Οι εορτασμοί σημαντικών γεγονότων με προφανή σημασία ποτέ δεν είναι αθώοι. Συνήθως, μέσα από μια συνεχώς ανανεούμενη αναπαράσταση του «γεγονότος», επιχειρούν να το ερμηνεύσουν με τέτοιο τρόπο ώστε το νόημά του να είναι χρήσιμο για τη συγκυρία. Φυσικά το Πολυτεχνείο δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρά τις συχνά υπερβολικές αφηγήσεις αποκατάστασης της «Ιστορίας», χωρίς αμφιβολία αυτές οι μέρες του Νοεμβρίου του 1973 έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στην πορεία της Μεταπολίτευσης.
Ήδη η διαμάχη για τον πρώτο εορτασμό του έδειξε ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και φυσικά των πολιτικών δυνάμεων ήθελαν να περιορίσουν το «μήνυμα» του Πολυτεχνείου στον κοινοβουλευτικό έλεγχο του εκδημοκρατισμού. Φυσικά ο εκδημοκρατισμός της δημόσιας ζωής δεν μπορούσε, μετά τις ακρότητες της «καχεκτικής» μετεμφυλιακής δημοκρατίας και της δικτατορίας των συνταγματαρχών, παρά να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.
Ωστόσο το «Πολυτεχνείο», που εκ των πραγμάτων αναδεικνύεται σε φάρο, οδηγό της Μεταπολίτευσης, ήταν πολλά περισσότερα από αυτό. Ο κατ’ αρχήν αυθόρμητος χαρακτήρας του, ο πλουραλιστικός και ταυτόχρονα ριζοσπαστικός και ενωτικός του συντονισμός, η διεκδικητική του ατζέντα δεν περιορίστηκε στα ζητήματα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Έτσι, πέρα από το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας (αντινατοϊκά και αντιαμερικανικά συνθήματα), τον συμβολισμό της κοινωνικής συμμαχίας εκείνων των ημερών των φοιτητών με τους αγρότες της Ελευσίνας και τους εργαζόμενους των δυτικών συνοικιών, και τέλος ο υπόρρητος όσο και σαφής διεθνισμός (αναφορές στις τότε ανάλογες εξελίξεις στην Ασία) προείκαζαν μια πολύ διαφορετική πορεία για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.
Όμως οι εορτασμοί, που συχνά μετατρέπονταν σε τελετουργικές ρουτίνες, σε συνδυασμό με τις επιμέρους κομματικές και άλλες σκοπιμότητες, δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν το πλούτο των μηνυμάτων και αξιών που εξέπεμψε το Πολυτεχνείο. Έτσι πολύ πιο εύκολα η δημοκρατία μας άφησε πίσω της τη δυναμική που άνοιγαν το «αμφιθέατρο», το «εργοστάσιο» και το «πεζοδρόμιο».
Ανέχθηκε τον κομματικό έλεγχο ή και την υποκατάσταση της κοινωνικής δυναμικής, περιόρισε την πολιτική στο Κοινοβούλιο, στις «κρατικές υποθέσεις», στην κυβέρνηση και τέλος στη διαχείριση που αποκαλούμε «διακυβέρνηση». Γι’ αυτό δεν αποτελεί πλέον έκπληξη το ότι και οι στρατηγικοί στόχοι της Μεταπολίτευσης, που ενέπνευσαν και κινητοποίησαν συχνά τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, υπηρετήθηκαν, αν όχι στρεβλά, ελλιπώς.
Ο «εκδημοκρατισμός» περιορίστηκε από τον κομματικό έλεγχο, η «αλλαγή», περιορισμένης αποτελεσματικότητας, έφερε στο προσκήνιο νέες οικονομικές και πολιτικές ελίτ, η «κάθαρση» απελευθέρωσε (sic) τα ΜΜΕ, o «εκσυγχρονισμός» κατάφερε μαζί με τον «λαϊκισμό» (;) να υπονομεύσει -αν όχι να εκδιώξει- κάθε λαϊκό αίτημα των υποτελών τάξεων, η «μεταρρύθμιση» περιορίστηκε στην τεχνοκρατική «επανίδρυση του κράτους» και η προσπάθεια για ουσιαστική επαναθεμελίωση της σχέσης κράτους – κοινωνίας και της δημοκρατικής απάντησης στη βαθιά κρίση εκπροσώπησης δεν κατάφερε να νικήσει το νομικοδιοικητικό σύστημα ενός αμετανόητου κατεστημένου και τις ασφυκτικές συνθήκες των Μνημονίων, ενώ τα ελλείμματα όσων το επιχείρησαν περιόρισαν τη σχετική αποτελεσματικότητα.
Παρά ταύτα και παρά το αχνό τους φως, οι μέρες εκείνες του 1973 εξακολουθούν να εκπέμπουν θετικά μηνύματα για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Αν κάποιος έχει παρασυρθεί από το «καθιερωμένο» του εορτασμού, την έλλειψη φαντασίας για την ουσιαστική ανανέωση του περιεχομένου των διεκδικήσεων με αφετηρία το «γεγονός», τις άνευ πολιτικής ουσίας τελετουργίες κατά τη διάρκεια της πορείας (ο ανταγωνισμός των κομματικών μπλοκ, το happening με τη «σημαία» από μια ουσία ανύπαρκτη φοιτητική παράταξη κ.ά.) και θεωρεί ότι το Πολυτεχνείο πέθανε, ας ρίξει μια ματιά στο μίσος του κυβερνητικού μετώπου για τους συμβολισμούς και τη σημασία του.
Η ειρωνεία, η ακραία μεγέθυνση αισθητικών υπερβολών γύρω από το γεγονός, ο θεατρινισμός και η στρεψοδικία ενός επιθετικού μπογδανισμού που τείνει να κυριαρχήσει στα social media αποσκοπούν στην πλήρη απονομιμοποίηση της σημαντικής αυτής αφετηρίας της δημοκρατίας μας.
Ο λόγος είναι απλός. Παρά την περιορισμένη επιρροή του, το Πολυτεχνείο έχει συμβάλει αποφασιστικά στο δημοκρατικό, φιλελεύθερο και κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Και είναι αυτά τα κεκτημένα τα οποία θέλει να ακυρώσει η, από μια άποψη, ανίερη συμμαχία ανάμεσα στις δυνάμεις ενός μεταμοντέρνου εθνικισμού, του νεοφιλελευθερισμού, της Ακροδεξιάς και του εκσυγχρονιστικού (;) ακραίου Κέντρου.
Το «ποτέ ξανά» του κ. Σαμαρά από βήματος Βουλής το συνόψισε με τον καλύτερο τρόπο. Οι αντιμετώπιση της κρίσης ως ευκαιρίας που με βίαιο τρόπο εισάγουν σειρά αντιδημοκρατικών και αντικοινωνικών μέτρων απλώς το επιβεβαιώνουν.
Κατά συνέπεια, ίσως περισσότερο από ποτέ οφείλουμε να γιορτάσουμε το Πολυτεχνείο. Όχι μόνο ως γεγονός μνήμης, αλλά ως πράξη που επιβάλλει η συγκυρία. Ωστόσο, βλέποντας ότι η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει την πανδημία μέσα από τις απαιτούμενες κοινωνικές πολιτικές, αλλά μέσα από την ένταση των κατασταλτικών μηχανισμών, ίσως θα ήταν σκοπιμότερο να αποφύγουμε την τελετουργία της πορείας και διεκδικήσουμε και πάλι τις πλατείες και κάθε ανοικτό χώρο σε κάθε γειτονιά που έχει απαγορευτεί σε όλους τους νέους κάθε ηλικίας.
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ
Πηγή: Η Αυγή