Macro

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Πολιτική συγκυρία, οι προκλήσεις στρατηγικής και ο ΣΥΡΙΖΑ

– Παρ’ όλο που κατά τη δυναμική ανάπτυξής του ο ΣΥΡΙΖΑ ευτύχησε να έχει ηγεσία με ιδιαίτερα χαρίσματα, αυτά ξοδεύονται στην υπερβολή της εξίσωσης του ΣΥΡΙΖΑ με την ηγεσία του, αλλοιώνουν τον κινηματικό και συμμετοχικό του χαρακτήρα, εμποδίζουν την ουσιαστική μαζικοποίηση της οργάνωσή του, και τον απομακρύνουν από την επιδίωξη για ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

 

Η προοπτική και το μέλλον των κομμάτων και η συναφής στρατηγική που τη συνοδεύουν πάντα έχουν ένα στοιχείο βολονταρισμού. Κάτι απολύτως αναμενόμενο, αφού τα πολιτικά κόμματα αποτελούν ένα κατ’ εξοχήν βολονταριστικό θεσμό. Με απλά λόγια, τα κόμματα, μέσα από διαδικασίες που συνήθως ορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας τους, μπορούν να επιλέξουν τη στρατηγική και σε μεγάλο βαθμό το μέλλον τους, κάτι που τα διακρίνει από άλλους θεσμούς κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (λχ. συνδικάτα, κινήματα). Για τη θετική έκβαση διαδικασιών δύο τουλάχιστον παράγοντες θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη:

α) τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συγκυρίας στην οποία τα κόμματα φιλοδοξούν να παρέμβουν πολιτικά και

β) το ίδιο τους το γενετικό μοντέλο: Οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τον γενετικό τύπο των κομμάτων προκύπτει από 1) τα οργανωτικά τους χαρακτηριστικά την περίοδο της ιδρυτικής τους συγκρότησης, 2) την επιρροή εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων στη νομιμοποίηση της ηγετικής ομάδας του κόμματος και 3) το ρόλο που έχει παίξει το χάρισμα της ηγεσίας – αν υπάρχει – την περίοδο της συγκρότησης του κόμματος και του πώς αυτό έχει αποτυπωθεί καταστατικά.

Η παράβλεψη αυτών των δύο παραμέτρων οδηγεί συχνά στην υιοθέτηση στρατηγικών και ρεπερτορίων δράσης που αγνοούν τις πραγματικές διαιρετικές τομές και ταυτόχρονα δεν αξιοποιούν το κεκτημένο της πολιτικής τους εμπειρίας.

Ας είμαι σαφής εξ αρχής: οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να είναι μέρος της συζήτησης για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ. Και τούτο γιατί, κατά την άποψή μου, ο μέχρι τώρα προβληματισμός και οι επιλογές του μετά τις τελευταίες εκλογικές εξελίξεις φαίνεται να παραβλέπουν εν πολλοίς τα παραπάνω. Έτσι, η προκρινόμενη στρατηγική και ο όποιος θεωρητικός λόγος (;) υιοθετείται φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα βολονταριστικών και εν πολλοίς έωλων αποφάσεων. Ταυτόχρονα, η πολιτική του ρητορική, πλην εξαιρέσεων, είναι γενικόλογη, συνθηματολογική, και σε κάθε περίπτωση απόμακρη από την κριτική παράδοση της Αριστεράς, και σπάνια πλέον συνδέεται με την επιδίωξη του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτός είναι ο λόγος που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει ευθέως στην ερώτηση «για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ». Η απάντηση στην ερώτηση αυτή περνά μέσα από την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, την κατανόηση του «γενετικού του υλικού», και την κριτική αποτίμηση της πορείας του.

Πολιτική συγκυρία

Εάν πολιτική σημαίνει την προσωρινή διευθέτηση των κοινωνικών ανισοτήτων, διαφορών, ανταγωνισμών και συγκρούσεων σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο, εντός του δεδομένου ηγεμονικού πλαισίου, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι χρόνια βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σοβαρή πολιτική κρίση. Κρίση που δεν αποτελεί απλώς διαισθητική παρατήρηση, ένα «συμβάν» ή μια συγκυριακή στιγμή, ή αποτέλεσμα υποκειμενικών και λειτουργικών φαινομένων παθογένειας (λχ. διαφθορά, διοικητική κουλτούρα, κ.ά). Η ποικιλία των αιτιών και αφορμών για μη αναμενόμενες κινητοποιήσεις και αντιδράσεις, οι οποίες μάλιστα δεν αφήνουν ανέγγιχτη καμιά γωνία του πλανήτη, υπογραμμίζουν ότι το φαινόμενο δεν είναι ούτε παροδικό ούτε γεωγραφικά περιορισμένο. Τα στοιχεία της κρίσης πιστοποιούν την απομάκρυνση ή και την αποσύνδεση των κοινωνικών αιτημάτων, διεκδικήσεων και γενικά της κοινωνικής δυναμικής από το πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για χαρακτηριστική κρίση εκπροσώπησης. Κρίση εκπροσώπησης, η οποία φυσικά τροφοδοτείται από τη μεταδημοκρατική συνθήκη, η οποία με τη σειρά της διασφαλίζει την ελάχιστη νομιμοποίηση στο κοινωνικά ελλειμματικό πολιτικό σύστημα.

Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για κρίση που είναι «παραγωγική»: ήδη από το Σιάτλ, τις πολυδιάστατες δράσεις του λεγόμενου «αντιπαγκοσμιοποιητικού» κινήματος, τις κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις για πολιτικά δικαιώματα, και την αντίσταση στις πολιτικές λιτότητας, τόσο στον «υπό ανάπτυξη» Νότο όσο και στον «αναπτυγμένο» Βορρά, έχει συμβάλει σε ανατροπές στις σταθερές πολιτικών και κομματικών συστημάτων. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές μπορεί να μην είναι πάντα θετικές για την προοπτική της δημοκρατίας ή πολύ περισσότερο την επιδίωξη του κοινωνικού μετασχηματισμού, όμως έχει παράξει σημαντική κοινωνική και πολιτική γνώση. Η κρίση, με άλλα λόγια, έχει αναδείξει νέα πεδία πολιτικής και νέες μορφές πολιτικής και κοινωνικής κινητοποίησης. Η εξέλιξη αυτή, σε πολλές περιπτώσεις, συνέβαλε στην πορεία της Αριστεράς από τη διαμαρτυρία στην ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών.

Όμως, παρά τις πολλές επιτυχίες, την ανάδυση νέων ριζοσπαστικών δυνάμενων, και τις απόπειρες ριζοσπαστικού μετασχηματισμού σε πολλές χώρες, τα αποτελέσματα είναι μάλλον φτωχά. «Ο κόσμος δεν άλλαξε» και εκεί που δεν «καταλάβαμε την εξουσία» και εκεί που την διαχειριστήκαμε. Επί πλέον, οι κινητοποιήσεις και οι αντιδράσεις που πυροδότησε συνήθως ευνοούν τις δυνάμεις της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς. Και τούτο γιατί ο συχνά ο αποϊδεολογικοποιημένος και διαχειριστικός λόγος της Αριστεράς έχει σε πολλές περιπτώσεις ανοίξει το δρόμο στον ψευτο-αντισυστημισμό της Ακροδεξιάς, ο οποίος ευαγγελίζεται απλουστευτικές λύσεις τις οποίες στην απελπισία τους αγκαλιάζουν υποτελείς τάξεις και στρώματα.

Εμφατικό παράδειγμα η σημερινή κυβέρνηση, που αποτελεί υπόδειγμα συχνής παραβίασης στοιχειωδών κανόνων πολιτικού φιλελευθερισμού και του κράτους δικαίου. Με δυσκολία θα αναγνώριζε κανείς συγγένεια της σημερινής ΝΔ με το συνεπώνυμο κόμμα του Κωσταντίνου Καραμανλή, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στο δημοκρατικό και φιλελεύθερο κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Η έμπρακτη πίστη στο δόγμα «νόμος και τάξη», η αλαζονεία του κοινωνικού αυτοματισμού, τα συχνά πλέον φαινόμενα νέο-Μακαθρισμού στο χώρο της έρευνας, των πανεπιστημίων και γενικότερα της εκπαίδευσης, οι πρακτικές του «ποτέ ξανά», το διάχυτο μίσος απέναντι στην Αριστερά και τους αριστερούς, και η διαχείριση του δημόσιου διαλόγου από ένα περίκλειστο σύστημα μετα-αλήθειας, μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως μόνο σχέση συνωνυμίας έχει η κυβέρνηση ακόμη και με τη ΝΔ της δεκαετίας του 2000.

Τούτων δοθέντων, θα ήταν χρησιμότερο για την Αριστερά να μην εστιάζει στην «κρίση εκπροσώπησης» (άλλωστε αυτό αφορά όλα τα πολιτικά κόμματα), αλλά να αντιμετωπίσει την κρίση αδυναμίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Την αδυναμία δηλαδή της τάσης των κοινωνικών υποκειμένων και των συλλογικών τους φορέων να εκδηλώνουν τη βούληση και να διαθέτουν τη δύναμη να μετασχηματίσουν τις δεδομένες κοινωνικές δομές και σχέσεις («μετασχηματιστική πολιτική»). Αδυναμία που, εκτός από συγκεκριμένες προγραμματικές προτάσεις, πρέπει να αντιμετωπιστεί και από τη συγκρότηση ενός οράματος, το οποίο με τη σειρά του εμπνέει, κινητοποιεί και συμβάλλει στη συνοχή στη κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας στην οποία στηρίζεται ο φορέας του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Στρατηγικά διλήμματα και προσκλήσεις

Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν έχουν σκοπό να υπονομεύσουν τη σταθερή δέσμευση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για κοινωνικό μετασχηματισμό, ούτε φυσικά αποτελούν εκδήλωση επιπόλαιας θεωρητικής άσκησης. Αντίθετα, επιδιώκουν να προτείνουν ένα αξιωματικό πλαίσιο για τη στρατηγική της Αριστεράς, το οποίο θα περιορίζει -αν δεν ακυρώνει- αυθαίρετες, γενικόλογες και βολονταριστικές λογικές, που όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά, με δεδομένη την δυναμική της συγκυρίας, είναι και εκλογικά ατελέσφορες. Εντελώς επιγραμματικά, το σχετικό εγχείρημα πρέπει να λάβει υπόψη της τα παρακάτω:

Α) Αποφυγή οικονομίστικων αναγωγισμών. Πρόκειται για το προπατορικό αμάρτημα της Αριστεράς, το οποίο όχι μόνο αγνοεί τη σχετική αυτονομία της πολιτικής, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για κομματικές επιλογές, αλλά συχνά οδηγείται σε υπεραπλουστευτικά και ανιστόρητα συμπεράσματα, όταν εξαρτά την επέκταση της επιρροής της Αριστεράς από τη στην φτωχοποίηση και την κοινωνική εξαθλίωση.

Β) Η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι (πλέον) μόνο αντικαπιταλιστική. Η διάκριση ανάμεσα σε αντικαπιταλιστική και μη Αριστερά αποτελεί ένα χάιδεμα στον επαναστατικό (;) ναρκισσισμό ορισμένων. Φυσικά αυτή η διάκριση έχει ιστορικές καταβολές: η αρχή της σηματοδοτήθηκε στο Μπαντ Γκοντεσμπεργκ (1959) και ολοκληρώθηκε με την ουσιαστική υιοθέτηση από την μεταρρυθμιστική Αριστερά διαχειριστικών λογικών νεοφιλελεύθερης έμπνευσης (Μπλαιρισμός, Πρόγραμμα 2010, Ντ’ Αλέμα, Σημίτης, κ.α). Κατά συνέπεια, η Αριστερά ή είναι αντικαπιταλιστική ή δεν υπάρχει.

Γ) Το δίλημμα (;) επανάσταση ή μεταρρύθμιση. Συχνά σήμερα το ιστορικό αυτό δίλημμα προκύπτει από την ταύτιση της εξέγερσης με την επανάσταση. Όμως, η σημερινή καπιταλιστική δυναμική υπαγορεύει όχι μόνο τη μη αντιπαράθεση ανάμεσα στην επανάσταση και τη μεταρρύθμιση, αλλά και τη συμπλήρωση τους με την «ανακούφιση». Με άλλα λόγια, τα εκτενή φαινόμενα ανθρωπιστικής κρίσης, που προκαλεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, απαιτούν την άμεση ανακούφιση των υποτελών τάξεων. Από την άλλη, οι αναφορές σε «μη-μεταρρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις» (Α. Gorz, 1968) και σε «αδύνατες/ακατόρθωτες μεταρρυθμίσεις» (D. Harvey, 2016), που σκοπεύουν στην υπονόμευση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και στη συστηματική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη διάκριση.

Δ) Το πεδίο των ιστορικών διαιρετικών τομών της εποχής και το κοινωνικό υποκείμενο. Φυσικά, σε ό,τι αφορά το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να παρά να έχει ως αναφορά την «πληθυντική εργατική τάξη», η οποία αποτελεί και την πλειονότητα των «υποτελών τάξεων». Εδώ ο όρος πληθυντική ίσως είναι χρήσιμος όχι μόνο γιατί ο «κόσμος της εργασίας» σήμερα περιλαμβάνει πολλά κοινωνικά στρώματα που δεν κατατάσσονται εύκολα στη «μισθωτή εργασία», αλλά και γιατί η ταξικότητα διαμεσολαβείται από σειρά άλλων ιστορικών και πολιτισμικών παραγόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, το καθήκον της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να δείξει στην πλειοψηφία της «πληθυντικής εργατικής τάξης» τις αντιφάσεις και τα όρια του καπιταλιστικού πολιτισμού και να πείσει για την αναγκαιότητα του μετασχηματισμού του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ

Μετά τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα ήταν απολύτως φυσικό ο ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει τρόπους ανασυγκρότησης, απαραίτητο για την προοπτική του. Η μοναδικότητα του εγχειρήματός του, η πολιτική του ορμή, ο τρόπος ανάδειξής του σε κυβερνητική δύναμη πρώτης γραμμής, και το «κάντο όπως ο ΣΥΡΙΖΑ», έγινε σύνθημα ριζοσπαστικών και δημοκρατικών δυνάμεων. Η αλλαγή των συνθηκών, καθώς και η πολύτιμη κυβερνητική εμπειρία, ορθώς αναζητούν την αποτύπωσή τους στο νέο στρατηγικό και προγραμματικό του λόγο.

Κλειδί γι αυτή την αποτύπωση και τη θετική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι, όπως είπαμε, η ανάγνωση της «συγκεκριμένης κατάστασης» και ο σεβασμός στο γενετικό μοντέλο του κόμματος. Σε ό,τι αφορά στην ανάλυση της συγκυρίας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει:

α) να αποφεύγει να διαβάζει τη συγκυρία μόνο ως κρίση εκπροσώπησης και μάλιστα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (λχ. «μικρομεσαίοι») και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης των μετασχηματιστικών πολιτικών. Η επιλογή αυτή θα συμβάλει στην απομάκρυνση του πολιτικού του λόγου από επί μέρους μικρο-ζητήματα, που τον εγκλωβίζουν στις κυρίαρχες έξεις της πολιτικής αντιπαράθεσης.

β) να διαμορφώσει εκείνο το πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει σειρά «μη-μεταρρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων», οποίες εκτός του άλλων θα σηματοδοτήσουν ένα εναλλακτικό οραματικό και αντισυστημικό λόγο, που θα εμπνέει και θα κινητοποιεί.

γ) να κατανοήσει και φυσικά να επικαιροποιήσει την επιτυχή στρατηγική που τον έφερε στην κυβέρνηση. Στρατηγική που εμπεριέχει την ενεργή κοινωνική παρουσία, τη σοβαρή παρουσία του στη Βουλή, την ενότητα του όλου της Αριστεράς (χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς), τη διαμόρφωση προγράμματος που στηρίζεται στην αξιοποίηση αυτών των τριών αξόνων, και τέλος τη διαρκή δέσμευση για ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών.

δ) να συνειδητοποιήσει ότι η αντιπολίτευση απέναντι στην ίσως πιο κοινωνικά αντιλαϊκή και πολιτικο-ιδεολογικά αντιδραστική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί να είναι ποτέ αποτελεσματική, όταν αναζητάς συμμάχους στα θολά νερά ενός φαντασιακού «κέντρου». Όταν «χάνουμε από τα δεξιά πάμε αριστερά» και όχι το αντίθετο.

ε) να συνειδητοποιήσει το κόμμα ότι όλα τα παραπάνω απαιτούν τη ριζική οργανωτική αναδιοργάνωση, πολύ πέρα από τις εκκλήσεις για τήρηση του καταστατικού. Αναδιοργάνωση που να οδηγεί στην αντιστοίχισή του με το σημερινό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και τις θεσμικές και διοικητικές εξελίξεις και με πλήρη και δημιουργική αξιοποίηση των μέσων πολιτικής επικοινωνίας και ενημέρωσης. Μέσα που έχουν προκύψει τόσο από γνώση που έχει παραχθεί κοινωνικά τα τελευταία είκοσι χρόνια κινητοποιήσεων όσο και από τις καινοτομίες της πληροφορικής.

Εξ ίσου σημαντική για τη θετική έκβαση της οργανωτικής και προγραμματικής αναδιοργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι και η μη παραβίαση των γενετικών χαρακτηριστικών του κόμματος. Εδώ, δυστυχώς, ήδη παρατηρούνται μετατοπίσεις. Για παράδειγμα, η πολυκεντρική οργανωτική συγκρότηση του κόμματος μέσω των τάσεων, που κατά κάποιο τρόπο εξασφάλιζε συνθέσεις έχει μετατραπεί σε αντιπαραθέσεις προσωπικών και γραφειοκρατικών επιδιώξεων, που καταλήγουν δια της αναθέσεως στον Πρόεδρο. Επίσης, η κατά παράδοση εσωκομματική νομιμοποίηση της ηγεσίας έχει σε μεγάλο βαθμό μετατοπιστεί εκτός κόμματος και δημιουργεί στρεβλώσεις, έτσι που μόνο την πολιτική και οργανωτική συνοχή του κόμματος δεν διασφαλίζει. Τέλος, παρ’ όλο που κατά τη δυναμική ανάπτυξής του ο ΣΥΡΙΖΑ ευτύχησε να έχει ηγεσία με ιδιαίτερα χαρίσματα, αυτά ξοδεύονται στην υπερβολή της εξίσωσης του ΣΥΡΙΖΑ με την ηγεσία του, αλλοιώνουν τον κινηματικό και συμμετοχικό του χαρακτήρα, εμποδίζουν την ουσιαστική μαζικοποίηση της οργάνωσή του, και τον απομακρύνουν από την επιδίωξη για ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Όλα τα παραπάνω στηρίζουν τον άποψη ότι το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ διασφαλίζεται μόνο με την ριζοσπαστική προγραμματική του ανασυγκρότηση, τον οργανωτικό του εκδημοκρατισμό, και την ουσιαστική συμμετοχική διεύρυνσή του. Με άλλα λόγια, όπως θα λέγαμε παλαιότερα, συγκλίνουν στην ανανέωση της «αριστερής στροφής», που δεν είναι ιδεολογική εμμονή ή πολιτικό καπρίτσιο. Αντίθετα, εκτός των άλλων, αποτελούν προϋποθέσεις αντιμετώπισης της πλέον επικίνδυνης για την δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή κυβέρνησης. Μιας κυβέρνησης που μέσα από πολώσεις και ρεβανσιστικές πρακτικές επιδιώκει να αποκαταστήσει πλήρως τη χειρότερη εκδοχή του παλαιού δικομματισμού, που φάνηκε να ανατρέπει η μεγάλη επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2012. Το διακύβευμα είναι ζωτικής σημασίας και η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, η αποτυχία της ριζοσπαστικής μη-συστημικής Αριστεράς, μπορεί να δημιουργήσει χώρο για να ανθίσουν τα άνθη του κακού. Αν η Βραζιλία είναι μακριά μας, η Ιταλία είναι ένα τσιγάρο δρόμος.

Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης διδάσκει Πολιτική Κοινωνιολογία στο ΕΚΠΑ

Το παρόν κείμενο αποτελεί σύντομη εκδοχή εκτενέστερου υπό έκδοση κειμένου.

Πηγή: Η Αυγή