρακαλά να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα ή να κοιτά με μισό μάτι τον τολμητία που ανθίσταται στην επελαύνουσα εκμετάλλευση.
Κι επειδή, ακολουθώντας τον Κανέτι, σημασία δεν έχει πόσο καινοφανής είναι μια ιδέα αλλά πόσο καινούργια γίνεται κάθε φορά εντός της ιστορικής συγκυρίας, ας (ξανα)μιλήσουμε για τα βασικά: για την ανελέητη εκμετάλλευση πρεκάριων και για προλετάριων και το χρόνο εργασίας σε συνδυασμό με την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, ως μόνου όντος που έχει επίγνωση του πεπερασμένου του επί της γης, την επίγνωση δηλαδή του θανάτου του.
Ας μην πεθάνουμε, λοιπόν, δουλεύοντας.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Η Εποχή