Macro

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Άλλο η κυβέρνηση κι άλλο το κόμμα;

Η παρατήρηση/συμπέρασμα «άλλο η κυβέρνηση, άλλο το κόμμα» τείνει να γίνει μια (αυθαίρετη) κοινοτοπία, που ωστόσο νομιμοποιεί κάθε αντίφαση και παράδοξο στη σύγχρονη «μεταδημοκρατική» συνθήκη.

Η αποσύνδεση των βασικών λειτουργιών και ρόλων του βασικού θεσμού πολιτικής (δημοκρατικής) εκπροσώπησης, του πολιτικού κόμματος, από τη διαχείριση της κυβερνητικής και κρατικής εξουσίας οδηγεί στην ανοχή, αν όχι στην ενθάρρυνση, του συνεχώς συρρικνωμένου ρόλου των πολιτών και του λαού – ως υποκειμένου της δημοκρατίας.

Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει σε φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τα κόμματα-καρτέλ (προτεραιότητα στη διαχείριση δεδομένων κρατικών πολιτικών, ανάδειξη πολιτικού προσωπικού εκτός κομματικού συστήματος ή συλλογικών φορέων κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης και λογοδοσίας, μορφές πολιτικής κινητοποίησης εντάσεως κεφαλαίου κ.ά.). Φαινόμενα που έχουν ποιοτικά βαθύνει την τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής και που στηρίζονται στην προβολή μιας δήθεν «αποϊδεολογικοποίησης» της κρατικής διαχείρισης.

Φαινόμενα που αποτελούν κοινό τόπο πολύ πέρα από τα ευρωπαϊκά σύνορα όπου πρωτοεμφανίστηκαν: ανάθεση πολιτικών ευθυνών σε ανθρώπους της «αγοράς» και των «αγορών», «παραμετροποίηση» αντί για πολιτικοποίηση των (κυρίως κοινωνικών) ζητημάτων, θετική αποδοχή φαινομένων εκλογικών επιτυχιών(;) «χωρίς και ενάντια στα κόμματα», που τείνουν να κάνουν τον «Μακρονισμό» παράδειγμα προς μίμηση, υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία κ.ά. Φαινόμενα στα οποία η κριτική παράδοση των κοινωνικών επιστημών αποδίδει την κοινωνική και πολιτική αποστράτευση, την κρίση εκπροσώπησης, την πολιτική απάθεια, τον πολιτικό κυνισμό, τα οποία και ανοίγουν τη λεωφόρο της ακροδεξιάς επέλασης.

Οι παραπάνω τάσεις και φαινόμενα, αν και όχι άγνωστα πριν από την κρίση, χωρίς αμφιβολία εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Η συμμαχική κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ, κάτω από τις αναγκαιότητες που έθετε το καθήκον του περιορισμού της κοινωνικής καταστροφής που επέβαλλαν τα μνημόνια, τον πόλεμο που δέχτηκε εντός και εκτός συνόρων (this is a coup), αντιμέτωπη με τις έξεις της πολιτικής μας κουλτούρας και την εξ ορισμού απειρία της Αριστεράς, δεν κατάφερε να περιορίσει αποφασιστικά τα παραπάνω φαινόμενα. Οι κρατικές επιλογές και πρακτικές μόνο οριακά επηρεάστηκαν ή αξιοποίησαν τον κομματικό λόγο και την κομματική πρακτική. Το κόμμα, με τα όργανά του και τις επί μέρους συλλογικότητες και δίκτυα που το αποτελούν, (αυτο-;)απαξιώθηκε και οδηγήθηκε σε μια ιδιότυπη και προβληματική αδράνεια. Αδράνεια που υπονόμευε το φρόνημα της ιστορικής νίκης του κόμματος μόλις τρία χρόνια πριν.

Η λογική της αλλαγής του γ.γ. της Κ.Ε. ρητά, όπως φάνηκε και στην ομιλία του προέδρου και πρωθυπουργού, επιχειρεί, κατά τη γνώμη μου, την αποκατάσταση της σχέσης κόμματος – κυβέρνησης. Αποκατάσταση που θα περιορίζει τις «μεταδημοκρατικές» πρακτικές που μετατρέπουν την πολιτική σε κυβερνητισμό και κρατικοποιούν τα πολιτικά κόμματα. Πρόκειται για μείζον δημοκρατικό ζητούμενο, την κύρια ευθύνη του οποίου φέρει και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ, αν λάβει κανείς υπόψη του τη ρητορική και την πρακτική του συνόλου της αντιπολίτευσης (εντός και εκτός Βουλής).

Ομως η επιτυχία του εγχειρήματος, παρά τη βούληση της ηγεσίας και των μελών του κόμματος, δεν είναι αυτονόητη. Και τούτο γιατί ο «πήχης που είναι ψηλά» δεν περιορίζει το εγχείρημα στην εκλογική αποτελεσματικότητα της κομματικής μηχανής, αφού κύρια επιδίωξη αποτελεί η έμπρακτη υπονόμευση των δομών αναπαραγωγής της χρόνιας κρίσης εκπροσώπησης. Κάτι που αδιαμφισβήτητα αποτελεί και το «γενετικό μοντέλο» του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, η λογική της συγκρότησης της νέας κυβέρνησης, πέρα από τα πολλά θετικά της (λ.χ. ανάδειξη νέων και ικανών στελεχών, ηχηρή απάντηση σε όσους παπαγαλίζουν το αντίθετο), εξυπηρετεί μεν την αναγκαία «διεύρυνση», βρίσκεται όμως σε διαφορετική δυναμική. Και τούτο γιατί σε αυτήν συμμετέχουν προσωπικότητες χωρίς συλλογικές πολιτικές και οργανωτικές δεσμεύσεις και λογοδοσία. Ετσι, μια και τον ρυθμό της στρατηγικής κατεύθυνσης τον έδινε μέχρι τώρα η κυβέρνηση, αυτό το τελευταίο θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη πρόκληση της νέας προοπτικής και της ελπίδας ανανέωσης που διαφαίνεται μετά τη σημαντική οργανωτική αλλαγή της περασμένης βδομάδας.

Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών