Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μετάβασης από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό αποτελεί η ουσιαστική και τυπική διάκριση και ο διαχωρισμός της οικονομικής από την πολιτική σφαίρα. Επρόκειτο για καταστατική εξέλιξη στη διαδικασία υπέρβασης του «παλαιού καθεστώτος» και την εμπέδωση των νέων αστικών καθεστώτων. Η αδιαμφισβήτητα θετική αυτή εξέλιξη συνέβαλε στη διαμόρφωση του πλαισίου για την επιτυχή διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων από τις υποκείμενες τάξεις. Ωστόσο, το λειτουργικό της αποτέλεσμα ανέδειξε μια σοβαρή αντινομία των φιλελεύθερων δημοκρατικών καθεστώτων. Και τούτο γιατί οι πολίτες αναμένεται στη δημόσια σφαίρα, τουλάχιστον θεωρητικά, να συμπεριφέρονται με αντιφατικό τρόπο: από τη μια, με εγωιστική ιδιοτέλεια στην αγορά και τις οικονομικές διαδικασίες και, από την άλλη, με ανιδιοτελή ψυχραιμία στις πολιτικές διαδικασίες και στην εκλογική τους επιλογή με γνώμονα το «κοινό καλό».
Προφανώς, η αντινομία αυτή αποτελεί μια σταθεροποιητική και προστατευτική δύναμη του κοινωνικοπολιτικού status quo, αφού περιορίζει το περιεχόμενο της δημοκρατίας στις τυπικές και διαδικαστικές της λειτουργίες. Ο επιδιωκόμενος πολιτικός εκσυγχρονισμός στο πλαίσιο των μεταπολεμικών διευθετήσεων και αποαποικιακών διαδικασιών θεώρησε ότι η συγκρότηση μιας λελογισμένης δημοκρατικής συμμετοχής και της αντίστοιχης πολιτικής κουλτούρας αποτελεί προϋπόθεση για σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Ωστόσο, η απάντηση στο ερώτημα «κατά πόσον η δημοκρατία και οι θεσμοί της διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη» δεν μπορεί να είναι κανονιστική. Τα εμπειρικά παραδείγματα είναι απολύτως αντιφατικά και δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα. Υπήρχαν αυταρχικά καθεστώτα που σημείωσαν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη (Κορέα, Ινδονησία, Κίνα κ.ά.), ενώ κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, που αναγκάζονταν να διευθετούν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα (Ινδία, Ν. Ευρώπη «μετά το τέλος των Δικτατοριών») καθυστέρησαν την αναγκαία προσαρμογή τους στη δυναμική του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας, κάτι που φυσικά δεν συνέβη μεταπολεμικά στη Β. Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, στις συνθήκες κρίσης, η θεώρηση ότι η «πολλή δημοκρατία βλάπτει την ανάπτυξη» φαίνεται να επανέρχεται, καθώς αποτελεί μέρος της ατζέντας της κυρίαρχης πλέον Δεξιάς και Ακροδεξιάς.
Στη βάση αυτής της συζήτησης υπάρχει μια προφανής ασάφεια και μια λάθος παραδοχή, οι οποίες πρέπει εμπράκτως να αποσαφηνιστούν από την Αριστερά. Η ασάφεια έχει να κάνει με τη μη διάκριση ανάμεσα στην «κοινωνική ανάπτυξη» και την οικονομική μεγέθυνση. Στο βαθμό που δεν αμφισβητηθεί το περιεχόμενο της ανάπτυξης, αφού στον δημόσιο διάλογο και τη ρητορική των διεθνών οργανισμών αυτή ταυτίζεται με την «καπιταλιστική λογική», είναι αδύνατον να αποφανθούμε για τη σχέση της με τη δημοκρατία. Με άλλα λόγια, ο συνήθης ορισμός της «ανάπτυξης» ως οικονομική μεγέθυνση κάνει την απάντηση στο ερώτημα της σχέσης με την δημοκρατία αδιάφορη.
Επιπλέον, παρά τις σε αντίθετη κατεύθυνση θεωρητικές παραδοχές, η Αριστερά φαίνεται πρακτικά να υιοθετεί την άποψη ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι κοινωνικά ουδέτεροι. Κάτι τέτοιο ενδυναμώνει τον περιορισμό της δημοκρατίας στο τυπικό και διαδικαστικό της περιεχόμενο και, ταυτόχρονα, οδηγεί στην αφέλεια ότι οι θεσμοί του κράτους, ως έχουν, μπορεί να απομακρυνθούν, ως αποτέλεσμα της βούλησης των κυβερνήσεων, από τις πολιτικές που ταυτίζουν την οικονομική μεγέθυνση με την ανάπτυξη.
Τα παραπάνω θέτουν το ζήτημα του εκδημοκρατισμού του κράτους πολύ ψηλά στην ατζέντα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εφεύρουμε τρόπους και θεσμούς ώστε η δημοκρατία, πέρα από το τυπικό της περιεχόμενο, να αποτελεί το επίκεντρο της κοινωνικής ανάπτυξης. Σε αυτή την προσπάθεια ίσως μια γενναία μεταρρύθμιση των εκλογικών διαδικασιών ώστε αυτές να συμβάλλουν στη δημοκρατική συμμετοχή, το σχεδιασμό, την υλοποίηση και τη λογοδοσία των κρατικών πολιτικών σε κάθε περιφέρεια, να αποτελούσε μια αρχή. Οι συνέπειες της πολυκρίσης και η συστηματική υπονόμευση της δημοκρατίας μας επιβάλλουν να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση.
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ