Συνεντεύξεις

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Χρειάζεται βούληση, αλλά και πολιτικό υποκείμενο, για να φτάσουμε στον κοινωνικό μετασχηματισμό

Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός

Τις τελευταίες δέκα μέρες ήρθε ξανά στο προσκήνιο η υπόθεση Novartis. Τι δείχνει για το πολιτικό σύστημα η αποκάλυψη αυτού του σκανδάλου; Το επηρεάζει;
Το αν και προς ποια κατεύθυνση θα επηρεαστεί το πολιτικό σύστημα, εξαρτάται από τις ερμηνείες που θα επικρατήσουν ως προς την υπόθεση διαφθοράς. Δυστυχώς αυτές οι ερμηνείες δεν γίνονται με ψύχραιμο τρόπο, αλλά μέσω του εντυπωσιασμού των ΜΜΕ και ιδιαίτερα του ηλεκτρονικού Τύπου και γι’ αυτό –ενδεχομένως- οι στρατηγικές των πολιτικών δυνάμεων είναι κοντόφθαλμες και δεν αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις με στρατηγική, προοπτική και μακροπρόθεσμη ματιά. Έτσι, λοιπόν, αν η επικρατούσα ερμηνεία είναι ότι «όλοι το ίδιο είναι» και ότι η διαφθορά αφορά το σύνολο του πολιτικού κόσμου, τότε θα ενδυναμωθούν η απογοήτευση και ο κυνισμός προς όφελος των ακροδεξιών πρακτικών και δυνάμεων. Αν, από την άλλη, η ερμηνεία που θα επικρατήσει περιοριστεί στη λογική «ότι πρέπει να είμαστε άτεγκτοι απέναντι στη διαφθορά και πρέπει να τιμωρηθούν όσοι εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία», τότε το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό: Οι πιθανότητες και πιέσεις για σύγκλιση της κυβερνητικής συμμαχίας με εκείνες τις δυνάμεις του λεγόμενου κέντρου, που τυπολατρικά θεωρούν ότι η εφαρμογή των κανόνων του κράτους δικαίου αρκεί για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, αυξάνουν. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη ερμηνεία, που κατά την άποψή μου μπορεί να είναι πιο χρήσιμη για την Αριστερά και η οποία πρέπει να κινηθεί πέρα από την αυτονόητη υποδειγματική εφαρμογή της δικονομίας και παράλληλα με το τελευταίο θα πρέπει να αναδειχθεί ότι η διαφθορά είναι συστατικό στοιχείο ενός συγκεκριμένου πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Ενός συστήματος που στην σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση του, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, απαιτεί και επιβάλει ακόμη και την εκτός νομικών ή/ και ηθικών ορίων παρέμβαση της κρατικής εξουσίας για την επέκταση της συσσώρευσης και της ισχύος της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επί πλέον, στα καθ’ ημάς θα πρέπει να δειχθεί ότι η διαφθορά αποτελεί ένα ενδημικό και δομικό χαρακτηριστικό στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης και αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού. Από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα μέχρι το επίπεδο Novartis, οι κοινωνικές σχέσεις, με την ανοχή ή και την συνδρομή της κρατικής εξουσίας, εμπεριέχουν αν δεν εξαρτώνται από έκνομες πρακτικές. Κατά συνέπεια, για τη ριζοσπαστική αριστερά, που ο στρατηγικός της στόχος παραμένει ο κοινωνικός μετασχηματισμός, η αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη «σκανδαλολογία» ή απλώς να περιορίζεται στη δίωξη των εμπλεκομένων, αλλά να αποτελεί μια ακόμη ευκαιρία για να δείξει τα δομικά στοιχεία που συγκροτούν την κοινωνία και την οποία οφείλει να μετασχηματίσει. Η ουσιαστική λοιπόν αντιμετώπιση της διαφθοράς πέρα από τα τυπικά του κράτους δικαίου συνδέεται με την στρατηγική του κοινωνικού σχηματισμού, η οποία οφείλει να εμπεριέχει τη συστηματική υπονόμευση των δεδομένων δομών της παθογενούς κοινωνικής αναπαραγωγής.

Στρατηγικό σχέδιο αντί του εντυπωσιασμού

Πρακτικά αυτό πώς μπορεί να συμβεί;
Η κυβέρνηση, προς αυτή την κατεύθυνση, έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα, που είτε δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας είτε έχουν αντιμετωπιστεί εχθρικά από τα ΜΜΕ. Ένα παράδειγμα είναι η προσπάθεια κατάργησης των εργολαβιών καθαριότητας σε νοσοκομεία, που αποτελούν εστία διαφθοράς και σπατάλης. Το πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού αποκαλύφθηκε στο πώς αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια το Δημόσιο. Στόχος ήταν η ιδιωτικοποίηση κάθε υπηρεσίας που παρέχεται από το κράτος είτε με τη μορφή ΣΔΙΤ είτε με την άμεση ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, παρά την διαπίστωση ότι αυτές οι πρακτικές ήταν πιο κοστοβόρες. Έγιναν, λοιπόν, προσπάθειες ανάκλησης τέτοιων ενεργειών, με την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού φύλαξης ή καθαριότητας σε νοσοκομεία και υπουργεία. Όμως, αυτή η μάχη δεν έχει κερδηθεί αν δεν επικρατήσει αυτή η λογική σε όλο το Δημόσιο, ότι θα πρέπει να επαναφέρουμε υπό δημόσιο έλεγχο δομές, πρακτικές και λογικές λήψεις αποφάσεων του κράτους, περιορίζοντας τις εστίες διαφθοράς. Γι’ αυτό είπα πριν ότι είναι κρίσιμο πια ερμηνεία θα επικρατήσει, ώστε να μην ενισχυθεί η ακροδεξιά ούτε να περιοριστούμε σε μια φιλελεύθερη του δεσπόζοντος ρεύματος παραδοσιακή αντιμετώπιση, αλλά να σπρώξουμε τα πράγματα σε άλλη κατεύθυνση, ώστε να χτίσουμε τα θεμέλια του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Φαίνεται ότι η ανάλυση που μόλις έκανες στην περίπτωση της Novartis δεν αποτέλεσε οδηγό. Ασκείται κριτική και εντός του ΣΥΡΙΖΑ επ’ αυτού…
«Η βιασύνη και η αγωνία για δημοσιότητα σε ζητήματα δικαστικά δεν οδηγούν στη δικαιοσύνη», έλεγε ένας παλιός αγαπημένος μου φίλος και δικαστικός, που δεν είναι πια κοντά μας. Δυστυχώς, υπάρχει ένα άγχος επικοινωνιακής επιβολής –ενδεχομένως δικαιολογημένα επειδή η κυβέρνηση δεν έχει ΜΜΕ- το οποίο οδηγεί στην έλλειψη ψυχραιμίας, με αποτέλεσμα στο τέλος να μείνει μόνο ο εντυπωσιασμός. Είναι λάθος αυτή η τακτική και αν συνεχιστεί θα χαθεί μια ευκαιρία να συνδεθεί αυτή η μεγάλη υπόθεση με ένα στοιχείο ουσιαστικής παθογένειας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αν περιορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό τον τρόπο αντιμετώπισης θα είναι μια –επιτρέψτε μου τον βαρύ όρο- επαναστατική τομή σε ό,τι αφορά την οργάνωση της κοινωνίας. Η διαφθορά είναι τελείως διαφορετική από τη σκανδαλολογία. Άρα επικοινωνιακά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι θεσμικό και επομένως να βρεθούν οι διαδικασίες και οι θεσμοί, ώστε να παραχθούν πολιτικές. Μια τέτοια απάντηση θα αναδείξει μια άλλη κοινωνική οργάνωση, και το ότι η Αριστερά πράγματι και πρακτικά διαφέρει από τις δυνάμεις που οικοδόμησαν το κατεστημένο πολιτικοκοινωνικό σύστημα που αντιστέκεται.

Βούληση και πολιτικό υποκείμενο

Αυτό το σχεδιασμό είναι ευθύνη μιας κυβέρνησης ή ενός κόμματος να τον φέρει εις πέρας;
Ένας τέτοιο σχεδιασμός χρειάζεται βούληση αλλά και πολιτικό υποκείμενο. Και εδώ μπαίνει ξανά η ανάγκη για ένα νέου τύπου πολιτικό κόμμα, που θα μπορεί να συνδέει την κοινωνία με οριζόντιο τρόπο, με το συλλογικό διανοούμενο και με την κυβέρνηση. Η δομή και οργάνωση των κομμάτων της Αριστεράς -και δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς- έχει πάψει να είναι σύγχρονη εδώ και δεκαετίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπαινίχθηκε, όχι ρητορικά και αυτό είναι το σημαντικό, αλλά πρακτικά κάτι άλλο: ότι θα είναι ανεκτικός στα κινήματα και θα συμμετέχει σε αυτά σεβόμενος την αυτονομία τους, ότι θα είναι ανοικτός και σε μη μέλη, ότι θα μπορούν να υπάρχουν χαλαρές τάσεις αλλά όχι με τη λογική των φραξιών, που θα επιβεβαιώνουν το αίτημα της ενότητας της αριστεράς. Αυτό έπρεπε να αποτυπωθεί κάποια στιγμή σε ένα συγκεκριμένο οργανωτικό συνέδριο. Αντίθετα, παρέμεινε ένα παλιό σύστημα οργάνωσης, το οποίο δεν είναι πια ελκυστικό στους πολίτες. Επομένως, το κόμμα θα πρέπει να συνδέσει ζωντανά κοινωνικά κύτταρα και να τα δένει με ένα πολιτικο-ιδεολογικό νήμα, ώστε να συμβάλει σε μια ενιαία όσο και πολυεπίπεδη στρατηγική. Και να σας θέσω έναν ακόμα προβληματισμό. Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή κάνει αναπτυξιακά συνέδρια και προσπαθεί, με τον καλύτερο τρόπο, να φέρει πρώτα από όλα το κεντρικό κράτος στην περιφέρεια και ταυτόχρονα να κινητοποιήσει εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας, ώστε να παραχθεί ένα πρόγραμμα για την περιοχή. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα, ωστόσο θα πρέπει να αποτελέσει ένα διαρκές μέλημα του κόμματος στην περιοχή. Διαφορετικά θα παραμείνει ένα διήμερο συνάντησης σημαντικών παραγόντων της περιοχής και του κόμματος, που σαφώς αποτελεί τομή, αλλά δεν αλλάζει τα δεδομένα. Οι κοινωνικοί φορείς κυριαρχούνται από τις πολιτικές δυνάμεις και αδράνειες του παρελθόντος. Και δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά οι πολιτικές πρακτικές που παραμένουν ίδιες, οι συνήθειες, οι έξεις, η πολιτική κουλτούρα. Ένα πολιτικό κόμμα θα πρέπει να σκεφτεί ανατρεπτικά. Για παράδειγμα, αν αυτή η λογική αναπτυξιακού σχεδιασμού ήταν ένα συνεχές μέλημα των μελών και των φίλων του κόμματος, ώστε μαζί με τους φορείς και θεσμούς της περιοχής να παράγονται πολιτικές και να αναδεικνύονται οι αντιφάσεις της περιοχής, σε μια κατεύθυνση που θα υπονομεύει τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά αναπαραγωγής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (τη διαφθορά, τον κρατισμό, την έλλειψη δημοκρατίας, το συγκεντρωτισμό, την έλλειψη συμμετοχής και κυρίως την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου), τότε θα διευρύνονταν οι ρωγμές που σε πολύ δύσκολες καταστάσεις έχουν επιτευχθεί. Επιπλέον, ακόμη κι αν η προσπάθεια αποτύγχανε και έχανε τις κεντρικές εκλογές θα είχε απομείνει ως αποτύπωμα μια άλλη διαδικασία διακυβέρνησης.

Μοχλός αναστοχασμού η εμπειρία των τριών χρόνων

Ανοίγεται μπροστά μας ένα νέο κεφάλαιο, αυτό του σχεδιασμού πολιτικής πέρα από τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Ο τρόπος που θα γίνει ο σχεδιασμός αυτός θα δείξει και πολλά για το πώς αξιοποιείται η εμπειρία των τελευταίων τριών χρόνων, αλλά και στο αν θα αποφευχθεί ο κυβερνητισμός. Ποια πρέπει να είναι η μεθοδολογία;
Η πολιτική είναι απλή στο να διατυπώσεις ποια είναι η βάση λήψης αποφάσεων, αλλά και εξαιρετικά σύνθετη στην εφαρμογή της. Πρέπει να συνεκτιμώνται η χρονική στιγμή, αλλά και οι συσχετισμοί. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει σωρεύσει μια εμπειρία τριών χρόνων και αυτή πρέπει να την αξιοποιήσει. Σαφώς μετά τον Αύγουστο θα έχουμε λίγο περισσότερο οξυγόνο, αλλά αυτό δεν πρέπει να το εξαντλήσουμε στο να κάνουμε αυτά που ήδη κάναμε, έχοντας απλώς τη δυνατότητα να γίνουν ενδεχομένως πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά. Η εμπειρία αυτή πρέπει να αποτελέσει το μοχλό αναστοχασμού, ώστε να σχεδιάσουμε σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτή των πρακτικών και των συνηθειών που επέβαλε και βάθυνε το μνημόνιο. Ένα παράδειγμα είναι να πάψει ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο οικονομίστικος. Η Αριστερά έδωσε θαυμαστούς αγώνες, με ακμή αυτών των αγώνων τα χρόνια που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, διότι έτσι αποτέλεσε το πρώτο πείραμα της Αριστεράς για τον 21ο αιώνα και αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, για να μην αγνοούμε τις ευθύνες που φέρει αυτή η εξέλιξη. Η βάση, λοιπόν, της ανατροπής ήταν κυρίως πολιτική. Οι πλατείες δεν γέμισαν για να διεκδικήσουν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, αλλά πρωτίστως για την «αξιοπρέπεια». Ήταν η αντίδραση του κόσμου απέναντι στον επιθετικό τρόπο που το πολιτικό σύστημα του επέβαλε σιωπή, δεν του επέτρεπε να συμμετέχει στο νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Ο πολιτικός λόγος, λοιπόν, και επομένως και οι πρακτικές θα πρέπει να μην έχουν έναν οικονομίστικο ορίζοντα, αλλά να εντάξουν ζητήματα έμπρακτης βελτίωσης της ποιότητας ζωής, ανάδειξης του πολιτισμού, αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας. Συχνά στον ΣΥΡΙΖΑ λέγεται ότι «έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία». Παρότι είναι ορθή ως θεωρητική διαπίστωση, πρακτικά μπορεί να υπονομεύσει πολιτικές πρωτοβουλίες και την απαιτούμενη φαντασία που απαιτούν οι προκλήσεις της εποχής. Όταν έχεις την κυβέρνηση έχεις –έστω και κατ’ ελάχιστο- την επιτελεστική δυνατότητα που έχει το κράτος να οργανώσει την κοινωνία, να σχεδιάσει τον τρόπο που θα αντιμετωπίζει και θα αξιοποιεί η διαμαρτυρία, να εισάγει θεσμούς, πρακτικές ή πρωτοβουλίες. Επομένως, ο σχεδιασμός για τη «νέα εποχή που έρχεται» πρέπει να αξιοποιεί την εμπειρία των τριών αυτών χρόνων, ώστε να σχεδιάσει ένα δρόμο σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που κινήθηκε μέχρι τώρα, ένα δρόμο που θα κινείται στις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς που για δεκαετίες έδωσε αγώνες, που έφτασαν τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη θέση της κυβέρνησης. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και τα πρόσωπα που θα κληθούν να οργανώσουν το χώρο που θα δημιουργηθεί μετά τον Αύγουστο. Επιπλέον, πρέπει να αξιοποιηθεί η κοινωνικά παραγόμενη γνώση, τα κεκτημένα της κοινωνίας, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και πριν από αυτή. Αυτό δεν το είδαμε μέχρι τώρα. Και ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ΕΡΤ, όπου δεν αξιοποιήθηκαν οι πέντε μήνες αυτοδιαχείρισης ούτε ικανοποιήθηκαν τα πάγια αιτήματα για τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης της κρατικής τηλεόρασης. Φοβάμαι, λοιπόν, ότι η αγωνία για αποκατάσταση της κανονικότητας στη μετά κρίση εποχή, η περιορισμένη ερμηνεία και αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς και το ζήτημα της εθνικιστικής υπερβολής, μπορεί να μας οδηγήσει να συγκλίνουμε με δυνάμεις που θέλουν να επανέλθουμε σε μια κανονικότητα άρα και πρακτικές που μας πάνε στην προ του 2007 κατάσταση και να χαθεί η ευκαιρία του αντιπαραδείγματος.

Χρειάζεται μεθοδολογία, επιμόρφωση, ανανέωση

 

Επομένως, μπαίνει και πάλι ζήτημα ηγεμονίας. Τίθεται πολύ συχνά από τα στελέχη του κόμματος, ωστόσο αποτελεί διακήρυξη ή ουσιαστικός στόχος πάνω στον οποίο σχεδιάζει τα επόμενα βήματα;
Δυστυχώς, οι ιδέες της Αριστεράς έχουν υποχωρήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον οικονομισμό που ανέφερα, την κοινοβουλευτικοποίηση, το ασθενές στρατηγικό στίγμα που εκπέμπει, δεν φαίνεται να δίνει τη μάχη των ιδεών και της πολιτικής, απέναντι σε ένα περιβάλλον που τα τελευταία χρόνια της κρίσης οργανώνεται ιδεολογικοπολιτικά. Και αυτό είναι πάρα πολύ ανησυχητικό. Παρατηρώ μια αμυντική στάση δικαιολόγησης του κυβερνητικού έργου, η οποία δεν βοηθά ούτε το κόμμα ούτε την κυβέρνηση, ούτε την αριστερά απέναντι στις υπερβολές των συντηρητικών και της συμμαχίας του παλαιότερου καθεστώτος. Έτσι, δεν αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ηγεμονίας με την πρέπουσα μεθοδολογία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει οργανώσει το «οπλοστάσιό» του, δηλαδή τα μέσα επικοινωνίας και τη διανόηση, όχι με την έννοια της κομματικής ταύτισης, αλλά με την έννοια που ξέρει η ριζοσπαστική και ανανεωτική αριστερά. Δεν είναι δυνατόν ο ιδεολογικός προβληματισμός του κόμματος να είναι περίπου μηδενικός και οι σχετικές συναντήσεις να αρκούνται στις «πολιτικές εξελίξεις». Πρέπει να πάμε σε μια κατεύθυνση υπονόμευσης του κάθε παλιού, αλλαγής του με έμπρακτη εφαρμογή αρχών και αξιών που έχουμε (συμμετοχή, δημόσια λογοδοσία, αξιολόγηση, υπονόμευση του νεοφιλελευθερισμού) και να αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι είμαστε στην κυβέρνηση. Για να το καταφέρουμε αυτό, όμως, δεν αρκεί η ρητορεία. Χρειάζεται μεθοδολογία, επιμόρφωση, ανανέωση. Αυτά δεν γίνονται μόνο με δημόσιες συζητήσεις, αλλά πρέπει εντός του κόμματος να γνωρίζουμε όλοι τι σημαίνει κοινωνικός μετασχηματισμός, πώς εννοούμε τη λειτουργία των μέσων μαζικής μεταφοράς, την οργάνωση της παιδείας ή της υγείας, διότι αυτά τα στοιχεία μας διαφοροποιούν από τους άλλους και σε αυτά είναι που δίνονται οι ιδεολογικές και πολιτικές μάχες και συγκροτείται η ηγεμονία. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για να «πάμε (πραγματικά) αλλιώς».

Πηγή: Η Εποχή