Πολύ συχνά η συζήτηση για μείζονα ζητήματα πολιτικής, όπως στην περίπτωσή μας το ζήτημα της στρατηγικής ανάπτυξης της Αριστεράς, παραβλέπει βασικά/αφετηριακά ιστορικά δεδομένα, με αποτέλεσμα αυτή να γίνεται ατελέσφορη. Ετσι, η όποια δημιουργική αντιπαράθεση υποβαθμίζεται σε μονολόγους ή έστω ανταλλαγές εκθέσεων ιδεών, που αν δεν εξυπηρετούν κοντόφθαλμες ιδιοτέλειες, οδηγούνται συνήθως σε προτάσεις και συμπεράσματα άκρατου βολονταρισμού. Πάρα τις σημαντικές και πολύ χρήσιμες εξαιρέσεις του σχετικού διαλόγου, έχω την εντύπωση ότι η συζήτηση για τη στρατηγική ανάπτυξη της Αριστεράς ξεχνά κάποια σημαντικά ιστορικά δεδομένα:
α) το βάθος και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κρίσης πολιτικής
και
β) τον δραματικό περιορισμό της δυνατότητας μετασχηματιστικών πολιτικών, συστατικό στοιχείο κάθε προσπάθειας που στέκεται απέναντι στις συστημικές διευθετήσεις.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή.
Κρίση πολιτικής
Αν πολιτική σημαίνει την προσωρινή διευθέτηση των κοινωνικών διαφορών, ανταγωνισμών, αντιθέσεων και συγκρούσεων σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο –πάντα φυσικά στο δεδομένο ηγεμονικό πλαίσιο–, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες βλέπουμε σχεδόν καθημερινά φαινόμενα βαθιάς πολιτικής κρίσης. Η παρατήρηση δεν είναι αποτέλεσμα διαίσθησης ή της όχι σπάνιας τάσης αριστερών να αναβαθμίζουν μικρο-δυσλειτουργίες σε κρίση. Αντιθέτως, η τρέχουσα κρίση είναι πολυεπίπεδη, απολύτως διεθνής και συνοδεύεται από φαινόμενα και πρωτοβουλίες ασυνήθιστες, οι οποίες εισάγουν νέες τεχνικές πολιτικής κινητοποίησης και που συνήθως παρακάμπτουν ή/και αμφισβητούν το όποιο δεδομένο σύστημα πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης.
Από το Σιάτλ, τη Γένοβα, τα κοινωνικά φόρουμ και τις εξεγέρσεις στο Παρίσι, στα δημοψηφίσματα ενάντια στο λεγόμενο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αλλά και σε εκείνα στη Σκοτία, την Ιταλία και την Καταλονία, στο κίνημα των πλατειών και του Οccupy, στην «αραβική άνοιξη» και στο κίνημα των «κίτρινων γελέκων» και τέλος στις ριζικές αναδιατάξεις ιστορικών και παγιωμένων κομματικών και πολιτικών συστημάτων, που συχνά συνοδεύονται με την ενδυνάμωση της πολυποίκιλης Ακροδεξιάς, όλα αποτελούν αδιάψευστες καθημερινές υπενθυμίσεις της χρόνιας πλέον πολιτικής κρίσης.
Η ένταση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης, που εκδηλώνεται ως κρίση εκπροσώπησης, μπορεί να γίνουν κατανοητά αν κανείς λάβει υπόψη του: α) ότι οι πολιτικοθεσμικές προσπάθειες αντιμετώπισης της κατάστασης από τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις σε μικρή έστω κάμψη των φαινομένων κρίσης, β) την πλήρη αποτυχία των υπερεθνικών οργανισμών να αντιμετωπίσουν έστω και προσχηματικά τις συνέπειες της πολυεπίπεδης και αυξανόμενης ανισότητας και γ) ότι οι όποιες εναλλακτικές προσπάθειες για νέες πολιτικές διευθετήσεις, που θα εκτόνωναν την κρίση εκπροσώπησης, αποδείχθηκαν ατελέσφορες. Κάτι που φαίνεται να συμβάλλει στην αναζήτηση πολιτικών λύσεων στον απλουστευτικό εθνικισμό της Ακροδεξιάς.
Κρίση «μετασχηματιστικής πολιτικής»
Οι παρατηρήσεις αυτές υπογραμμίζουν ότι το γεγονός της βαθιάς και χρόνιας πολιτικής κρίσης εκπροσώπησης είναι απολύτως συνυφασμένο με τον δραματικό περιορισμό της δυνατότητας «μετασχηματιστικών πολιτικών». Η πολιτική κρίση, λοιπόν, αναπαράγεται και βαθαίνει και λόγω της μη δυνατότητας εφαρμογής «μετασχηματιστικών πολιτικών». Πολιτικών, δηλαδή, που έχουν τη δύναμη και εμπράκτως επιδεικνύουν τη βούλησή τους να μετασχηματίσουν τις δεδομένες δομές και σχέσεις των κοινωνικοπολιτικών διευθετήσεων.
Αυτή η διάσταση της κρίσης δεν αποτελεί απλώς μάθημα από τη δραματική και διδακτική εμπειρία από την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, όπως ίσως κάποιοι σκεφτούν, αλλά έχει επιβεβαιωθεί από τις πολιτικές σχεδόν όλων των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατικής / κεντροαριστερής παράδοσης, τα οποία ανεξάρτητα από προθέσεις δεν κατάφεραν να «κάνουν τη διαφορά», που απελπισμένα απαιτεί η κρίση. Γεγονός που οδήγησε στη συρρίκνωσή τους και σε αρνητικές συνέπειες για το σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης και τη δημοκρατία.
Το φαινόμενο αυτό εύκολα διαπιστώνεται με μια απλή αναφορά στις προγραμματικές προτάσεις οικονομικού, πολιτικού ή και κοινωνικού εκδημοκρατισμού των νέων ριζοσπαστικών εγχειρημάτων σήμερα (λ.χ. Κόρμπιν, Ποδέμος, Μπόκο), αφού αυτές είναι σαφώς περιορισμένες και λιγότερο «φιλόδοξες» από εκείνες της λεγόμενης μεταρρυθμιστικής Αριστεράς της δεκαετίας του 1980 (λ.χ. το «Κοινό πρόγραμμα» Σοσιαλιστών – Κομμουνιστών στη Γαλλία το 1981, Το Μανιφέστο των Εργατικών το 1983 κ.α.). Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και πολιτικοί επιστήμονες του δεσπόζοντος ρεύματος επισημαίνουν ότι σήμερα οι διαχειριστικές πολιτικές (policy oriented) ουσιαστικά κυριαρχούν πλέον εκείνων που έχουν βάση τους τις κανονιστικές αρχές και αξίες (value oriented).
Η συρρίκνωση ή και η κατά περίπτωση εξαφάνιση της δυνατότητας μετασχηματιστικών πολιτικών δεν αποτελεί μόνο πρόκληση για τα κυβερνητικά κόμματα της Αριστεράς και της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, αλλά [ακόμα] και για τα κυρίαρχα κυβερνητικά κόμματα. Ωστόσο, για τη ριζοσπαστική Αριστερά η πρόκληση είναι μεγαλύτερη μια και οι πολιτικοί φορείς της παλαιάς πολιτικής και κρισοφόρας διευθέτησης ουσιαστικά εργαλειοποιούν τους δεδομένους κρατικούς μηχανισμούς, ενώ το γενετικό υλικό της Αριστεράς προϋποθέτει τη δυνατότητα και την προσπάθεια κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών. Η Αριστερά, λοιπόν, για να αποφύγει την ενσωμάτωση και την περιθωριοποίησή της δεν μπορεί παρά να αναζητά έμπρακτα εναλλακτικούς τρόπους πολιτικής εκπροσώπησης, που να διασφαλίζουν ωστόσο τον διαρκή μετασχηματισμό των πολιτικών, κοινωνικών και διοικητικών δεδομένων.
Οι μετασχηματιστικές πολιτικές είναι συνήθως το αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, που οργανώνει, εκτελεί και θεσμοθετεί εναλλακτικές των υπαρχουσών κοινωνικοπολιτικών και διοικητικών δομών και σχέσεων. Οι διαδικασίες αυτές προϋποθέτουν τον εντοπισμό και την ιεράρχηση των πεδίων μετασχηματισμού καθώς και την ανάλυση των δυσκολιών και της αναμενόμενης θεσμικής και κοινωνικής αδράνειας ή/και αντίστασης. Φυσικά η συγκρότηση ενός μετασχηματιστικού ρεύματος, για την Αριστερά, δεν μπορεί παρά να απαιτεί κυρίως τη διατύπωση ενός κανονιστικού / αξιακού πλαισίου και οράματος. Ενός οράματος που θα λειτουργεί ως το οραματικό στοιχείο έμπνευσης και κινητοποίησης, της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας στην οποία στηρίζεται ο πολιτικός φορέας, που, ως επισπεύδων, συντονίζει τις μετασχηματιστικές διαδικασίες.
Ο πολιτικός φορέας, η πολιτική συλλογικότητα, το κόμμα αποτελούν την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη ρεαλιστική αντιμετώπιση της κρίσης των «μετασχηματιστικών πολιτικών». Αρκεί φυσικά να μπορεί να υπηρετεί έμπρακτα τη στρατηγική μετασχηματισμών και να ανθίσταται στις σειρήνες και αδράνειες των κατεστημένων μεταδημοκρατικών δομών και σχέσεων που καρτελοποιούν ή, καλύτερα, κρατικοποιούν τα πολιτικά κόμματα.
Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να διασφαλιστεί με ποσοτικά εγχειρήματα εκλογικής (;) διεύρυνσης χωρίς την αποσαφήνιση της μετασχηματιστικής στρατηγικής. Και μια και όλη αυτή η συζήτηση έχει ως αφετηρία τον προβληματισμό για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί παρά να εξετάσει και να αξιοποιήσει κριτικά την εμπειρία του. Στο κάτω κάτω, πέρα από την όποια αξιολόγηση κάνει κανείς για την πορεία του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόμμα της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς αποτελεί την πρώτη και μέχρι σήμερα τη μόνη δημοκρατική και αποτελεσματική κυβερνητική απάντηση στην κρίση, σε παγκόσμια κλίμακα τον 21ο αι.
Απάντηση, μάλιστα, σε πρωτόγνωρες σε διάρκεια και ένταση συνθήκες οικονομικής κρίσης. Τέλος, η συζήτηση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ευρηματική, πρακτική και αποτελεσματική οργανωτική πρόταση για τη μετάβαση και την ανάπτυξη του κόμματος στις νέες συνθήκες. Πρόταση που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση τόσο της κρίσης πολιτικής όσο και των μετασχηματιστικών πολιτικών που τη συνοδεύουν. Αλλά γι’ αυτά θα επανέλθω.
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι Koσμήτορας Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, πρ. πρόεδρος της επιτροπής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση – υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών