Συνεντεύξεις

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: «Αν η αριστερά είναι φοβική σύντομα θα τεθεί εκτός πολιτικής σκηνής»

Το πολιτικό σύστημα φαίνεται να βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, έτοιμο να αλλάξει κατεύθυνση. Είναι έτσι;
 
Το πολιτικό σύστημα μετά τις ευρωεκλογές και τις πολιτικές και εκλογικές εξελίξεις σε χώρες ειδικής βαρύτητας στην Ευρώπη και αλλού εμφανίζει ένα είδος ενεργητικής αμηχανίας. Ειδικότερα στην Ελλάδα, βρίσκεται σε μια αναμονή των όποιων διαδικασιών επιχειρούν προσχηματικά ή και με ειλικρίνεια να βρουν νέους τρόπους κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης. Ταυτόχρονα, από την άλλη, γίνεται μια προσπάθεια ελεγχόμενης ανανέωσης τόσο της κυρίαρχης ΝΔ όσο και των κομμάτων της αντιπολίτευσης προς την κατεύθυνση συστημικής μετριοπάθειας. Η φαινομενική αυτή αμηχανία εξακολουθεί να επιδιώκει την αποτροπή της επανεμφάνισης της ριζοσπαστικής αριστεράς στην πολιτική σκηνή ακόμη και ως περιθωριακή παρουσία με μικρή συμβολική ή πολιτική επιρροή. Πρόκειται για επιδίωξη που έχει εκφραστεί κατ’ επανάληψη τόσο από την ακροδεξιά πτέρυγα του κυβερνώντος κόμματος όσο και από το λεγόμενο «ακραίο κέντρο», που προέκυψε από την αλήστου μνήμης εκσυγχρονιστική μεταρρυθμιστική δεκαετία. Φαίνεται ότι το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ που παρά την ελλιπέστατη ανταπόκριση στην κρίση εκπροσώπησης, πολιτικής και εν τέλει δημοκρατίας, έφερε κάποιες θετικές αλλαγές και δημιούργησε ευκαιρίες για τα λαϊκά συμφέροντα και τη δημοκρατία, που ακόμη τρομάζει το «πολιτικό σύστημα», ιδιαίτερα στη σημερινή φάση βαθιάς πολυεπίπεδης κρίσης.
 
 
Τι σήματα έστειλαν οι ευρωεκλογές και οι εθνικές κάλπες;
 
Υπογράμμισαν με ιδιαίτερο τρόπο την κρίση και δυστυχώς προεικάζουν επιλογές που βρίσκονταν στον αντίποδα των θετικών ευκαιριών, οι οποίες εμφανίστηκαν προ δεκαπέντε ετών, στην αρχή της κρίσης. Για παράδειγμα, η Μεγάλη Βρετανία εξέλεξε μια κυβέρνηση με το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία του κοινοβουλευτισμού της, με 33,7%. Ενώ στην Γαλλία η Λεπέν είχε 11% παραπάνω από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο.
 
 
Το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών μπορεί να ξαναφέρει την ελπίδα που γεννήθηκε πριν δεκαπέντε χρόνια;
 
Όλα μπορεί να γίνουν, ανάλογα με τις πολιτικές επιλογές. Η πολιτική ενέχει ως γνωστόν και τον βολονταρισμό. Τα κόμματα που συναποτέλεσαν το Νέο Λαϊκό Μέτωπο κατάφεραν να αναβαθμίσουν τις ευρωεκλογές από δεύτερης τάξης σε πρώτης, στοχεύοντας τις πολιτικές του Μακρόν αλλά και τον αποκλεισμό της Άκρας Δεξιάς. Αυτό έφτιαξε ένα κλίμα προετοιμασίας για τις έκτακτες εκλογές. Βέβαια, δεν έγινε μέσα σε μία βδομάδα. Είχαν εμφανιστεί συγκλίσεις σε κινηματικό και προγραμματικό επίπεδο. Η ελπίδα μου είναι ότι δεν θα εμφανιστούν πάλι τα ελλείμματα και οι παθογένειες του αριστερού ημισφαιρίου, και ότι το προγραμματικό περιεχόμενο θα μπορέσει να κινητοποιήσει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να προχωρήσουν πιο συνθετικά και να έχουμε μια καλή εκδοχή της ριζοσπαστικής αριστεράς.
 
 
Τα κόμματα στην Ελλάδα αλλάζουν ριζικά ως προς τη δομή τους, τη λειτουργία τους, τον τρόπο παραγωγής ιδεών, κ.λπ. Γιατί συμβαίνει αυτό;
 
Οι βασικοί παράμετροι της συγκρότησης και της δυναμικής των κομμάτων είναι η κοινωνία, ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, το επίπεδο των δεδομένων πολιτικών διευθετήσεων αυτών των διαφορών που χαρακτηρίζει τον εκάστοτε κοινωνικό σχηματισμό. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέπουμε ότι η κοινωνική οργάνωση και τα ζητήματα κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφεύγουν πλέον από τα όρια του κράτους έθνους. Η εξέλιξη αυτή προφανώς αποτελεί την μεγάλη πρόκληση του κόμματος ως θεσμού, η στασιμότητα του οποίου δικαιολογεί την κρίση του. Χαρακτηριστικό είναι ότι η συνήθης οργανωτική δομή των κομμάτων σήμερα αντιστοιχεί εν πολλοίς στον προπολεμικό καταμερισμό εργασίας. Σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες αποδίδονται οι περισσότερες οργανωτικές πρακτικές των κομμάτων σήμερα που κάνουν μη ελκυστική ή ακόμα και δυσάρεστη την συμμετοχή σε αυτά. Οι ιεραρχικές γραφειοκρατικές δομές και ο πολυδιάστατος θεσμός της «καθοδήγησης» αποτελούν για παράδειγμα την κληρονομιά μιας πολιτικής κουλτούρας και ενός κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που δεν υπάρχει πλέον. Φυσικά η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι η «ποταμοποίηση» της οργανωτικής δομής του κομματικού θεσμού, που η πρόσφατη εμπειρία εδώ και αλλού έδειξε ότι οδηγεί στη ρευστοποίηση του.
 
 
Πρόκειται δηλαδή για απόρριψη των παραδοσιακών κομμάτων; Μετεξελίσσονται ή εν τέλει εξαφανίζονται, αν δούμε και τις αλλαγές που προτείνει στο κόμμα του ο Στ. Κασσελάκης; Η βάση αυτών των αλλαγών επιδιώκει τον έλεγχο;
 
Είναι ένας πολύ αδόκιμος και λάθος τρόπος να προσεγγίζει κανείς την κρίση των κομμάτων και να την ταυτίζει με τις ευθύνες της ηγεσίας που «της έλαχε». Μια τέτοια προσέγγιση αποτελεί άποψη της άλλης πλευράς και διευκολύνεται από επιφανειακές δημοσιογραφικές αναλύσεις και σκοπιμότητες προσώπων και μικρο-ομάδων. Αυτό είναι το υπόδειγμα της επιχείρησης ως θεμελιώδους νέου συλλογικού θεσμού της δημόσιας σφαίρας. Όταν, για παράδειγμα, λέμε «διαβούλευση» ή «λογοδοσία» εννοούμε κάτι τελείως διαφορετικό από εκείνο, που εννοούν κάποιοι/ες που το μέλημά τους είναι η διοικητική αποτελεσματικότητά κι όχι η δημοκρατική μαζική πρακτική, που μάλιστα επιδιώκει να είναι πρόπλασμα στρατηγικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Όσα συμβαίνουν τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, έχουν ξεκινήσει πολύ πιο πριν: με τις γενικόλογες και γλωσσοπλαστικές πολιτικές αναφορές, τις εκκλήσεις για δημιουργία «μιας μεγάλης δημοκρατικής παράταξης», χωρίς κοινωνικό πρόσημο, την ακατάσχετη επίκληση της «προόδου» και την άνευ όρων και ορίων έκκληση στους «προοδευτικούς πολίτες» κά. Όλη αυτή η μη δημιουργική ασάφεια που φαίνεται να θεμελιώνεται στην αντίληψη ότι η πολιτική επιρροή είναι αποτέλεσμα αριθμητικής πολιτικής δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά.
 
Από την άλλη, υπάρχει η ακροδεξιά, η οποία έχει παράξει πολιτική τα τελευταία είκοσι χρόνια, και τώρα βγαίνει μπροστά. Στην Αριστερά είχαμε ευκαιρίες να σκεφτούμε και να παράξουμε κάτι νέο. Ο ΣΥΡΙΖΑ το έκανε στις αρχές του, με την πρωτότυπη λειτουργία του, του ανταγωνιστικού πλουραλισμού της εποχής των συνιστωσών, όπου τα αδιέξοδα και η στασιμότητα όλων των κομματικών και κινηματικών παραδόσεων της Αριστεράς βρέθηκαν στο ίδιο μετερίζι και άνοιξαν διαδικασίες αναστοχασμού, συνθέσεων και νέων, καινοτόμων πρακτικών. Ωστόσο, οι δυσκολίες του εγχειρήματος, οδήγησε σύντομα την εγκατάλειψη αυτής της πορείας. Αναβίωσαν τα σύνδρομα της ηττοπαθούς και «υποταγμένης αριστεράς», που ταύτιζε την σοβαρότητα, μεθόδου και πράξης, με την κατασκευή μιας κουλτούρας κυριλέ, που μόνο πρόσκαιρα απαντούσε στην πίεση του «τι θα πει ή τι θέλει ο κόσμος» και έτσι άρχισε να προσομοιάζει με τον αντίπαλο. Και τώρα αυτό επανέρχεται. Ωστόσο, στις συνθήκες του «καθολικού καπιταλισμού», με τον πόλεμο προ των πυλών δεν μπορεί η αριστερά να εμφανίζεται τόσο φοβική. Γιατί σύντομα έτσι θα τεθεί εκτός πολιτικής σκηνής. Πρέπει να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή. Και για να γίνει αυτό πρέπει να συνεννοηθούμε, να αρχίσει ένας συστηματικός διάλογος, χωρίς αποκλεισμούς, για ζητήματα μιας πολυσύνθετης κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Να ξανασυζητήσουμε σήμερα τα βασικά, όπως την κρίση δημοκρατίας και του καθεστώτος εξαίρεσης, το εάν ο σημερινός καπιταλισμός της «ανταγωνιστικής λιτότητας» και της μη-δημιουργικής καταστροφής και των πολέμων δεν σηκώνει παρά μόνο οριακές θετικές μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό η σχετική συζήτηση δεν αρκεί να είναι διαπιστωτική. Αντίθετα θα πρέπει να προκύψουν τέτοιες πολιτικές που θα απαντούν στα πολύ σοβαρά ζητήματα με τομές και δημιουργικό τρόπο, ώστε να δείχνουν ότι έχουν ταυτόχρονα καταλάβει την σημασία εκείνου που χαρακτηρίζουμε πολυκρίση. Για παράδειγμα, το προσφυγικό ζήτημα που αποτελεί το καύσιμο της ακροδεξιάς, που κατακαίει την δημοκρατία, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την δημιουργία αισθήματος κοινωνικής ασφάλειας και αποκατάστασης της αυτοπεποίθησης των λαϊκών στρωμάτων, που φυσικά δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μια νέα κοινωνική οργάνωση, ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, που θα έχει ως αφετηρία του την κλιματική αλλαγή. Διαφορετικά θα συνεχίσει παρακαλεί για την ανοχή και συνδρομή της ευαισθησίας και συμμαχιών φιλελεύθερων κι ενός αόρατου «κέντρου». Αυτή κατά την γνώμη μου είναι η μόνη λογική που δυνάμει ρηγματώνει το υπάρχον, προεικάζει ή και δημιουργεί το νέο και κυρίως δημιουργεί αυτοπεποίθηση στα κοινωνικά υποκείμενα αναφοράς της ριζοσπαστικής αριστεράς.
 
 
Αυτά τα ερωτήματα μπορεί να βρουν απαντήσεις στις συζητήσεις για την Κεντροαριστερά;
 
Όχι. Η Κεντροαριστερά, δεν μπορεί να είναι η απάντηση: πρώτον, διότι ξεκινά από μια περιορισμένη οπτική καλύτερης διαχείρισης του υπάρχοντος και άρα ο μεγάλος εχθρός δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ο καπιταλισμός, η πολυκρίση που μας πνίγει, αλλά, όπως άλλωστε είπε και ο Αλ. Τσίπρας στην παραίτησή του- είναι ο (κάθε) Μητσοτάκης. Δεύτερον η πολιτική αντιπαράθεση δεν μπορεί κατανοεί τις σημαντικές αυτές θεσμικές αλλοιώσεις που εντείνονται καθημερινά ως άστοχες ή υπερβολικές επιλογές κυβερνητικών αξιωματούχων και να μην κατανοείται στην συστηματική και βαθιά ταξική μεροληψία αυτών των δυνάμεων. Αυτή η αποτυχία οδηγεί και ενδυναμώνει την φιλελευθεροσταλινική εργαλειακή αντίληψη του κράτους και δίνει την εντύπωση ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να αλλάξει η βάρδια της κυβερνητικής διαχείρησης. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα καταργούνται θεμελιώδη δικαιώματα της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, όπως η δημοσιότητα της δίκης, ή ότι η ΕΕ βάζει ταβάνι στις κοινωνικές δαπάνες από την επόμενη των ευρωεκλογών και εμείς δεν παίρνουμε συνολικά θέση, για να μην μας χαρακτηρίσουν αρνητικά. Χρειάζεται πια άλλη οργάνωση, άλλες λογικές, άλλες προσεγγίσεις. Αν δεν αλλάξουμε τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, να εξαλείψουμε το φόβο της ανασφάλειας από τα λαϊκά στρώματα και να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, δεν πρόκειται να λυθεί το πρόβλημα επειδή πέντε πολιτικοί και άλλοι τόσοι πανεπιστημιακοί δηλώνουν έστω έμπρακτα και ειλικρινώς τις φιλελεύθερες ευαισθησίες τους. Με τέτοιες πολιτικές πρακτικές το πρόβλημα θα βαθαίνει. Και ο καθένας θα μπαίνει σε αυτόν τον κυκεώνα από όποια πόρτα θέλει και θα βγαίνει από το παράθυρο. Θα γίνεται αυτό που ζούμε ήδη πολύ καιρό. Χρειάζεται τόλμη και καθόλου αυταρέσκεια. Πρέπει να μιλήσουμε ειλικρινά και να οργανώσουμε αυτή τη συζήτηση, για να προκύψουν οι νέες συνάψεις και οι νέοι συσχετισμοί των ζητημάτων και οι νέες στρατηγικές διεκδίκησης.
 
 
Ωστόσο, οι αλλαγές που γίνονται στα κόμματα, γίνονται στο όνομα της άμεσης δημοκρατίας και στην προοπτική να ακουστεί ο λαός. Είναι έτσι;
 
Η κομματική, κοινοβουλευτική δημοκρατία βρίσκεται εδώ και καιρό σε κρίση. Νομοθετεί η κυβέρνηση, όχι το κοινοβούλιο. Αυτή η κρίση έχει οδηγήσει στην ανάγκη για άμεση δημοκρατία. Ωστόσο, έτσι όπως την επικαλούνται οι περισσότεροι, το κάνουν για να υπόσχονται συμμετοχή, για να εμφανίζονται φίλο-λαϊκοί, ενώ στην ουσία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο σήμερα, παρά μόνο να λειτουργήσει συμπληρωματικά. Πρέπει στοιχεία από αυτή την παράδοση να ξαναέρθουν στην επιφάνεια και να τα δούμε και σε οργανωτικούς πειραματισμούς. Να ενεργοποιούνται οι άνθρωποι του κάθε πεδίου ώστε να μην ασκούνται πολιτικές μόνο τεχνοκρατικά. Πρέπει να φτιάξουμε τέτοιους θεσμούς και να απαντήσουμε στη λογική του φιλελευθερισμού ότι η πλειοψηφία τα παίρνει όλα. Πιστεύω ότι πολλά θετικά εργαλεία προσπαθούν να αξιοποιηθούν με λάθος τρόπο, στη λάθος στιγμή, με λάθος συσχετισμούς, οι οποίοι αποκτούν αρνητικό πρόσημο. Και όσο δεν δίνουμε πρακτικές απαντήσεις, τόσο δυναμώνει ο απλουστευτικός λόγος της ακροδεξιάς. Και εδώ η ευθύνη είναι διπλή.
 
 
Υπάρχει μία προσμονή από τον κόσμο, η οποία αποτυπώθηκε και στις εκλογές, να γίνει κάτι, για να ανατραπεί η κυβέρνηση της ΝΔ. Ποια θα μπορούσε να είναι μια απάντηση που θα συνομιλούσε με αυτό το κομμάτι της κοινωνίας;
 
Υπάρχει πράγματι ενδιαφέρον για να υπάρξει μια απάντηση. Αυτό εξυπηρετεί την Αριστερά, να δώσει τη δική της απάντηση ανοιχτόμυαλα, θετικά και με σαφήνεια. Να προτείνει διαδικασίες και να είναι παρούσα. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη της Κέντροαριστεράς, που θέλει να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα και επιδιώκει να φτιαχτεί ένας πόλος ώστε να παίζει το παιχνίδι εναλλαγής κυβερνήσεων, για να σπρώχνουν το ντενεκεδάκι της καταστροφής πιο κάτω. Εμείς δεν μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι σε αυτή τη συζήτηση, αλλά οφείλουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει Κέντρο και να το εξηγήσουμε. Να μιλήσουμε για την Αριστερά που είναι πολύσημη και ανταποκρίνεται στην εποχή της. Αυτά πρέπει να συνθέσουμε. Αν δεν συζητήσεις με τόλμη για τα υλικά πράγματα (οικονομία, δημοκρατία, πολυκρίση, μεταναστευτικό, Ευρωπαϊκή Ένωση) πώς θα πείσουμε; Αν δεν αλλάξουμε την κοινωνική οργάνωση, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και δεν περιγράψουμε πώς θα το κάνουμε, τότε θα μένουμε στον αέρα. Αυτή τη στιγμή ας συνειδητοποιήσουμε ότι στην Ευρώπη προεδρεύων είναι ο Όρμπαν, θα μιλήσουμε για την Ευρώπη που γεννά το ρατσισμό; Θα κάνουμε κάτι για αυτό ή θα εξακολουθούμε να φοβόμαστε μην χαρακτηριστούμε ευρωσκεπτικιστές;
 
 
Αυτοί οι προβληματισμοί απασχολούν την Αριστερά; Έχει ταρακουνηθεί από το σοκ της κατάρρευσής της;
 
Η όχι τόσο όσο έπρεπε. Και δεν έχει να κάνει με την αδυναμία των αριστερών. Όλοι μας προσπαθούμε, και πάντα έτσι ήταν, να βρούμε τους όρους και τους πόρους να πάμε στην επόμενη μέρα. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο. Δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε την ανάμνηση κάτι θετικού ως κίνητρο. Αυτό που προέχει δεν είναι η προσπάθεια για την στήριξη και ενδυνάμωση ενός από τους πολιτικούς φορείς που διατείνονται ή κατατάσσονται στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά να ανοίξει ο διάλογος με όση ειλικρίνεια και συμπεριληπτική ικανότητα διαθέτουμε ακόμη και εντός των δεδομένων τειχών των υπαρχόντων φορέων και κυρίως στο πεδίο της θεωρίας, της γνώσης και της πολιτικοκοινωνικής δράσης. Οι μικρο-εγωισμοί και οι μικρο-μεγαλισμοί που μετρούν τα μικρά μονοψήφια ποσοστά τους στις πρόσφατες προνομιακές για αυτές εκλογές στην σκιά του μεσημεριάτικού ήλιου δεν πρέπει να εμποδίσουν την άμεση και ζωτικής για την αριστερά, κοινωνία και δημοκρατία προσπάθεια να περιοριστούν οι συνέπειες της απίστευτης ήττας και υποχώρησης που βιώνουμε όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Υπό αυτή την έννοια θα έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε πως θα διευθετηθεί το ζήτημα των γαλλικών εκλογών.
 
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός