Δεν είναι «παράπλευρη απώλεια», είναι παράπλευρη συνέπεια, αν μπορώ να το πω έτσι: όλο και τριγυρνούν στο μυαλό μου τούτες τις μέρες του σκανδάλου της Novartis και των άθλιων κορυβαντισμών των εμπλεκομένων που μόνο δειλία και συγγνωστή αμετροέπεια φανερώνουν, ολοένα λοιπόν και τριγυρνούν στο μυαλό μου η μητέρα και ο πατέρας μου. Φευγάτη η πρώτη εδώ και πάνω από εφτά χρόνια και πάνω από δεκαοκτώ ο πατέρας. Άνθρωποι ως επί το πλείστον σιωπηλοί. Ό,τι είχαν να πουν το είπαν όταν χρειάστηκε. Ύστερα σιώπησαν, ίσως από φόβο να μην τους κλέψουν (όπως τους έκλεψαν τη ζωή) ακόμα και την ποιότητα της σιωπής τους και, πάντως, από πεποίθηση βαθιάς σεμνότητας και πλήρη επίγνωση του γιατί έπραξαν όσα έπραξαν. Άλλωστε το ένιωθαν ως χρέος προς εκείνους που χάθηκαν να μην περηφανεύονται. «Εμείς, παιδάκι μου, τουλάχιστον ζήσαμε» έλεγε η μητέρα και δάκρυζε. Και ήταν για τούτο το δάκρυ πολύτιμη η σιωπή τους. Πόση αντίθεση, αλήθεια με τους σημερινούς κόρδακες των χυδαίων τσαμπουκάδων, των ακροδεξιών παραληρημάτων και των ψευδοεπιστημονικών επικαλύψεων που καταρρίπτονται -αρμοδίως μάλιστα- την επόμενη στιγμή!
Τους θυμάμαι τούτες τις μέρες τους σιωπηλούς γονείς μου και όχι ως εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά ως δυο από τους πολλούς που σήκωσαν τον τόπο στους ώμους τους και το πλήρωσαν πανάκριβα. Με ανείπωτες ταλαιπωρίες και στερήσεις που έφτασαν μέχρι τη στέρηση της ίδιας τους της ζωής. Για να χορεύουν τον χορό της αρπαγής οι ανάξιοι του επαγγελματικού και θανατηφόρου πατριωτισμού. Του πατριωτισμού που ρήμαξε τον τόπο και τους ανθρώπους του. Του πατριωτισμού που στέρησε τον τόπο από τα πιο φωτεινά μυαλά και τις πιο ελεύθερες συνειδήσεις. Γι’ αυτό θυμάμαι τους γονιούς μου, βλέποντας το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο εκείνων που τόσα χρόνια, απαστράπτοντες όλως εξόχως, άφησαν τη χώρα ξυλάρμενη να ταξιδεύει προς τα βράχια. Και τώρα απειλούν θεούς και δαίμονες, προσπαθώντας να παρεμποδίσουν την όραση, φωνάζοντας πως είναι σκευωρία το πασιφανές: ότι κλοπή υπήρξε. Έχουμε πολλά να δούμε και ν’ ακούσουμε ακόμα και ουδείς μπορεί να προδικάσει (θα ήταν και άγρια αντιδημοκρατικό να το κάνει) το τι μέλλει γενέσθαι. Το μόνο σίγουρο είναι πως το μέλλον, ακόμα και το εγγύς, για να μην πούμε εγγύτατο, θα είναι διαφορετικό από το σημερινό παρόν. Είτε έτσι, είτε αλλιώς. Ευθύνη λοιπόν, ύψιστη ευθύνη όλων όσοι εμπλέκονται με κάθε τρόπο, με πρώτους από όλους τους μετέχοντες των τριών συντεταγμένων εξουσιών, είναι τα πράγματα να εξελιχθούν «έτσι», δηλαδή προς όφελος του λαού και του τόπου, και όχι «αλλιώς». Γιατί το «αλλιώς», εδώ που φτάσαμε, ύστερα από τόση αρπαγή, θα είναι καταστροφικό. Η αγριότητα των πρώτων αντιδράσεων ίσως δίνει κάποια ιδέα του τι πρόκειται να συμβεί, αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν επιτέλους δεν αποκτήσει απτό περιεχόμενο η έννοια της εντιμότητας.
Η έννοια πάνω στην οποία βάδισαν ο πατέρας μου, η μητέρα μου, τόσοι και τόσοι ωραίοι άνθρωποι, χωρίς να ξεστρατίσουν, χωρίς να καταφύγουν σε παρακάμψεις, κρατώντας την αξιοπρέπειά τους ως μόνη περιουσία. Μια περιουσία που την έλεγαν διά της σιωπής ή σχεδόν τραυλίζοντας για να μην ξεχαστούν μέσα στην έπαρση. Πάντοτε όμως με το όνειρο (ένα όνειρο που κανείς δεν μπόρεσε να τους το πάρει) ενός καλύτερου κόσμου που το έζησαν ώς το τέλος με όλη τη δύναμη της φαντασίας τους. Γι’ αυτό και συγκλονίστηκα διαβάζοντας τα μικρά ποιήματα του Rene Char, που συνθέτουν τα «Φύλλα του Ύπνου» (ο Ύπνος είναι άνθρωπος, γι’ αυτό και γράφεται με κεφαλαίο Ύψιλον), τα οποία ο μεγάλος ποιητής έγραψε κατά τη διάρκεια της δράσης του ως σημαίνουσα προσωπικότητα της Γαλλικής Αντίστασης εναντίον του Ναζισμού: «Να λούζεις τον ήλιο με τη φαντασία όσων τραυλίζουν αντί να μιλούν, όσων κοκκινίζουν τη στιγμή της κατάφασης. Αυτοί είναι οι στιβαροί αντάρτες».
Ναι. Αυτοί είναι οι στιβαροί αντάρτες της ζωής μου που μου δείχνουν τον δρόμο. Οι γονείς μου και όλοι που τραυλίζουν την ομορφιά του κόσμου, όσοι ένιωσαν τη βαθύτατη ανάγκη της κατάφασης μπροστά στην ομορφιά και δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να διεκδικήσουν με εντιμότητα το όνειρο της ομορφιάς. Το είχα γράψει εδώ, όταν αποχαιρετούσα τη μητέρα μου, το ξαναγράφω και τώρα για να πάρω κουράγιο: «Εμείς, παιδάκι μου, τι ξέραμε από Μαρξ και Λένιν, για μια εντιμότητα κάναμε όσα κάναμε». Και ύστερα ακούω σαν να ’ναι τώρα τον πατέρα μου (θα ήμουν 10-11χρονών) να μου εξηγεί γιατί δεν περισσεύουν λεφτά για να μου πάρει ποδήλατο: «Αν είχα λεφτά, θα σου έπαιρνα ένα ποδήλατο με δέκα κουδούνια, αλλά δεν έχω. Μπορούμε εμείς, βρε Κώστα, να γίνουμε άτιμοι; Δεν μπορούμε».
Ε, ναι, δεν μπορούμε. Χρειάζεται ικανότητα για να είσαι άτιμος. Από τότε ένας θεός ξέρει πόσες φορές ονειρεύτηκα ένα ποδήλατο με δέκα κουδούνια. Ακόμα έρχονται φορές που το ονειρεύομαι. Με τα χρόνια όμως το συνηθίζεις. Και δεν ξυπνάς με αίσθημα απώλειας. Το αντίθετο. Ξυπνάς με αίσθημα πληρότητας. Γιατί ξέρεις πως αυτό το ποδήλατο που δεν απέκτησες είναι η πληρωμή σου στην εντιμότητα. Ελάχιστη πληρωμή, όταν το διπλανό σου παιδί, που θα μπορούσε να είναι παιδί σου, πέθανε από έλλειψη φαρμάκων ή πνίγηκε στη Μεσόγειο ή σκοτώθηκε σε κάποιο βομβαρδισμό χάριν του κέρδους, πριν καν προλάβει να ονειρευτεί ένα ποδήλατο. Είναι το ίδιο παιδί που σε στοιχειώνει καθώς το βλέπεις να περνάει στην άκρη όλων των γκρεμών πάνω σε ένα ποδήλατο καμωμένο από σύννεφα χτυπώντας τα δέκα κουδουνάκια του: Για μια εντιμότητα, για μια εντιμότητα, για μια εντιμότητα…
Μόνο τραυλίζοντας μπορείς να σιωπήσεις.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή