Συνεντεύξεις

«Μονόκλινο σε μπουάτ»: Η Άννα Χατζησοφιά για την παράσταση που «…θα μας χαλάσει τη διάθεση»

«Πώς μοιάζουν στ’ αλήθεια τα “τέρατα”»; Πόσος πόνος μπορεί να κρύβεται σε μια αρρώστια με το εξωτικό όνομα Καζαμπλάνκα; Μπορεί να είναι κακοποιητικός ένας γοητευτικός επαναστάτης φιλόσοφος; Είναι η κατάθλιψη σαν μπουάτ με τραγούδια για κουλτουριάρηδες;». Αυτά ήταν τα ερωτήματα που έθετε η ίδια η συγγραφέας Όλγα Στέφου στο βιβλίο της «Μονόκλινο σε μπουάτ» που μεταφέρει φέτος στη σκηνή του Θεάτρου Αλκμήνη η Άννα Χατζησοφιά.
 
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου είδαμε μια γυναίκα να παλεύει μανιασμένα με τους δαίμονες της κακοποίησης, βιασμό, αυτοάνοσο, αναπηρία, ψυχική νόσο κι έναν έρωτα που τη σημάδεψε κυριολεκτικά. Όπλα της το χιούμορ, η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός και οι γυναίκες της ζωής της, η μητέρα, η γιαγιά, η ψυχολόγος, οι φίλες της. Η ηρωίδα κατεβαίνει και τα επτά επίπεδα της προσωπικής της κόλασης για να αναδυθεί ξανά στο φως σε μια εποχή νέων νικών.
 
«Ξεκίνησα να γράφω, στην πραγματικότητα, πολύ πριν εκδοθεί. Απλώς δεν το ήξερα. Το βιβλίο αναφέρεται και στην κακοποιητική σχέση μου με τον πρώην σύντροφό μου. Ένα από τα κεφάλαιά του γράφτηκε όσο ήμασταν ακόμη μαζί, στη μορφή επιστολής προς αυτόν. Προσπαθούσα να του πω όσα φοβόμουν -είναι το κεφάλαιο της “Μπομπ”. Στην πορεία, μετά τον βιασμό με την κατάθλιψη να γιγαντώνεται, να διαγιγνώσκεται, με την Καζαμπλάνκα παρούσα, είχαν μαζευτεί πάρα πολλά. Έγραφα για να “ελαφρύνω”, με παρότρυνση και της ψυχιάτρου μου. Μετά από παραινέσεις, τα κείμενα που έγραφα ενώθηκαν σε βιβλίο. Τελικά είδε τα κείμενα η εκδότριά μου, η Κλαίρη Μπαρμπουνάκη και θέλησε να τα εκδόσει» έλεγε η Όλγα Στέφου στο tvxs με αφορμή αυτή την έκδοση.
 
Η Άννα Χατζησοφιά που υπογράφει τη σκηνοθεσία, εξηγεί πως προέκυψε η μεταφορά στη θεατρική σκηνή.
 
Πώς προέκυψε και με ποια αφορμή η ιδέα να γίνει παράσταση το «Μονόκλινο σε μπουάτ»;
 
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το βιβλίο της Όλγας το είδα σαν θεατρικό κείμενο. Η απίστευτη αμεσότητα του, η σύγχρονη γλώσσα του που ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση, τον προφορικό λόγο και την σοσιαλμιντιακή γραφή με κέρδισε πάραυτα. Αφορμή στάθηκε μία παρουσίαση του κάπου στα νότια, που μου ζήτησε η συγγραφέας να διαβάσω ένα απόσπασμα.
 
Μαζί με εμένα θα διάβαζε και η Ελένη Φίλιππα. Την ώρα της παρουσίασης όπως ακούγαμε πλέον το κείμενο κοιταχτήκαμε με την Ελένη και είπαμε αυτό πρέπει να γίνει παράσταση.
 
Τι είναι αυτό που εσάς προσωπικά σας ερεθίζει καλλιτεχνικά στο κείμενο και το θέμα;
 
Η βιωματική ιστορία που αφηγείται είναι τόσο δυνατή σε συναισθήματα και εικόνες, τόσο σύγχρονη και ταυτόχρονα διαχρονική, μια ιστορία που μπορούσε να συμβεί χθες, προχθές και εύχομαι όχι αύριο.
 
Η πάλη της ηρωίδας με την σκλήρυνση κατά πλάκας, την Καζαμπλάνκα όπως την αποκαλεί, την κατάθλιψη και κυρίως την έμφυλη βία, της οποίας είναι θύμα και επιζήσασα, με όπλα της το χιούμορ, την ειρωνεία και τις γυναίκες της ζωής της, την μητέρα της και την νεκρή γιαγιά της είναι συγκλονιστικός.
 
Όσο βυθίζεται στα τάρταρα τόσο αισθάνεσαι ότι θα νικήσει. Νομίζω αυτό είναι που με κέρδισε πιο πολύ από όλα, η κάθαρση του φινάλε. Έχει κάτι από τον κώδικα της αρχαίας τραγωδίας, ένα δι ελέου και φόβου.
 
Πώς προσεγγίζετε το κείμενο της Όλγας Στέφου σκηνοθετικά;
 
Τα θέματα που θίγει το Μονόκλινο σε Μπουάτ, ο «μεγάλος έρωτας» που καταλήγει βάναυσα κακοποιητικός, η νόσος, ο αποκλεισμός, το στίγμα, οι μισαναπηρικές πόλεις στις οποίες ζούμε -ευγονικές τις αποκαλεί η συγγραφέας- ενέχουν, όπως προανέφερα μια διαχρονικότητα.
 
Μπορεί να εξελίσσεται μεταξύ του 2013 και 2023 παράλληλα με τις μεγάλες διαδηλώσεις των μνημονίων, το MeToo, την πανδημία, αλλά συγχρόνως είναι η ιστορία πολλών γυναικών, πολλών εποχών, πολλών ανθρώπων.
 
Έτσι ένα κείμενο που θα μπορούσε να είναι μονόλογος το μοίρασα σε τρεις (εξαιρετικές) ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τις τρεις ηλικίες της γυναίκας, την κόρη, την μητέρα, την γιαγιά, αλλά και τις τρεις Μοίρες, την Άτροπο, την Λάχεση και την Κλωθώ με τις οποίες συνομιλεί η ηρωίδα.
 
Το σλόγκαν «ένα βιβλίο/ μια παράσταση που θα σας χαλάσει τη διάθεση» εκτός από την ευθεία αναφορά στο περιεχόμενο, σημαίνει με έναν τρόπο ότι τελευταία έχει συνδεθεί η τέχνη με τη διασκέδαση;
 
Νομίζω ότι είναι περισσότερο ένα κλείσιμο του ματιού στον θεατή. Ότι στην ουσία δεν θα σου χαλάσει καμία διάθεση, μπορεί να σε συγκλονίσει, να σε συγκινήσει, να σε προβληματίσει ακόμα, αλλά η βαθιά αλήθεια του μπορεί να σε κάνει να αισθανθείς πιο ανθρώπινα. Και ναι, είναι αλήθεια ότι τελευταία η τέχνη συνδέεται όλο και περισσότερο με τη διασκέδαση, αλλά αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα μάρκετινγκ, αλλά και μια ανάγκη των ανθρώπων να ξεδώσουν από μία ολοένα και πιο ζοφερή πραγματικότητα. Εμείς προσπαθούμε αλλιώς να επικοινωνήσουμε με τους θεατές.
 
Μέχρι πότε θα διαρκέσουν οι παραστάσεις και ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
 
Θα παίζουμε Σαββατοκύριακα μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων. Όποιος θέλει να μας δει καλό είναι να το φροντίσει από τώρα γιατί, ευτυχώς για εμάς, οι περισσότερες παραστάσεις του Μαρτίου είναι sold out. Προς το παρόν δεν έχω επόμενα σχέδια, δεν έχει τελειώσει μέσα μου η ιστορία με το Μονόκλινο. Πρέπει να δούμε εάν θα το συνεχίσουμε, εάν θα πάμε κάποια μικρή περιοδεία. Όλα εξαρτώνται από σειρά παραγόντων, τις άλλες δουλειές που έχουν οι ηθοποιοί, τα έξοδα, είναι δική μας δουλειά δεν έχουμε παραγωγό. Θα δείξει, εξάλλου όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια η Άτροπος γελάει.
 
Συντελεστές παράστασης
 
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά):
Ιφιγένεια Καραμήτρου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Ελένη Φίλιππα.
Κείμενο: Όλγα Στέφου
Σκηνοθεσία: Άννα Χατζησοφιά
Σκηνικά-κοστούμια: Λαμπρινή Καρδαρά
Μουσική: Σταύρος Καρτάκης
Φωτισμοί: Διονύσης Γαγάτσος
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Τσάμη
Εικαστικά παράστασης: Γιώργος Γαλίτης
Δημιουργία Τρέιλερ: Thanos Angelis / Παντελής Κονσολάκης
Επιμέλεια κίνησης: Φαίδρα Νταϊόγλου
Creative Agency: GridFox
Παραγωγή: The artists
Δημόσιες σχέσεις: Νταίζη Λεμπέση
 
Φωτεινή Λαμπρίδη