Η Μεταπολίτευση του 1974 συνοδεύεται από μια σειρά θεσμικές τομές που σηματοδότησαν, όχι μόνο το πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία, αλλά το τέλος του μετεμφυλιακού κράτους. Οι τομές αυτές είναι: η κατάργηση του αναγκαστικού Νόμου 509/47 που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ και όλες τις κομμουνιστικές οργανώσεις, η κατάργηση της βασιλείας και, αργότερα, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Παράλληλα, ο Κ. Καραμανλής κατάφερε να θέσει τον στρατό οριστικά εκτός πολιτικής, ενώ επί Ανδρέα Παπανδρέου μπήκε τέλος σε κάθε μορφής ψυχολογική βία που ασκούσε το μετεμφυλιακό κράτος, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο.
Από τη στιγμή που οι μεταβολές αυτές εμπεδώθηκαν στο πολιτικό μας σύστημα, τέλος της Μεταπολίτευσης δεν θα υπάρξει. Αυτό που πιθανόν να υπάρξει, κάποτε, είναι κάποιες θεσμικές τομές και κοινωνικές μεταβολές αντίστοιχες με αυτές που συνέβησαν τότε. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι αντικείμενο πολιτικών εξαγγελιών και επικοινωνίας. Το κρίνει η Ιστορία.
*
Παρότι η πτώση της χούντας αποδείχτηκε μοιραία για το παρακράτος που κυβερνούσε τη χώρα από την εποχή του Εμφυλίου, το σύνθημα “Να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση” δεν γεννήθηκε από την Ακροδεξιά. Αποτελεί σύλληψη των “εκσυγχρονιστών” της σημιτικής περιόδου, που από το 1996 έως το 2004 επιδίωκαν να προωθήσουν σκληρές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, γεγονός που τους έφερνε σε σύγκρουση με την ιστορική βάση του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτούς, “να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση” σήμαινε ότι η χάραξη της πολιτικής έπρεπε να περάσει πλέον στους τεχνοκράτες και δεν μπορούσε να είναι αντικείμενο ούτε κοινωνικής διαβούλευσης, ούτε διεκδικήσεων. Μόνο έτσι μπορούσε να προωθηθεί η περίφημη “ευελιξία”, δηλαδή η κατάργηση, συνολικά, του πλέγματος κοινωνικής και εργασιακής προστασίας. Για τους υποστηρικτές της γραμμής αυτής, “μεταπολίτευση” ήταν κυρίως οι κρατικοδίαιτοι συνδικάλες με την επαναστατική φρασεολογία, η μονίμως διαμαρτυρόμενη Αριστερά και το πελατειακό κράτος στο οποίο μέχρι τότε είχε στηριχτεί η εξουσία τους.
Αλλά, παράλληλα, “Να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση” σήμαινε ότι δεν υπήρχαν πια αντιθέσεις Αριστεράς – Δεξιάς, ότι έπρεπε να επιδειχτεί ρεαλιστική ανοχή στους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία ή στην παράδοση του Οτσαλάν, ότι η παράδοση της κοινωνίας στον αισχρότερο κερδοσκοπικό φιλελευθερισμό ήταν περίπου νομοτελειακή, ότι έπρεπε να καταργηθεί η κοινωνική ασφάλιση για τους νέους εργαζόμενους και να ιδιωτικοποιηθεί το Δημόσιο, ότι με το πρόσχημα της αναστάτωσης που προκαλούν οι ολιγάριθμες και χωρίς αιτία διαδηλώσεις έπρεπε να απαγορευτούν οι μαζικές διαδηλώσεις με αιτία.
*
Σήμερα, το “Να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση” έχει πάρει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί πλέον σύνθημα της Ακροδεξιάς, η οποία, αφού ξεπλύθηκε από τον Σαμαρά, εγκαταστάθηκε για τα καλά στο κέντρο της Νέας Δημοκρατίας. Στο στόχαστρό τους βρίσκονται η “ιδεολογική ηγεμονία” και το “ηθικό πλεονέκτημα” της Αριστεράς. Κατά την άποψή τους, τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνδέονται με τη Μεταπολίτευση, καθώς εμφανίστηκαν το 1974, όταν η Αριστερά επανήλθε νόμιμα στο πολιτικό προσκήνιο, περιβεβλημένη με το τεράστιο ηθικό κύρος που είχε αποκτήσει έπειτα από δεκαετίες δημοκρατικών αγώνων και διώξεων. Παρά τις σοβαρές αντιφάσεις της Αριστεράς, δεν καταφέρνουν να αμφισβητήσουν ούτε την ιδεολογική της ηγεμονία, ούτε το ηθικό της πλεονέκτημα. Γιατί η ιδεολογική ηγεμονία που πολεμούν ανήκει επί της ουσίας στη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη, αξίες τις οποίες η Αριστερά υπηρέτησε σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της.
Όσο δε για το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει ή να το υπονομεύσει, εκτός από την ίδια την Αριστερά. Αυτοί το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθούν να το συμψηφίσουν με το τεράστιο δικό τους ηθικό έλλειμμα. Έλλειμμα που συνοδεύει την εξουσία της Δεξιάς στον τόπο σε κάθε της βήμα, από την εποχή του Παπάγου, μέχρι την εποχή του Σαμαρά, από τα Λίμπερτι μέχρι τη Siemens και τη Novartis, από τη βία και τη νοθεία του ’61 και τις “καρφίτσες” μέχρι το ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής. Ηθικό έλλειμμα το οποίο είναι καταδικασμένοι να κουβαλάνε μέχρι να μπορέσουν να κάνουν μια ριζική ανανέωση του πολιτικού τους προσωπικού και ένα πραγματικό άνοιγμα στις δημοκρατικές αξίες.
*
Η ακροδεξιά ιδεοληψία οδηγεί μοιραία στον ιστορικό αναθεωρητισμό. Δειλά – δειλά, στη συστημική Δεξιά πληθαίνουν οι απόψεις που κάποτε οι ειλικρινείς δεξιοί δημοκράτες θα ντρέπονταν ακόμα και να ακούσουν: επί χούντας κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα. Η χούντα έφτιαξε δρόμους. Υπήρχε οικονομική ανάπτυξη και δεν έκλεβαν. Η χούντα δεν πείραξε κανέναν. Το Πολυτεχνείο στήθηκε από τον Ιωαννίδη. Οι νεκροί του Πολυτεχνείου είναι ψέμα. Η Μεταπολίτευση έφερε χάος και αναρχία στους δρόμους και υπονόμευσε τη βιομηχανική ανάπτυξη του τόπου. Και κοντά σ’ αυτά, ένα αναμάσημα των μετεμφυλιακών ιδεολογημάτων για τον εγκληματικό χαρακτήρα του ΕΑΜ, τον προδοτικό ρόλο του ΚΚΕ, τους σφαγείς Βελουχιώτη, Μπελογιάννη κ.λπ., την ηθική αποκατάσταση των βασανιστών της Μακρονήσου και των βασανιστών της χούντας.
Έτσι, γι’ αυτούς, το “Να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση” σημαίνει παλινόρθωση της επίσημης μετεμφυλιακής και χούντικής ιδεολογίας, την οποία το 1974 εκπροσωπούσε μόνο ο Ελεύθερος Κόσμος του Σάββα Κωνσταντόπουλου, αλλά σήμερα εκφράζουν οι χουντικοί που βρίσκονται στην ηγεσία της Ν.Δ., όπως ο Μ. Βορίδης και ο Αδ. Γεωργιάδης, ακολουθούμενοι από πληθώρα μεσαίων στελεχών, οπαδών και ιστοσελίδων. Η συμπάθεια και η συγκίνηση που εκδηλώθηκαν για τα πρόσωπα του Ντερτιλή και του Παττακού με αφορμή τον θάνατό τους είναι ενδεικτικές αυτού του ιστορικού αναθεωρητισμού.
*
Όλες αυτές οι φωνές, που για δικούς της λόγους η καθεμία ζητούν “Να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση” επί της ουσίας εννοούν “Να ξεμπερδεύουμε με τη δημοκρατία”. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να διατηρηθεί ζωντανή η ιστορική μνήμη της Μεταπολίτευσης και να μένει πάντοτε ανοιχτή και ζωντανή η συζήτηση για περισσότερη και καλύτερα εδραιωμένη δημοκρατία στον τόπο μας.
Άγγελος Τσέκερης
Πηγή: Η Αυγή