• Αρχικά, πώς σας ήρθε η ιδέα της ταινίας;
Οταν ήμουν φοιτητής, δούλευα ως δάσκαλος σε μια πολύ πλούσια οικογένεια για το παιδί τους που πήγαινε στο Δημοτικό σχολείο. Μια μέρα το αγόρι με πήγε στον δεύτερο όροφο, στην πολυτελή σάουνά τους. Είχα την αίσθηση τότε ότι κατασκόπευα την ιδιωτική ζωή αυτών των ξένων ανθρώπων και πως τρύπωνα σ’ αυτό το πλούσιο σπίτι. Αρχισα να φαντάζομαι τι θα γινόταν αν άρχιζα να διεισδύω σε τέτοια σπίτια με τους φίλους μου…
• Θέλατε η πλοκή να χρησιμέψει ως κοινωνικό σχόλιο;
Να σας πω την αλήθεια, δεν το βλέπω έτσι. Οταν η οικογένεια Κιμ εισβάλλει στο σπίτι, δεν έχουν σκοπό να γίνουν πλούσιοι. Απλά είναι άνεργοι και το μόνο που θέλουν είναι να βρουν δουλειά. Είναι μάλιστα απόλυτα φυσιολογικοί και ικανοί άνθρωποι, όχι τίποτα χαμένοι. Το θλιβερό της κατάστασής τους όμως είναι η ανεργία. Πρόκειται για μια κατάσταση που ισχύει πιστεύω όχι μόνο για τη Νότια Κορέα αλλά σε χώρες παντού στον κόσμο – όπου ικανοί άνθρωποι παραμένουν άνεργοι.
Οταν ο γιος στο τέλος λέει πως θα αγοράσει το σπίτι για τον πατέρα του, είναι θλιβερό γιατί μάλλον το ξέρει πως δεν μπορεί. Μάλιστα υπολόγισα πως ένας νέος άνθρωπος με μεσαίο μισθό θα χρειαζόταν 547 χρόνια για να αγοράσει ένα τέτοιο σπίτι (γέλια). Αισθάνθηκα στενοχωρημένος και μπερδεμένος όταν έγραψα αυτόν τον διάλογο, που νομίζω ότι τελικά μιλάει για το χάσμα μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων, την πόλωση που κυριαρχεί στη σημερινή κοινωνία.
• Αφορά ειδικά τη σημερινή κοινωνία στην Κορέα;
Η Κορέα είναι πλούσια χώρα τώρα, η ανάπτυξη είναι ακατάπαυστη. Αλλά όσο πιο πλούσια γίνεται μια χώρα τόσο μεγαλύτερο το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλούσιων. Δεν νομίζω ότι συμβαίνει αυτό μόνο την Κορέα αλλά και στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες.
• Οταν γράφετε ένα σενάριο, υπάρχουν στιγμές που νιώθετε συγκινημένος με την ιστορία σας;
Ντρέπομαι λίγο που σας το λέω αλλά, ναι, συγκινούμαι συχνά όταν γράφω σενάρια. Πρόκειται για μια πολύ μοναχική απασχόληση και πολλές φορές γράφω αργά τη νύχτα. Συμβαίνει να γράφω έναν διάλογο, π.χ., στις δύο η ώρα τη νύχτα… κλαίγοντας (γέλια). Πολλές φορές πάλι, όταν διαβάζω τον ίδιο διάλογο το πρωί, τον βρίσκω άθλιο! (γέλια)
• Πώς παντρέψατε κωμικά και δραματικά στοιχεία στην ταινία;
Συχνά με ρωτούν πώς μπορώ να ανακατεύω κινηματογραφικά είδη και να αλλάζω τόνο τόσο φυσικά, αλλά δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Δεν έχω ποτέ αυτή την πρόθεση. Μάλλον για μένα είναι πολύ πιο δύσκολο να διατηρήσω τον ίδιο τόνο για δύο ολόκληρες ώρες… Προτιμώ να διασταυρώνω διάφορα αφηγηματικά στοιχεία ταυτόχρονα, το βρίσκω αυτό πιο φυσικό και πιο άνετο. Εξάλλου όλα αυτά βασίζονται σε συναισθήματα και τα συναισθήματα πάντα περιπλέκονται. Ετσι ώστε όταν ο τόνος αλλάζει από το Α στο Β, υπάρχουν πάντα στοιχεία του Β στο Α και του Α στο Β – δηλαδή καμιά αλλαγή δεν είναι απόλυτη.
• Οι γυναίκες στην ταινία πολλές φορές παρουσιάζονται ως πιο δυνατές από τους άνδρες. Ηταν πρόθεσή σας αυτό;
Είναι αλήθεια ότι οι ανδρικοί ρόλοι στις ταινίες μου δεν είναι πάντα χαρισματικοί και καμιά φορά φέρονται ηλίθια. Δεν είναι όμως στόχος μου αυτός. Δεν ξέρω μάλιστα αν αυτό συμβαίνει γιατί είμαι κι εγώ έτσι (γέλια). Ας πούμε για τον άνδρα και τη γυναίκα που ζουν στο υπόγειο, ενώ είναι ζευγάρι, ήθελα να έχουν κάποια σχέση μητέρας-γιου, η μία να προστατεύει και ο άλλος να προστατεύεται.
Αλλά και στη φτωχή οικογένεια των Κιμ, η μικρή κόρη είναι η πιο έξυπνη, ενώ η μητέρα, πρώην αθλήτρια, έχει σωματική δύναμη. Στην προηγούμενη ταινία μου (σ.σ. «Ο επισκέπτης»), η ηρωίδα ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που όμως είχε φοβερή δύναμη και ορμή μέσα της. Κι αυτό μου αρέσει πολύ.
• Είναι σαν να δημιουργείτε τη δική σας κινηματογραφική γλώσσα με την ταινία. Μιλήστε μας για την τεχνική σας. Πρόκειται για κάτι που δανειστήκατε ή που εφηύρατε;
Υπάρχει ένα πασίγνωστο βιβλίο για τις συζητήσεις του Χίτσκοκ με τον Τριφό, το οποίο διάβασα πολλές φορές όταν ήμουν φοιτητής. O Χίτσκοκ εξακολουθεί να με ενδιαφέρει, έχω μάλιστα πολλά βιβλία με σκίτσα του κι όταν ετοιμάζω ταινίες επιστρέφω σ’ αυτά. Σχεδιάζω τις ταινίες μου μόνος μου, αυτό έκανα άλλωστε και για τα «Παράσιτα». Δε με ενδιαφέρουν τα τυπικά πλάνα, ακολουθώ μόνο τα σκίτσα μου… Οταν γύριζα το «Snowpiercer», ο μακαρίτης Τζον Χαρτ, ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός, μου είπε: «Μπονγκ, είσαι… χιτσκοκικός» – μεγάλο κομπλιμέντο!
• Σας κατέπληξε η θερμή υποδοχή που είχατε στις Κάνες μαζί με την υψηλότερη τιμή, τον Χρυσό Φοίνικα;
Στην αρχή είχα μεγάλη αγωνία γιατί είχα πολλά χρόνια να δείξω ταινία στη γλώσσα μου και μάλιστα μια ταινία γεμάτη αναφορές στην κοινωνία της Κορέας. Ημουν περίεργος λοιπόν και ανησυχούσα για το πώς θα ανταποκρινόταν το δυτικό κοινό. Αλλά στις Κάνες κι έπειτα στο Σίδνεϊ, τη Γερμανία, το Τελουράιντ, το Τορόντο – τόσο διαφορετικές πόλεις και χώρες, κι όμως, η αντίδραση του κοινού ήταν σχεδόν πανομοιότυπη.
Οι καλύτερες αντιδράσεις είναι πάντα οι άμεσες, όπου το κοινό γελάει και κλαίει μαζί. Αναρωτήθηκα λοιπόν γιατί οι αντιδράσεις έμοιαζαν παντού. Κατέληξα στο γεγονός ότι μια ιστορία για φτωχούς και πλούσιους είναι πανανθρώπινη. Γιατί ζούμε μέσα σε ένα γιγαντιαίο καπιταλιστικό έθνος. Ο καπιταλισμός περιβάλλει την καθημερινότητά μας.
• Οταν ταξιδεύετε με τις ταινίες σας, σας αρέσει να ασχολείστε και με άλλα πράγματα εκτός από το σινεμά;
Με απασχολεί πολύ το φαγητό (γέλια). Εξερευνώ τα εστιατόρια αρχίζοντας με αυτά που είναι κοντά στο ξενοδοχείο μου. Συνήθως δεν ρωτώ άλλους, το παίρνω πάνω μου να βρω τα καλά μέρη. Ακόμα και στα γυρίσματα, όπου η κατάσταση είναι πολύ έντονη, το μεσημεριανό φαγητό είναι προτεραιότητα!
• Ποιες είναι οι κινηματογραφικές επιρροές που έχετε από τις χώρες της Ασίας;
Πάρα πολλές. Είμαι οπαδός του Κιγιόσι Κουροσάβα –μαέστρου του κινηματογράφου τρόμου– και του περίφημου Κορεάτη σκηνοθέτη Κιμ Κι-γιουνγκ, που ήταν ενεργός τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Για τα «Παράσιτα» εμπνεύστηκα από την ταινία «Τhe housemaid» του ίδιου… Οταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, μου άρεσαν πολύ ο Εντουαρντ Γιανγκ και ο Χου Χσιάο-χσιεν, από την Ταϊβάν. Ναι, βέβαια, έχω μελετήσει πολλούς υπέροχους σκηνοθέτες από την Ασία.
• Πότε σας ήρθε η επιθυμία να γίνετε σκηνοθέτης;
Θα πρέπει να ήμουν 11-12 χρόνων και πήγαινα ακόμα στο Δημοτικό σχολείο στην Κορέα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από μικρός μου άρεσε ο κινηματογράφος. Εβλεπα πάρα πολλές ταινίες, μάλλον υπερβολικά πολλές. Φυσικά, όταν μεγάλωνα εγώ δεν υπήρχε ταινιοθήκη, ούτε DVD ή το διαδίκτυο. Εβλεπα λοιπόν ταινίες στην τηλεόραση και τα καλωδιακά κανάλια. Από 7, 8, 9 χρόνων τρελαινόμουν ήδη για τις ταινίες του Χίτσκοκ.
Επίσης θυμάμαι την ταινία «Το μεροκάματο του τρόμου» του Ανρί Ζορζ Κλουζό, πως είχα τέτοια αγωνία που δεν μπορούσα να σηκωθώ να πάω στην τουαλέτα. Κι όσο αυξανόταν η αγάπη μου για το σινεμά, άρχισα να αναρωτιέμαι – πώς γίνονται οι ταινίες; Ποιος τις κάνει; Μάλιστα μερικές φορές έμενα άγρυπνος από τις απορίες μου αυτές. Ετσι άρχισα να μαθαίνω σκηνοθέτες και έτσι φυσικά δημιουργήθηκε μέσα μου η επιθυμία να γίνω κι εγώ ένας από αυτούς.
Οταν ήμουν μικρός, υπήρχε ένα κανάλι, το AFKN –American Forces Korean Network–, για τους Αμερικανούς στρατιώτες στη Σεούλ, που κάθε Παρασκευή έδειχνε ωραίες ταινίες, ακατάλληλες φυσικά, με σεξ και βία. Ενώ η οικογένειά μου κοιμόταν, εγώ καθόμουν μόνος στο σαλόνι κι έβλεπα ταινίες του Τζον Κάρπεντερ, του Μπράιαν Ντε Πάλμα και του Σαμ Πέκινπα.
Δε μιλούσα ούτε καταλάβαινα αγγλικά τότε, φανταζόμουν λοιπόν τις ιστορίες. Με αυτόν τον τρόπο νομίζω ότι εισχώρησαν βαθιά μέσα στο σώμα μου αυτά τα ακατάλληλα έργα του μεσονυχτίου και η εντύπωση που μου έκαναν ακόμα κυλάει στο αίμα μου.
• Τι γνώμη έχετε για την παγκοσμιοποίηση του κινηματογράφου; Τι θα λέγατε αν σας ζητούσαν τα δικαιώματα για να αναπαραγάγουν τα «Παράσιτα» στην Αμερική ας πούμε;
Ενα άλλο παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η ταινία μου «Snowpiercer» γίνεται τώρα σειρά στο κανάλι ΤΝΤ, όπου έχω τίτλο παραγωγού, αν και δεν ασχολήθηκα πολύ. Και νομίζω ότι επειδή τα «Παράσιτα» είναι μια πανανθρώπινη ιστορία, θα μπορούσε, ναι, να μεταφερθεί σε οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο.
• Ο Γερμανός σκηνοθέτης Ρόλαντ Εμεριχ ήρθε στο Χόλιγουντ και δεν ξαναγύρισε στη χώρα του. Αντίθετα ο Πέδρο Αλμοδόβαρ αρνήθηκε προσφορές από το Χόλιγουντ και διάλεξε να κάνει ταινίες στη γλώσσα του. Εσείς έχετε κάνει λίγο κι από τα δυο. Ποια η διαφορά;
Ακόμα και όταν έκανα την πρώτη μου αγγλόφωνη ταινία, το «Snowpiercer», δεν σκόπευα να διαφημίσω στον κόσμο πως θέλω να δουλέψω στο Χόλιγουντ. Η ταινία είναι βασισμένη σε ένα γαλλικό κόμικς. Γι’ αυτό μου φάνηκε φυσικό να έχω ηθοποιούς από πολλές χώρες.
Το ίδιο και με την ταινία μου «Ο επισκέπτης», παραγωγή του Νetflix, που διαδραματιζόταν στην Κορέα και την Αμερική και είχε χαρακτήρες από τις δύο χώρες. Πρόκειται για ένα διεθνές είδος κινηματογράφου. Δεν νομίζω ότι έχω κάνει μια πραγματικά χολιγουντιανή ταινία ακόμα… Εφόσον μου δίνεται η δημιουργική ελευθερία, θα μπορούσα να δουλέψω οπουδήποτε.
Ερση Δάνου
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών