Macro

Μπάσιμ Χαντάκτζι «Μια μάσκα στο χρώμα του ουρανού», μετάφραση: Πέρσα Κουμούτση, Βίκυ Μπούτρη, εκδόσεις Σάλτο, 2024

Ο 42χρονος (γεννημένος το 1983 στη Ναμπλούς) Παλαιστίνιος συγγραφέας είναι κλεισμένος στις ισραηλινές φυλακές από το 2004: πάνω από είκοσι χρόνια.

Το συγκεκριμένο βιβλίο, γραμμένο μέσα στην «αποικιοκρατική φυλακή Γκιλμπόα», τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικής Λογοτεχνίας για το 2024, το οποίο προφανώς ο συγγραφέας δεν μπορούσε να παραλάβει – το παρέλαβε τελικά ο εκδότης του.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ιστορία του Νουρ, ενός νεαρού Παλαιστίνιου που ζει σε κάποιον προσφυγικό καταυλισμό στη Ραμάλα («Δεν έχει σημασία το όνομα του παλαιστινιακού προσφυγικού καταυλισμού, τουλάχιστον μέχρις ότου σημειωθεί εκεί κάποια σφαγή. […] Τότε μόνο αποκτά επωνυμία όπως Ταλ Αλ Ζατάρ ή Σάμπρα ή Σατίλα ή Τζενίν ή Αλ Σάτι»). Ο πατέρας του έχει απελευθερωθεί μετά από πολλά χρόνια που πέρασε στις ισραηλινές φυλακές, «έχοντας χάσει πια τον εαυτό του κι έχοντας καταπέσει εντελώς». Ο κολλητός του φίλος, ο Μουράντ, είναι επίσης στη φυλακή – στη «μικρή φυλακή», καθώς όλοι οι εκτός των κελιών ζουν απλώς στη «μεγάλη φυλακή», στην κατεχόμενη Παλαιστίνη.

Βρισκόμαστε στο 2021. Ο Νουρ, απόφοιτος αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ (όπου χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά επί χρόνια για να μαζέψει τα δίδακτρα, ένα εξάμηνο σπούδαζε, ένα εξάμηνο δούλευε), κάνει μια έρευνα για να γράψει ένα ιστορικό βιβλίο ή μυθιστόρημα για τη Μαρία Μαγδαληνή, ως απάντηση στις οριενταλιστικές αναγνώσεις της ιστορίας της. Τις σκέψεις του για το βιβλίο που πρόκειται να γράψει, αλλά όχι μόνον αυτές, τις ηχογραφεί διαρκώς, δημιουργώντας έτσι μια αφήγηση παράλληλη με την κεντρική τριτοπρόσωπη αφήγηση. Όταν ο Νουρ βρίσκει κατά λάθος μια ταυτότητα Ισραηλινού που προφανώς μπορεί, αν δεν γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι δική του, να του ανοίξει πολλές πόρτες, αποφασίζει να την αξιοποιήσει. (Είναι χαρακτηριστικό ότι, προτού συμβεί, αυτό, στις ηχογραφήσεις του, καθώς ο Νουρ σκέφτεται σενάρια για τον πιθανό ήρωα του βιβλίου του, αναφέρει: «Κάποιος Παλαιστίνιος, εν πάση περιπτώσει, από τα χαμένα κατά τη Νάκμπα εδάφη, επωφελούμενος από μια ισραηλινή μπλε ταυτότητα που θα τον διευκολύνει στη μετακίνησή του από τον έναν αρχαιολογικό χώρο στον άλλο».) Έτσι κι αλλιώς ο Νουρ έχει μάθει καλά εβραϊκά, «για να προστατεύσει τον εαυτό του απ’ όσους τη μιλούσαν». Τώρα, με αυτή την ταυτότητα στα χέρια του, μπορεί, έστω και ρισκάροντας πολλά, να κινηθεί πιο ελεύθερα («εγώ θέλω μόνο τα δικαιώματα που επινόησες ότι έχεις πάνω σε τούτη τη γη: το δικαίωμά σου να υπάρχεις, να είσαι ελεύθερος, να κινείσαι ελεύθερα»). Και με τη μάσκα της ισραηλινής ταυτότητας εντάσσεται σε μια διεθνή αρχαιολογική αποστολή, που διαμένει σε ένα κιμπούτς, το οποίο βρίσκεται κοντά στο κατεστραμμένο χωριό όπου διαδραματίζεται η ιστορία που ερευνά ο Νουρ και στο οποίο δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση αλλιώς, με την ταυτότητα του Παλαιστίνιου δηλαδή. Η παρουσία στην ομάδα μιας Παλαιστίνιας με ισραηλινή υπηκοότητα και οι συγκρούσεις της με μια άλλη Ισραηλινή της ομάδας («Πώς τολμάς να κατηγορείς το Ισραήλ ότι διαπράττει Ολοκαύτωμα εις βάρος σας!» «Δεν είναι εθνοκάθαρση αυτό που μας κάνετε; Αυτό δεν ήταν και το Ολοκαύτωμα;») κινητοποιούν μέσα στον Νουρ μηχανισμούς που θα τον οδηγήσουν στις τελικές επιλογές του.

Αυτή η γαλάζια ταυτότητα, αυτή η μάσκα με το πρόσωπο του εχθρού, αυτός ο διαρκώς ολισθηρός και αντιφατικός διχασμός που βιώνει ο Παλαιστίνιος Νουρ καθώς προσπαθεί να μπει στο πετσί του Ισραηλινού στον οποίο ανήκε η ταυτότητα, δεν μπορεί παρά να θέτει διαρκώς ερωτήματα σχετικά με το τι σημαίνει ταυτότητα, τι είναι τέλος πάντων η/μια ταυτότητα.

Ο Νουρ είναι ένας άνθρωπος που λαχταράει να ζήσει, να δουλέψει, να ανασάνει, καθώς το περιβάλλον γύρω του, η κατοχή, η βία, οι απαγορεύσεις που στραμπουλάνε κάθε του βήμα, αυτή η διαχρονική «αποικιοκρατική κανονικότητα», ακόμα και η σκληρή πραγματικότητα των Συμφωνιών του Όσλο που εν μία νυκτί μετέτρεψαν τους αγωνιστές της αντίστασης σε «τρομοκράτες», του κόβουν κάθε δυνατότητα, κάθε δρόμο, κάθε ανάσα. Αυτή τη διαλυμένη ζωή, τη δική του και των γύρω του, προσπαθεί να διαχειριστεί ο Νουρ, και να βρει μια ρωγμή στον φόβο, στο βαθύ προσωπικό και συλλογικό τραύμα, στην καταδίκη σε ακινησία. Όμως, όπου και να στραφεί, βρίσκεται αντιμέτωπος με την τρομερή πραγματικότητα: «Η Νάκμπα δεν έχει τελειώσει ακόμα».

Είναι ενδιαφέρον πως και σε αυτό το βιβλίο αποτυπώνεται η προσπάθεια του κράτους του Ισραήλ να ξαναγράψει την ιστορία, η επιμονή να διαγραφεί οτιδήποτε παλαιστινιακό, οτιδήποτε μπορεί να θυμίζει τους Παλαιστίνιους (ας θυμηθούμε εδώ και την εξαιρετική Ασήμαντη λεπτομέρεια, της Adania Shibli, μτφ. Ελένη Καπετανάκη, εκδ. Πλήθος). Είναι χαρακτηριστική η στιγμή όπου ο υπεύθυνος ασφαλείας του κιμπούτς «ξεναγεί» τους ξένους αρχαιολόγους στην περιοχή και συναντούν ένα ερειπωμένο παλαιστινιακό χωριό: «Και αυτές οι πέτρες κύριε Νατάν, μοιάζουν με ερείπια σπιτιών, σωστά;» «Αυτά είναι αρχαία ερείπια, αγαπητή μου… Ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στη Γη της Παλαιάς Διαθήκης». «Μάλλον εσύ ξεχνάς ότι είμαι αρχαιολόγος και μπορώ να διακρίνω αν αυτές οι πέτρες είναι βιβλικά ερείπια ή απομεινάρια ενός κατεστραμμένου αραβικού χωριού».

Ο συγγραφέας είναι άλλος ένας από τους χιλιάδες Παλαιστίνιους που έχουν ζήσει χρόνια όμηροι στις ισραηλινές φυλακές, αιχμάλωτοι της τρομοκρατικής πολιτικής του ισραηλινού απαρτχάιντ. Μάλιστα, ο Χαντάκτζι υπέστη κυρώσεις και τιμωρίες μετά τη φυγάδευση του κειμένου εκτός φυλακής και μετά την έκδοση και βράβευση του βιβλίου.

Κώστας Αθανασίου
Η ΕΠΟΧΗ