Μήτσος Παπανικολάου: ο «ποιητής του σκιόφωτος», άλλος ένας «καταραμένος» του Μεσοπολέμου, άλλος ένας «ελάσσων» ποιητής και εκείνος που έγραψε το «Χειμώνα», το «Τοπίο» και το «Μέσα στη βουή του δρόμου».
Τον Παπανικολάου τον γνωρίσαμε μέσα από τις εκδόσεις του Τάσου Κόρφη κυρίως, μιας και ο ίδιος δεν εξέδωσε βιβλίο: «Ποιήματα» (1966, 1980, 1999), «Μεταφράσεις» (1968, 1987) και «Κριτικά» (1980). Η συγκομιδή ήταν καλή για την εποχή εκείνη: 63 πρωτότυπα ποιήματα και 54 μεταφράσεις – ας μη προσμετρήσουμε σήμερα τα κριτικά κείμενα. Όπως είναι κατανοητό και όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εκδόσεις του Κόρφη είναι προ καιρού εξαντλημένες.
Το κενό ήρθε φέτος να αναπληρώσει ο Μιχαήλ Χ. Ρέμπας, εκδίδοντας το ποιητικό έργο (πρωτότυπα και μεταφράσεις) μαζί με κάποια πεζογραφικά κείμενα. Έτσι, η συγκομιδή περιλαμβάνει 65 πρωτότυπα ποιήματα, 60 μεταφράσεις, 11 πεζογραφήματα. Στη «φιλολογική» έκδοση του Ρέμπα προτάσσονται εκδοτικό σημείωμα, εισαγωγή και χρονολόγιο, ακολουθούμενα από τα κείμενα του Παπανικολάου, ενώ έπεται επίμετρο τριών κειμένων, σημειώσεις, εικόνες, ευρετήριο και βασική βιβλιογραφία. Η έκδοση είναι στο μονοτονικό, με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία, ενώ υπάρχουν και δύο πρόλογοι των Θ. Κοροβίνη και Γ. Μαρκόπουλου. Ας σημειωθεί ότι ο τόμος βασίζεται εν πολλοίς στη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία του Ρέμπα (2008), με προσθήκη των πεζογραφημάτων πλέον.
Η αισθητική ατυχία του
Αν ξεφυλλίσουμε, χωρίς καν να διαβάσουμε, τον νέο αυτόν τόμο από τις μουσικές εκδόσεις Όγδοο, μάλλον θα απογοητευτούμε: αισθητική ανύπαρκτη, περιθώρια σελίδων ανύπαρκτα, αριθμοί σελίδας ακόμη και πριν τη σελίδα τίτλου, σελίδα τίτλου ελλιπής, γραμματοσειρά κοινή και υποσημειώσεις με μεγάλο διάστιχο μεταξύ τους, κείμενα άλλοτε με μεγαλύτερη γραμματοσειρά και άλλοτε με μικρότερη, εικόνες θολές, ευρετήριο και περιεχόμενα εντός πινάκων. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε ένα απωθητικό βιβλίο που δεν τιμά κανέναν από τους συντελεστές και αδικεί τον Παπανικολάου.
Δυστυχώς, αφρόντιστα βιβλία εκδίδονταν και θα εκδίδονται όσο δεν υπάρχουν επιμελητές και σχεδιαστές εκδόσεων με άποψη, υπομονή και καλές αμοιβές και όταν οι εκδοτικοί οίκοι είναι απλώς παραγωγοί εμπορεύματος. Εν προκειμένω όμως το δυστύχημα είναι διπλό, αφού μετά από τόσα χρόνια έρχεται επιτέλους στο προσκήνιο ο Παπανικολάου, αλλά με ακαλαίσθητο ενδυματολογικό κώδικα. Το ίδιο έπαθε βέβαια και ο φίλος του, ο Λαπαθιώτης, όταν εκδόθηκε, άπας υποτίθεται, το 2015 σε έναν τόμο παρόμοιας κοψιάς [βλ. Ν. Λαπαθιώτης, «Ποιήματα: Άπαντα τα ευρεθέντα», επιμέλεια: Γ.Η. Παππάς, εκδόσεις Ταξιδευτής]. Οι συμπτώσεις στην ιστορία των γραμμάτων είναι ενίοτε θλιβερές.
Η φιλολογική ατυχία του
Αν μια έκδοση καμωμένη από φιλόλογο προσδιορίζεται ως φιλολογική, οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε ως τέτοια και με τους κανόνες της επιστήμης, εν προκειμένω της φιλολογίας. Παρακάτω θα εξετάσω το εκδοτικό μέρος μόνο, μέσω ενδεικτικών περιπτώσεων, ελπίζοντας ότι ο σχολαστικισμός μου θα αποβεί ωφέλιμος σε τυχόν επανέκδοση του έργου.
Ι. Αυτοψία κειμένων
Όσοι ασχολούνται με το παρελθόν, ενίοτε χρειάζεται να αναπτύσσουν κάποιες δεξιότητες, όπως εκείνες του ντετέκτιβ, του αχθοφόρου ή του χάκερ, προκειμένου να βρουν το ένα ή το άλλο έντυπο ή χειρόγραφο που αναζητούν – οι παλιότεροι φιλόλογοι και ιστορικοί το ξέρουν καλά αυτό. Πώς επομένως γίνεται σήμερα να μην εντοπίζονται περιοδικά και να μη γίνεται αυτοψία σε αυτά, όταν το ζητούμενο είναι μια αξιόπιστη εκδοτικά πρόταση για τον Παπανικολάου; Έτσι, η έκδοση Ρέμπα δεν πραγματοποιεί αυτοψία στη Νεολαία, στη Διάπλασιν των Παίδων, στην Οικογένεια κ.ά., όπου βρίσκονται οι πρώτες δημοσιεύσεις, και αντ’ αυτού τα κείμενα λαμβάνονται από αναδημοσιεύσεις ή τη δευτερογενή βιβλιογραφία ή την έκδοση Κόρφη. Είναι άραγε τόσο δυσεύρετη η Διάπλασις των Παίδων, η οποία βρίσκεται διαδικτυακά διαθέσιμη μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της;
ΙΙ. Δημοσιεύσεις τρίτων
Ως συνέχεια της μη αυτοψίας έρχεται η ένταξη κειμένων στην έκδοση Ρέμπα από πηγές τρίτων. Έτσι, εκτός από τα προαναφερθέντα, από τα 11 πεζογραφήματα φαίνεται ότι τα 9 λαμβάνονται από τις διαδικτυακές σελίδες του Νίκου Σαραντάκου (σ. 13), καίτοι στις σημειώσεις αναφέρεται ως έντυπο πρώτης τους δημοσίευσης το Μπουκέτο (σ. 282-283), χωρίς να αναφέρεται η άμεση πηγή (δηλ. η ηλεκτρονική εν προκειμένω). Εφόσον ο Ρέμπας πραγματοποίησε αυτοψία στο Μπουκέτο, γιατί λαμβάνει τα πεζογραφήματα από τον Σαραντάκο; Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και με το κείμενο του Κοτζιούλα στο επίμετρο, του οποίου δημοσίευση υπάρχει στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά, αλλά ο Ρέμπας το λαμβάνει από τον Σαραντάκο. Άλλο, λοιπόν, πράγμα είναι η μνεία του μελετητή που πρωτοεντόπισε ένα κείμενο, άλλο η ένταξη στον ανά χείρας τόμο ενός (όντως) δυσεύρετου κειμένου από (φιλολογική ή «φιλολογική») έκδοση άλλου και άλλο το copy-paste από το διαδίκτυο.
ΙΙΙ. Τονισμός κ.τ.λ.
Στο εκδοτικό του σημείωμα ο Ρέμπας εκθέτει τις αρχές της έκδοσης, όπου μεταξύ άλλων μονοτονικό, ενοποίηση ορθογραφίας, τονισμός συγκεκριμένων λέξεων («νά» δεικτικό τονισμένο, «τί» ερωτηματικό τονισμένο, «ώς» χρονικό τονισμένο, κάποια μονοσύλλαβα τονισμένα, όπως π.χ. «νά ’ρθει» και «θα ’ρθεί»). Δυστυχώς οι κανόνες αυτοί δεν τηρούνται πάντα. Παραδείγματα: «που πια μας τα ’χουν πάρει» (σ. 60), «Τι να πούμε, τι να πούμε τούτη τη βαθιά στιγμή;» (σ. 64), «Τι μένει; Τι μένει;» (σ. 91), «μας το ’χει φουσκώσει» (σ. 91), «Να, γενιά του Άβελ, το αίσχος […]» (σ. 137) και πάμπολλα άλλα.
Αλλού υπάρχουν προφανή λάθη. Παραδείγματα: «στην κάμαρη σου κάθε βράδυ» (σ. 66) και «τα βλέμματα μου τις Κυρίες» (σ. 176) όπου λείπει ο εγκλιτικός τόνος, «ω! πόσο εκείνη τη στιγμή […]» (σ. 87) όπου κανονικά μετά το θαυμαστικό ακολουθεί κεφαλαίο, «Αν σ’ είχα αγαπήσει θα σ’ είχα ξεχάσει κι εγώ» (σ. 100) όπου θα έπρεπε να μπει κόμμα μετά το «αγαπήσει» για να αποδοθεί ο υποθετικός λόγος (ακόμη και αν ο Παπανικολάου δεν είχε κόμμα), «γε-μάτη» και «δύ-ο» (σ. 109) και «άλλού» (σ. 177) αποτελούν εμφανή errata και πολλά ακόμη.
Είναι νομίζω σαφές ότι υπάρχουν μεθοδολογικά προβλήματα, έλλειψη συστηματικότητας και ότι έχουμε να κάνουμε με μια «φιλολογική» έκδοση γεμάτη σφάλματα εκδοτικά. Εν ολίγοις, ο Παπανικολάου φτάνει σε εμάς σήμερα με λεκέδες στο πουκάμισό του, σκόνη στα παπούτσια του και τα μαλλιά του ανεμοδαρμένα – ατημέλητος, λοιπόν. Σχολαστικισμός; Ναι, αλλά αναγκαίος.
Λίγοι μεσοπολεμικοί ποιητές ευτύχησαν στις μέρες μας να έχουν ωραίες και καλές (φιλολογικές) εκδόσεις: ο Άγρας, ο Φιλύρας, η Πολυδούρη κ.ά. Ο Λαπαθιώτης περιμένει ακόμη τον εκδότη του – την ίδια μοίρα ακολουθεί σήμερα και ο Παπανικολάου.
O Παναγιώτης Ελ Γκεντί είναι υποψήφιος διδάκτωρ ΕΚΠΑ, επιστημονικός συνεργάτης ΙΙΕ/ΕΙΕ.