Macro

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Υπάρχει λύση στο παράδοξο;

Με τη συμπλήρωση δύο χρόνων από τις τελευταίες εκλογές, πολίτες που αγωνιούν και αγωνίζονται για το μέλλον της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης, όπως και για την ποιότητα της δημοκρατίας, βρίσκονται μπροστά σ’ ένα παράδοξο: από τη μια βλέπουν καθημερινά ότι οι πολιτικές της Ν.Δ., που της εξασφαλίζουν επάξια τη συμμετοχή στην πολιτική οικογένεια της νέας ακραίας εναλλακτικής Δεξιάς (Alt-right), την οδηγούν στην αργή αλλά σταθερή φθορά της και, από την άλλη, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην επωφελείται και να παραμένει πολιτικά αναποτελεσματικό.

Το παράδοξο αυτό θέτει επιτακτικά μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν: γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στον στόχο της αναγκαίας ανατροπής της κοινωνικά και πολιτικά τοξικής κυβέρνησης; Γιατί το πάλαι ποτέ κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς από ευρηματικό και διεθνώς εμπνέον εγχείρημα και απάντηση στην κρίση εκπροσώπησης δεν φαίνεται να πείθει πλέον; Με δεδομένη λοιπόν την ακραία αντικοινωνική και αυταρχική κυβέρνηση, που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν μάλλον αρωγός παρά εμπόδιο για τον ΣΥΡΙΖΑ, αξίζει να δούμε τι έχει πάει και τι πάει στραβά.

Δύο είναι κατά την άποψή μου οι κύριες αιτίες που εμποδίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να ανακτήσει την πολιτική του αποτελεσματικότητα τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως προοπτική ανάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας: πρώτον, η αλλοίωση αν όχι η εγκατάλειψη της νικηφόρας στρατηγικής που τον ανέδειξε σε πρωταγωνιστή της πολιτικής ζωής και του πολιτικού συστήματος και, δεύτερον, η ανέμελη υιοθέτηση των πρακτικών διακυβέρνησης που συγκροτούν έναν ιδιότυπο κυβερνητισμό.

Α. Η σημερινή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από βιασύνη για επαναφορά στην κυβέρνηση με όρους και πρακτικές που θυμίζουν περισσότερο ΔΗΜΑΡ και της λογικής της «πάση θυσία κυβέρνηση». Πρόκειται για στρατηγική που μετά την πρόσκαιρη επιτυχία της ηττήθηκε πολιτικά και η οποία πόρρω απέχει από την πριν από το 2019 πολιτική λογική και νικηφόρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Μια πορεία που στηριζόταν στην κοινωνική δυναμική του κόμματος με όρους αυθεντικής κοινωνικής συμμετοχής, την ενότητα του όλου της Αριστεράς (σοσιαλδημοκρατικής, κινηματικής και πολυλενινιστικής), σε σοβαρές προγραμματικές θέσεις κοινωνικής μεροληψίας και φυσικά στην ξεκάθαρη βούληση ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών, ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες.

Μια στρατηγική που απαντούσε ευθέως και με θετικό τρόπο στην κρίση εκπροσώπησης, αφού ουσιαστικά υποσχόταν διαφορετικές αρχές και πρακτικές διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, διαφορετικές από τις πρακτικές που όρισαν τις μεταπολιτευτικές σχέσεις κράτους – κοινωνίας και του κρισιογόνου δικομματισμού που είχε αναδειχθεί σε θεσμική έκφραση του μηχανισμού διακυβέρνησης.

Η αλλαγή αυτή στην πολιτική λογική και στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνεται σε μια σειρά πρωτοβουλιών που δημιουργούν περισσότερα και μεγαλύτερα προβλήματα από εκείνα που προσπαθούν για λύσουν. Ενδεικτικά: η αναγκαία για κάθε κόμμα ενίσχυση της πολιτικής του επιρροής ορίστηκε μόνο ποσοτικά θέτοντας υπερβολικούς χωρίς τεκμηρίωση στόχους και, το χειρότερο, χωρίς πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια με διαδικασίες από τα πάνω. Αυτό οδήγησε σε «διευρύνσεις» με στελέχη που είχαν ταυτιστεί με τις ηττημένες και αντιδημοφιλείς πρακτικές της τελευταίας 15ετίας, που επιβεβαίωναν και ίσως επιβεβαιώνουν την αιχμή της προπαγάνδας στη μεταδημοκρατική μας συνθήκη ότι «όλοι το ίδιο είναι».

Επιπλέον, η σταδιακή εγκατάλειψη της στρατηγικής του νικηφόρου ΣΥΡΙΖΑ ακύρωσε εσωκομματικά τη συστηματική κριτική και αξιολόγησή της, που θα έδινε και την ευκαιρία για την αυτονόητη αναγκαιότητα ανανέωσής της. Αυτό φυσικά θα προϋπέθετε επιμόρφωση, συνειδητοποίηση των πτυχών και της λογικής της ιδρυτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς και αγώνα στον χώρο των ιδεών. Κάτι που φυσικά δεν έγινε και η αξιολόγηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ αφέθηκε σε έναν εσμό διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οι οποίοι ιδιαίτερα μετά τη μάχη για τη Συμφωνία των Πρεσπών αναδείχθηκαν σε χωρίς όρους και όρια παράγοντες του χώρου.

Τα τελευταία δύο λοιπόν χρόνια πολλοί, εκτός και όχι σπάνια εντός του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να ορίσουν το κόμμα ως μια «παράταξη» που πρέπει να ορίζεται και να προσανατολίζεται μακριά από την καταστατική ιδρυτική της συνθήκη. Πρόκειται για εκείνους που εύστοχα έχουν χαρακτηριστεί ως οι «Αντισύριζα φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ» (Κ. Δοξιάδης, «Εφ.Συν.», 27/8/19) και οι οποίοι με κάθε ευκαιρία είτε επιδιώκουν είτε νομιμοποιούν πρωτοβουλίες που απομακρύνουν τον ΣΥΡΙΖΑ από τις ιδρυτικές του αρχές. Με ουσιαστικούς συμμάχους το σαμαρικό πρόταγμα «Ποτέ ξανά» και την «Alt-right» προσταγή εξαφάνισης των «βλαμμένων αριστερών ιδεών», όχι σπάνια μετέρχονται με περισσή αναίδεια σε παραδοξολογίες και λογικούς ακροβατισμούς του τύπου «Χρειάζεται η υπέρβαση της διάκρισης της “Αριστεράς – Δεξιάς για το καλό της χώρας”» ή ότι σήμερα η δυναμική που υπάρχει είναι ο «εναγκαλισμός με τα μεσαία στρώματα, που είναι flat… (που) είναι ο προνομιακός μας χώρος» κ.ά. Αλλά ακόμη και όταν αποφεύγονται τα τελευταία, οι αναφορές στον «κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ» ή στη «μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία» καταλήγουν σε αφηρημένη γενίκευση, αφού η βάση και οι συνάψεις αυτών των κοινωνικών στρωμάτων παραλείπονται.

Β. Αλλά και η κυβερνητική θητεία, πέρα από τα προφανή θετικά οφέλη για την εμπειρία των στελεχών της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οδήγησε σε έναν ιδιότυπο κυβερνητισμό που έχει αφήσει αρνητικό αποτύπωμα στην πορεία του κόμματος τα τελευταία δύο χρόνια. Ενδεικτικά: Η πολιτική συζήτηση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευση φαίνεται να περιορίζεται στο πλαίσιο μιας οιονεί κυβερνητικής λογικής. Μια λογική που εστιάζει κυρίως σε συγκεκριμένες προτάσεις, χωρίς σαφή αναφορά και γείωση στο αξιακό πλαίσιο και παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ και με ασάφεια ή/και αδιαφορία για το πώς αυτές οι προτάσεις συμβάλουν στην προοπτική ευρύτερων κοινωνικών μετασχηματισμών. Μια λογική, με άλλα λόγια, ιδιαίτερα τεχνοκρατική, η οποία πολύ συχνά μάλιστα υπογραμμίζει ότι οι κυβερνητικές αυτές προτάσεις είναι απολύτως «κοστολογημένες», κάτι που με τη σειρά του θέτει το πολιτικό στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ εντός του ηγεμονικού πλαισίου των κρατικών πολιτικών και της πολυθρύλητης «κανονικότητας».

Επί πλέον το πρωθυπουργικοκεντρικό στιλ διακυβέρνησης με τον ιδιαίτερο συγκεντρωτισμό και τις ιδιότυπες σχέσεις και πρακτικές στελέχωσής του φαίνεται να έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό του κόμματος. Πρόκειται για μια εξέλιξη που επηρεάζει αρνητικά δομές και πρακτικές της εσωκομματικής δημοκρατίας. Μια εξέλιξη που υπονομεύει το φρόνημα μελών και φίλων του κόμματος και έτσι εμπράκτως αντιστρατεύεται τις προσπάθειες ενδυνάμωσης και πολιτικής ανάκαμψης.

Η ερμηνεία του παράδοξου (φθορά της Ν.Δ., στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ) πρέπει να αναζητηθεί και κατανοηθεί στο παραπάνω πλαίσιο. Από τη μια η έμπρακτη αμφισβήτηση των ιδρυτικών αρχών των κομμάτων και η «ανέμελη» υιοθέτηση των συγκεντρωτικών και τεχνοκρατικών πρακτικών της δεδομένης διακυβέρνησης θέτουν όχι μόνο τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα, αλλά και την πολιτική αποτελεσματικότητα και προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ υπό αίρεση. Ευτυχώς τα κόμματα ως θεσμοί κατ’ εξοχήν βολονταριστικοί έχουν τη δυνατότητα μέσα από τις διαδικασίες τους να αναθεωρούν τις πολιτικές τους επιλογές, να βελτιώνουν τη στρατηγική τους και όχι να μόνο να επιβιώνουν, αλλά και να θριαμβεύουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Το έκανε και διέγραψε μια άνευ προηγουμένη θριαμβευτική πορεία για την ελληνική και για τη διεθνή Αριστερά. Αν το θελήσει μπορεί να το ξανακάνει και στις νέες συνθήκες. Hic Rhodus hic salta.

Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι Καθηγητής, Κοσμήτωρ, Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών