Ασφαλώς τούτη την ώρα πρωτεύει ο αγώνας εναντίον της αλλά είναι γεγονός ότι δίπλα στους αγωνιζόμενους εμπνευσμένα καλλιτέχνες επιμένει το ερώτημα της εξήγησης αυτής της επίθεσης. Από τη μια, έχουμε την ιδεολογική εμμονή των δυνάμεων του αυταρχικού συντηρητισμού καθόσον θεωρούν τον χώρο ως προπύργιο της Αριστεράς, ασχέτως αν αυτό ισχύει πραγματικά ή αν πρόκειται για μια ζωτική φαντασίωσή τους. Παρόμοιου τύπου εμμονή εκπόνησε τη νομοθέτηση της παρουσίας αστυνομίας στα πανεπιστήμια, το εγχείρημα εξευγενισμού στα Εξάρχεια σε συνθήκες κατοχής από τα ΜΑΤ κ.ο.κ. Από την άλλη, έχουμε την οικονομική διάσταση με όσα επιβάλλει η ένταση της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου στον τομέα αυτό: τη μετατροπή των πολιτιστικών – άυλων αγαθών που παράγονται ως κοινά σε εμπόρευμα καθώς και τις ποικίλες μορφές ιδιωτικοποίησης της καλλιτεχνικής παραγωγής. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για μια στρατηγική όχι μόνο αρνητική (τι αποκλείει, τι απαγορεύει, τι απαξιώνει) αλλά ότι διαθέτει εξίσου μια θετική παραγωγική διάσταση (αναγνώριση της καλλιτεχνικής παραγωγής και υποστήριξη – αιχμαλώτισή της από τους ιδιωτικούς φορείς).
Αυτές οι δυο διαστάσεις έχουν, άραγε, κάποια αιτιακή συσχέτιση ή απλώς συμπίπτουν στη συγκυρία εντός της κρατικής πολιτικής, στο πλαίσιο μιας αυταρχικής και νεοφιλελεύθερης στρατηγικής; Είναι γεγονός ότι η οικονομική διάσταση δεν είναι ελληνική ιδιομορφία καθόσον παρατηρείται διεθνώς ως παγκόσμια τάση διαχείρισης των πολιτιστικών προιόντων, ειδικά ως τουριστικό προιόν. Αλλά όσον αφορά την πρώτη, θα πρέπει να την αντιληφθούμε ως εκδήλωση μιας ιδιαιτερότητας της πάλης των τάξεων στην Ελλάδα, ως ένα ιδιάζον πολιτικό στοιχείο μιας παράδοσης ιδεολογικής κυριαρχίας βασιζόμενης στον αυταρχισμό και στην εμβληματική φετιχιστική επιβολή των πιο αντιδραστικών επιλογών στην Παιδεία και στον Πολιτισμό. Σημασία έχει με ποιον τρόπο οι δυο όψεις συναρθώνονται σε μια επιθετική στρατηγική μίσους για τη δημοκρατία και μίσους για τη χειραφετητική λειτουργία της τέχνης.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως σήμερα βιώνουμε μια δημοκρατία χωρίς «δήμο», ένα ανησυχητικό πολιτικό φαινόμενο που αναφέρεται ως σύγχρονη «κρίση της (αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας». Ακόμη πιο ανησυχητική εξέλιξη, μάλιστα, συνιστά η αποκαλούμενη «αποκτήνωση της πολιτικής», η απουσία δηλαδή κάθε στοιχείου ενσυναίσθησης, μείωσης της διάχυτης βίας και συμπερίληψης των ατόμων στους θεσμούς. Συνεπώς, είναι καλοδεχούμενο το να ασκούν οι πολίτες ουσιαστικά τα πολιτικά τους δικαιώματα ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα ριζικής αναδιαμόρφωσης των δημοκρατικών θεσμών.
Οσον αφορά τον χειραφετητικό χαρακτήρα της τέχνης ας πούμε κάτι παραπάνω. Πρωταρχικός στόχος της τέχνης δεν είναι η επιβεβαίωση ή η ταύτιση με όσα ήδη γνωρίζουμε, αλλά η διαμόρφωση νέων πολιτικών υποκειμένων από τη δράση των οποίων θα αναδειχθούν εναλλακτικά μοντέλα κοινωνικής συνύπαρξης, πέρα από τα κυρίαρχα μοντέλα του νεοφιλελευθερισμού τα υποταγμένα στα συμφέροντα της ελεύθερης αγοράς και του ιδιωτικού συμφέροντος. Σήμερα, η διαδικασία παραγωγής ταυτοτήτων έχει μπλοκαριστεί, για πολλούς λόγους, κυρίως όμως με την κυριαρχία του φόβου και των πρόσφατων θανατοπολιτικών, την περιχαράκωση των ατόμων στον εαυτό τους. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η τέχνη προμηθεύοντας τις εικόνες, τα πάθη – συναισθήματα και τα ηθικά μοντέλα για την διέλευση των εσωτερικών μας ορίων, την άρση του εσωτερικού αποκλεισμού, την έξοδο προς τους άλλους και την ανακατασκευή του κοινωνικού δεσμού. Η τέχνη λειτουργεί μέσα και έξω μας και καταργώντας την ξενοφοβία και τη ρητορική μίσους του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού μπορεί να μας εισάγει σε μια κοινωνία περισσότερο δημοκρατική.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο χώρος του Πολιτισμού πρωτοστατεί, όπως οφείλει, σε παρόμοιες αντιδράσεις ενάντια στις αυταρχικές πολιτικές της παρούσας κυβέρνησης. Από τις αντιδράσεις στις κερκίδες των θεάτρων για την υπόθεση Λιγνάδη έως τις μαχητικές διαμαρτυρίες για την υποβάθμιση των δραματικών σχολών, μέσα από πρωτοβουλίες όπως αυτή των SupportArtWorkers, όσο και μέσα από κινήματα όπως αυτό του ελληνικού #metoo, σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι εργάτες της τέχνης απέδειξαν ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αναλογεί σχετικά με την ανασύσταση του «δήμου» και την ενδυνάμωση της δημοκρατίας.
Οι αντιδράσεις και η αποδοχή τους από το κοινό αποκαλύπτουν το κενό της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, απρόσμενα για τους διαχειριστές της. Τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρείται μια ανασύνταξη των φορέων και των μηχανισμών πολιτιστικής διαχείρισης πέρα από τους επίσημους κρατικούς φορείς των υπουργείων Πολιτισμού και Παιδείας. Η οριζόντια χρηματοδότηση καλλιτεχνικών δράσεων από τους ιδιωτικούς φορείς οργανώνει αιχμαλωτίζοντας την παραγωγή των πολιτιστικών αγαθών, ενώ η επίσημη κρατική πολιτική απαξιώνει επιθετικά οτιδήποτε θεσμικό είχε κατακτηθεί στον τομέα του Πολιτισμού.
Ωστόσο, στην περίπτωση Λιγνάδη αποκαλύφθηκαν, περισσότερο από ποτέ άλλοτε ίσως, οι αδύναμοι κρίκοι της εν λόγω διαχείρισης καθώς αποδομείται εκ βάθρων το περίφημο τρίπτυχο «αριστεία – ιδιωτικοποίηση – πρόταση νέου τρόπου ζωής». Συγχρόνως, ο κλάδος του Πολιτισμού πέτυχε τη συλλογική αυτο-οργάνωση που συμβάλλει δραστικά στη δημιουργία κοινών δίνοντας μορφή σε μια άλλη δημοκρατία. Ο «δήμος» που επανεμφανίζεται στις κερκίδες και στις πλατείες των θεάτρων διαδρώντας θετικά στις επιτελέσεις – παρεμβάσεις των καλλιτεχνών στους δημόσιους χώρους αποτελεί μέρος αυτής της οργάνωσης. Και αυτό το γνωρίζουν καλά, τόσο η κα υπουργός όσο και οι υπόλοιποι κατέχοντες την εξουσία, αλλά το τρέμουν κιόλας. Ήταν κάτι που δεν το περίμεναν. Το είδαν το 2015, γι’ αυτό και επέστρεψαν με τόσο απειλητική αγριότητα. Το ξαναζούν τώρα! Ήρθε η ώρα των ενσώματων πρακτικών «μερισμού του αισθητού», η ώρα μιας πολιτιστικής πολιτικής της χειραφέτησης, της επανέμ-πνευσης της πολιτικής, η ώρα μιας πολιτικής ηθικής αντί της ηθικής πολιτικής.
Οι αντιδράσεις αποτελούν έκφραση μιας συσσωρευμένης οδύνης των ευάλωτων, μια πρόταση «Αγάπης για τη Δημοκρατία» αντί του μίσους, προτείνοντας νέους τρόπους δημιουργίας δημόσιου χώρου και χρόνου. Η κα υπουργός φοβάται. Ελπίζουμε σύντομα να αποχωρήσει από το υπουργείο Πολιτισμού παίρνοντας μαζί της κι όλο το κυβερνητικό σκοτάδι των ημιμαθών ισόβια χρισμένων κυβερνώντων που την περιβάλλει.
*Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης είναι επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο