Θεμελιώθηκε, την Τρίτη 30 Ιανουαρίου, το Μουσείο Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, από τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, και τον πρόεδρο του Κράτους του Ισραήλ, Ruvi Rivlin. Φυτεύτηκε ελιά. Ελιά ως φάρμακο στις πληγές αυτής της πόλης. Ελιά για να ριζώσει η αγάπη σε τόπο που πότισε από φόβο. Ελιά ως σύμβολο ειρήνης σε τόπο μαρτυρίου.
Το Μουσείο του Ολοκαυτώματος ως πρωτοβουλία του κ. Σαλτιέλ Δαυίδ, προέδρου της Ισραηλίτικης Κοινότητας Θεσσαλονίκης, και του Γιάννη Μπουτάρη, δημάρχου της πόλης, αγκαλιάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ μετά τη συνάντησή τους με τον πρωθυπουργό μερικούς μήνες πριν, προχώρησαν ταχύτατα οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και εκδόθηκε ήδη το Προεδρικό Διάταγμα.
Συγχρηματοδοτείται από το γερμανικό δημόσιο, το Ίδρυμα Νιάρχος και δωρητές από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Απαραίτητη για την υλοποίησή του ήταν η παραχώρηση της έκτασης από τη ΓΑΙΟΣΕ και η συνδρομή του υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών, τόσο για την ανέγερση του Μουσείου όσο και για την ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής.
Με πρωτοβουλία του γραφείου του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη και την αποφασιστικότητα του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, καθώς και τη συμβολή της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης, η έκταση μπροστά από το Μουσείο Ολοκαυτώματος θα μετατραπεί σε υπερτοπικό πόλο πρασίνου. Θα γίνει ένα Πάρκο Μνήμης, ενσωματωμένο στις λειτουργίες και τις ανάγκες της πόλης, ικανοποιώντας τη μεγαλύτερη ανάγκη της πόλης, την αποδοχή της ταυτότητάς της.
Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης
Η παρουσία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη κοσμούσε την ιστορία και τον πολιτισμό αυτής της πόλης για αιώνες. Φορείς κουλτούρας, ιδεών, πρωτοπόροι πολλές φορές στο εμπόριο, στην τέχνη, στην οικονομική ζωή, στις προοδευτικές ιδέες που ζυμώθηκαν εδώ, άφηναν ανάγλυφο αποτύπωμα στο χρόνο που κυλούσε και αναδείκνυαν και αυτοί τον πλούτο της πολυπολιτισμικότητας της πόλης, της madre de Israel, της «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», όπως την αποκαλούσαν με αγάπη και σεβασμό.
Όλα αυτά για αιώνες και όχι πάντα χωρίς δυσκολίες, αγώνες και αγωνίες για τη ζωή και την υπόσταση αυτής της πολυπληθούς και πολύπαθης κοινότητας. Έως ότου ο φασισμός και ο ναζισμός άρχισαν να σκοτεινιάζουν την Ευρώπη. Ο λαός του Ισραήλ έγινε ο «κατασκευασμένος εχθρός», ο αποδιοπομπαίος τράγος για τη ναζιστική ιδεολογία, έπρεπε να αφανιστεί.
Η βιομηχανία θανάτου ζέστανε τις μηχανές της, έχτισε με περισσή φροντίδα τα εργοστάσια εξόντωσης και «το Κακό άρχισε να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον κόσμο ολόκληρο και να διασπείρεται σαν μύκητας ολέθρου», όπως ορθά σημειώνει η Άννα Άρεντ.
46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, με πάνινο το άστρο του Δαβίδ στο στήθος, όχι ως κόσμημα και σύμβολο της θρησκείας, αλλά ως στόχος και διάκριση θανάτου, ξεκίνησαν το ταξίδι χωρίς επιστροφή από το σημείο όπου θα ανεγερθεί το Μουσείο Ολοκαυτώματος.
Άουσβιτς, Νταχάου, Μαουτχάουζεν, Μπέλσεν και αλλού, σ’ όλη την Ευρώπη έγιναν οι τόποι μαρτυρίου των Εβραίων Ελλήνων της Θεσσαλονίκης. Εκεί «ανέβηκαν σαν καπνός στον ουρανό, εκεί απόκτησαν έναν τάφο στα σύννεφα», όπως θρηνεί τη μοίρα του λαού του ο μεγάλος ποιητής, Πάουλ Τσέλλαν.
Αυτονόητη απόδοση τιμής
Σήμερα στη Θεσσαλονίκη πράττουμε το αυτονόητο: θεμελιώνουμε τη μνήμη, στεγάζουμε την ιστορία, τιμάμε τη θυσία.
Αλλά η ίδρυση ενός τέτοιου μουσείου, μουσείου Ολοκαυτώματος στην πόλη αυτή, δεν έχει κανένα κοινό χαρακτηριστικό με οποιοδήποτε άλλο μουσείο.
Είναι ένα ολοζώντανο μουσείο που διδάσκει, είναι ένα εφόδιο μεγάλο στη μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη, είναι η εκπλήρωση χρέους στους συμπολίτες μας που εξοντώθηκαν, είναι η ευλαβική τιμή στη Shoah, είναι η φωνή που υπενθυμίζει στο σήμερα πως το παρελθόν μπορεί να επιστρέψει ως εφιάλτης, εάν επιτρέψουμε το θάνατο της μνήμης ή αδιαφορήσουμε για τις σκιές που εμφανίζονται και δρουν πάλι στην Ευρώπη.
Είναι όμως και αποκατάσταση της Ιστορίας. Είναι πολιτική μνήμη. Είναι η αποδοχή της αλήθειας σε μια πόλη βαθιά ενοχική, που σκέπασε την απραξία της, σκέπασε τις βεβηλώσεις της με μάρμαρα. Μάρμαρα του Αγίου Δημητρίου επάνω στα νεκροταφεία, μπετόν για το ΑΠΘ και το ΑΧΕΠΑ πάνω στις νεκροπόλεις των Εβραίων.
Αυτή η πόλη προσπαθούσε χρόνια να κρατήσει κάτω από το χαλί τις μνήμες της. Παγωμένες, ουδέτερες. Μνήμες που δυσαρεστούν, που στεναχωρούν, που πονάνε. Οι αναθυμιάσεις τους, όμως, πνιγηρές.
Σήμερα αντιμετωπίζουμε με αφοβία την Ιστορία της πόλης, και τούτο δρα απελευθερωτικά.
Πάνω από όλα, τούτο το μουσείο πρέπει να γίνει ένα μεγάλο σχολείο, ένα μεγάλο σχολείο αγωγής του πολίτη, ένα διαρκές μάθημα ζωής, μια συνεχής εκπαίδευση στους τρόπους που ο άνθρωπος μάχεται τη φρίκη και τη βαρβαρότητα.
Γιατί, τελικώς, η συμμετοχή σε αυτή τη μάχη πραγματώνει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μίλτος Οικονόμου
Πηγή: Η Εποχή