Συνεντεύξεις

Μιχάλης Μπαρτσίδης: Η Νέα Δημοκρατία συνδαυλίζει το μίσος

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

 

Παρότι η αντιπολιτευτική ρητορική βρίθει αντιφάσεων, είναι εμφανές ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως και οι ευρύτερες συστημικές δυνάμεις, προσπαθούν να δημιουργήσουν την πεποίθηση στους πολίτες ότι η κυβέρνηση επιλέγει προεκλογικά την «παροχολογία». Πιστεύεις ότι είναι βάσιμη αυτή η κριτική ή ορθότερα έχει απήχηση στην πλειονότητα της κοινωνίας; Από την άλλη, η ΝΔ δέχεται κριτική από φίλιες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις ότι δεν κάνει αντιπολίτευση, κυρίως λόγω της πίεσης του λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Παρατηρείς να δημιουργείται ένα υπολογίσιμο πολιτικά ρήγμα στις συστημικές δυνάμεις;
Τα ιδεολογικά εργαστήρια και κέντρα της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας του κυρίαρχου μπλοκ καθώς και ορισμένα μέσα ενημέρωσης επισημαίνουν στην αντιπολίτευση, και ειδικά στη ΝΔ, μια αντίφαση στην οποία υποπίπτει. Από τη μια, αυτή μιλούσε και μιλάει για τέταρτο μνημόνιο στο οποίο υποκείμεθα και, από την άλλη, υποστέλλει την κριτική της προς την κυβέρνηση για λαϊκισμό, ολιγωρεί ενώπιον των ποικίλων κοινωνικών στρωμάτων που ενδιαφέρονται για τις ελάχιστες πλην αναγκαίες για τη ζωή οικονομικές ελαφρύνσεις, διορθώσεις της τεράστιας αδικίας που συνετελέσθη τα προηγούμενα χρόνια, οι οποίες χωρίς δισταγμό αποκαλούνται «παροχές». Τα εν λόγω κέντρα έχουν δίκιο και αυτό έχει ενδιαφέρον. Η πολιτική και ο λόγος της αντιπολίτευσης διέπονται, πράγματι, από την αντίφαση αυτή. Πήγαν τελικά καλύτερα τα πράγματα από ό,τι περίμενε; Η αντίδραση της, πάντως, συνίσταται στην απλή άρνηση της πραγματικότητας. Παραληρηματική αρνητική παρουσίαση όλων των πεπραγμένων της κυβέρνησης, με γλώσσα ελάχιστα πολιτική, υβριστική και λόγο παράλογα οξύ και καταστροφικό.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό απαιτείται προσεκτική εξέταση των δεδομένων. Η ΝΔ είναι αντιπολίτευση και φυσικό είναι να εναντιώνεται σε όλα τα θέματα. Οι αντιφάσεις της είναι ορατές αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα καταστούν λειτουργικές, ότι θα μπλοκάρουν την πολιτική της ανάπτυξη. Η άρνηση της πραγματικότητας εκ μέρους της δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι η αρνητικότητα που αναπτύσσει θα είναι αποτυχημένη πολιτικά. Για όσους έχουν πληγεί τα συμφέροντα και τα προνόμια τους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απαραίτητη μια συνολική αρνητική κριτική στη «χειρότερη» κυβέρνηση, χωρίς καμιά αναγνώριση θετικών δράσεων της. Αυτή είπε ψέματα, εξαπάτησε τον λαό, ενδιαφέρεται μόνο για τη νομή της εξουσίας, όπως κάθε ολοκληρωτισμός και απλά πρέπει να πέσει. Πρώην φιλελεύθεροι ή αριστεροί με έντονα αντιΣΥΡΙΖΑ στάση (ο νεοφιλελεύθερος λόγος είναι πάντοτε μια κριτική μιας “σοβιετίας” από έναν πρώην αριστερό) κατέληξαν να μην υποστηρίζουν καν τη συμφωνία των Πρεσπών, διότι αισθάνονται υποχρεωμένοι να αντιπολιτευτούν συνολικά, λες και είναι κόμμα οι ίδιοι. Με αφετηρία μια τέτοια ηθικολογική κριτική περί εξαπάτησης προκλήθηκε τόσο μίσος για την πολιτική την ίδια. Συνεπώς, το αντιπολιτευόμενο μπλοκ δεν ενοχλείται από τις αντιφάσεις του, τα ΜΜΕ του ψεύδονται κανονικά βομβαρδίζοντας με fake news, και όμως στέκεται. Γιατί; Διότι η αλήθεια δεν είναι μια ουσία που λάμπει πάντοτε αλλά, αντίθετα, είναι αποτέλεσμα ενός συσχετισμού δυνάμεων, είναι πολιτικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, η έκβαση εξαρτάται από το είδος πολιτικής της αλήθειας που θα ασκήσει η κυβέρνηση και οι φίλιες προς αυτή δυνάμεις.

Σε μετεωρισμό

Το ζήτημα του λαϊκισμού βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο των συζητήσεων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, όπου παρατηρείται η ανάπτυξη ενός λαϊκιστικού ρεύματος. Άρθρα στον συστημικό Τύπο εγκαλούν τους Ευρωπαίους ότι αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως σύμμαχό τους στη μάχη εναντίον του λαϊκισμού. Πώς σχολιάζεις αυτή την τοποθέτηση;
Η απαξίωση του πολιτικού προσωπικού, η κρίση της δημοκρατίας και της εκπροσώπησης που παρουσιάστηκε από την αρχή της κρίσης δεν εξελίσσεται με παρόμοιο τρόπο στην Ευρώπη. Στον ευρωπαϊκό Νότο ήταν τα κινήματα των πλατειών το 2011 που ανέδειξαν την κρίση της δημοκρατίας εμπλουτίζοντάς την όμως με στοιχεία οριζόντιων δράσεων, άμεσης δημοκρατίας και σε μερικές περιπτώσεις η πολιτική σκηνή διασχίστηκε από αυτά επιτυχώς ή μη. Πάντως, αυτή η παράδοση χαρούμενων συλλογικών παθών και αλληλεγγύης στον Νότο δεν μεταστράφηκε μέχρι τώρα σε ακροδεξιό ρεύμα. Από την άλλη, όμως δεν αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, ούτε η αριστερά κατάφερε να απαντήσει σε αυτό το πρόβλημα γι’ αυτό ο κόσμος στρέφεται προς έναν ακροδεξιό λόγο όπου στήνει το καρτέρι της η ελληνική δεξιά. Στον Βορρά, ακριβώς αντίθετα από το Νότο, οι πολίτες αφενός κρατούσαν απόσταση από την πολιτική αφετέρου, έχουν εμπιστοσύνη στους θεσμούς, στο κράτος. Κι όμως, σε αυτές τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης λόγω της αποτυχίας της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά ακόμη και στη (βόρεια) Ιταλία όπου πράγματι απέτυχε η αριστερά, έχουμε μεταστροφή.
Η κρίση της δημοκρατίας και της πολιτικής είναι η βάση μιας αρνητικότητας που υπάρχει ακόμη. Γενικότερα, βγαίνουμε από μια παράσταση ενωμένης ανθρωπότητας, εφόσον δεν μειώθηκαν οι ανισότητες, οι αδικίες και οι πολιτισμικές διαιρέσεις. Οι άνθρωποι ζουν σε μετεωρισμό κινούμενοι μεταξύ των δυο άκρων του εκκρεμούς. Η δυστυχία αυτή χρεώνεται στην αριστερά και στις χειραφετητικές δυνάμεις, στη συνέχεια δε επιζητούν την ασφάλεια και την ευταξία λύνοντας την εσωτερική τους ένταση. Ο συντηρητισμός μαζί με τον νεοφιλελευθερισμό καθίσταται η πιο επίκαιρη ιδεολογία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα έχει επίγνωση των δεδομένων αλλά δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να επιλύσει ή να απαντήσει σε αυτή την αρνητικότητα. Ο Τσίπρας ως πολιτικός ηγέτης καταφέρνει να κινείται, μέχρι στιγμής, με μεγαλύτερη ευχέρεια έναντι αυτής της αρνητικότητας με πολιτικές πρωτοβουλίες που ανατρέπουν συσχετισμούς, υπονομεύουν στερεότυπα και αναδιατάσσουν σημασίες και πάθη. Συνολικά, όμως, η αριστερά στην Ελλάδα αν και κυβερνητική, ή ενδεχομένως λόγω ακριβώς αυτής της εμπειρίας, διαθέτει θετικότητα και πρωτοβουλία.

Ο Κ. Μητσοτάκης μιλώντας στη Ντόιτσε Βέλε υποστήριξε ότι έχει μετατοπίσει τη ΝΔ στο πολιτικό κέντρο. Οι βασικές του τοποθετήσεις, εντούτοις, γέρνουν προς τα δεξιά. Τι επιχειρεί να καλύψει μ’ αυτό τον ισχυρισμό; Είναι πειστικός στις κεντρώες ιδίως δυνάμεις;
Μια άλλη από τις αντιφάσεις της ΝΔ είναι ότι ενώ οδεύει προς τα ακροδεξιά και τον εθνικισμό δεν αναπτύσσει τον ρατσιστικό-αντιμεταναστευτικό λόγο, ο οποίος βασίζεται στην πολιτισμική διάκριση και τον χαρακτηρισμό των προσφύγων ως ασύμβατων με τον δυτικό πολιτικό πολιτισμό και τρόπο ζωής. Πράγματι, δεν ακολουθεί τη γραμμή του ακροδεξιού μετα-φασιστικού ρεύματος με αντιευρωπαϊκό και ξενόφοβο χαρακτήρα, έτσι όπως εμφανίζεται στην Ευρώπη. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται, νομίζω, στην επενέργεια του μεγάλου κινήματος αλληλεγγύης από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι σήμερα, που επινόησε νέες μορφές συνύπαρξης και κοινωνικού δεσμού. Όσο και να προσπαθεί η ΝΔ να αιχμαλωτίσει την αρνητικότητα και το ακροδεξιό ρεύμα δεν μπορεί να αποφύγει αυτό το διαθετικό (affective) πολιτικό κεκτημένο. Υπ’ αυτή την έννοια και μόνο, μπορεί να πει κανείς οριακά ότι συμβάλει στη διατήρηση της ισορροπίας. Από την άλλη, όμως, συνδαυλίζει το μίσος μέσω της «αγάπης προς τους εθνικούς μας ομοίους». Οι βαθύτερες αυτές διεργασίες δείχνουν μια πιο σύνθετη εικόνα της συντηρητικής παράταξης από την απλή εκείνη μιας εκδοχής του ορμπανισμού.

Νέο μοντέλο πολιτικής επίλυσης

Η στάση της ΝΔ – αλλά και του ΚΙΝΑΛ – για τη συμφωνία των Πρεσπών είναι γνωστή. Κατά τη γνώμη σου τι την οδήγησε σ’ αυτή;
Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ένα νέο μοντέλο πολιτικής επίλυσης δυσεπίλυτων προβλημάτων ταυτότητας ιδιαίτερα μέσα στο περιβάλλον απο-δημοκρατισμού στην Ευρώπη, απομονωτισμού, εθνικιστικών συνόρων και φραχτών, που περιγράψαμε. Η ισορροπία της λύσης δεν οφείλεται σε μια ανέφικτη εξίσωση ισχύος μεταξύ των δυο κρατών ούτε σε μια αφηρημένη εφαρμογή των αξιών του διεθνούς δικαίου. Οφείλεται στο ότι ευνοεί το σεβασμό και την αναγνώριση του Άλλου, τη συνύπαρξη και τη συνεργασία, τις σχέσεις καλής γειτονίας και κοινής ανάπτυξης στην ευρωπαϊκή προοπτική, βασιζόμενη και σε δι-εθνικές δράσεις «από τα κάτω» ή ανάμεσα στα κράτη, δηλαδή σε ανοιχτές διαδικασίες ανταλλαγών, δημιουργίας κοινών τόπων της μνήμης και δημόσιων χώρων των πολιτών και των ομάδων. Τα παραπάνω οδηγούν τελικά στην διατομική ενδυνάμωση των δυο λαών όπου ο καθείς χρησιμοποιεί την δύναμη του άλλου, γι’ αυτό το αποκαλώ μοντέλο «σύνθετης ισχύος». Έχουμε λόγους να ελπίζουμε ότι εδώ τρέχει το ανωτέρω μοντέλο έναντι εκείνου της απλής ισχύος που έφερε πολέμους, καταστροφές και πόνο στη Μέση Ανατολή.
Σε πρώτη ματιά, η απόλυτη εναντίωση της ΝΔ και της αντιπολίτευσης προκαλεί έκπληξη. Έχει όμως εξηγηθεί –σας παραπέμπω και σε επεξεργασίες στο πλαίσιο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς- ότι το Μακεδονικό «πρόβλημα» συνδέεται με έναν τύπο ιστορικής συγκρότησης των μπλοκ εξουσίας στην Ελλάδα μεταπολεμικά αλλά και ειδικά μετά το 1993. Υπό αυτή τη έννοια, είναι ένα πρόβλημα εσωτερικό, πολιτικής κινητοποίησης των μαζών για τη διεκδίκηση συμμετοχής τους στο μπλοκ εξουσίας. Η στάση της ΝΔ είναι σε αντίφαση με τις προγενέστερες θέσεις και το φιλελεύθερο προφίλ της, ωστόσο η μετατόπιση κρίθηκε αναγκαία ώστε να συγκρατήσει υπό το έλεγχό της το ιστορικό εθνικιστικό μπλοκ. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η επιλογή της αντιπολίτευσης δεν θα δικαιωθεί ιστορικά ούτε πολιτικά. Η δι-εθνική συμμαχία φιλελευθέρων και αριστερών που υποστηρίζουμε την Συμφωνία θα δώσουμε τη μάχη σταθερά γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι καθορίζεται επίσης από τα άλλα σημαντικά κοινωνικοοικονομικά ζητήματα.

 

Για να ανακοπεί η εκτύλιξη του φόβου και του μίσους

Η Χρυσή Αυγή, όπως βλέπουμε στα γκάλοπ, διατηρεί πάντα την εκλογική της επιρροή, ενώ πρόσφατα είδαμε να βγαίνει και πάλι στις λαϊκές περιοχές, με τη γνωστή τακτική των «ταγμάτων εφόδου». Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι πια πανευρωπαϊκό φαινόμενο, εξαιρετικά επικίνδυνο. Οι φασιστικές ιδέες και πρακτικές της Χρυσής Αυγής είναι αποδεκτές από τα λαϊκά στρώματα, ιδίως τα περιθωριοποιημένα;
Έχουμε αναγνωρίσει ότι ο πυρήνας της δύναμης της ΧΑ παραμένει σκληρός και αμετάβλητος. Το φαινόμενο της άκρας δεξιάς και των ναζιστικών, ρατσιστικών πολιτικών ιδεολογιών και κινημάτων εμφανίζεται εδώ και εικοσιπέντε χρόνια. Ο μεταφασισμός είναι ενήλικας πλέον, ώριμος πολιτικά με εκλογικές επιτυχίες. Είναι ήδη αργά. Ο κυρίαρχος λόγος για την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Ευρώπη θα μπορούσε να θεωρηθεί τετριμμένος και πληθωριστικός. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: από τη στιγμή που ξεκινήσει το μίσος(που συνυπάρχει μαζί με την αγάπη στην αμφιθυμία) υπάρχει σημείο που μπορεί να αναστραφεί;
Μετά την δυναμική εμφάνιση της ΧΑ το 2012 ξεκίνησε εξίσου δυναμικά και η αντιφασιστική προσπάθεια. Όμως αυτή τώρα κινδυνεύει διότι τείνει να επικρατήσει η εντύπωση ότι πρόκειται για μια μάχη λόγου με λόγο, ενός ιδεολογικού λόγου εναντίον ενός άλλου ιδεολογικού λόγου. Στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής οι ρατσιστές και χρυσαυγίτες θεωρούνται ανεγκέφαλα κτήνη, πολεμικές μηχανές που παράγουν μόνο βία χωρίς να έχουν καμιά επαφή με τον λόγο και τη λογική, όπως συνάγουμε, άλλωστε, από τις ανορθογραφίες και τους βρυχηθμούς τους. Επιπλέον, κινδυνεύουμε από το γεγονός ότι ο αντιφασιστικός λόγος είναι τόσο γενικός και αφαιρετικός, τόσο εξιδανικευτικός και ιδεολογικός τη στιγμή που ο αντίπαλος είναι πρακτικός με την αυστηρή σημασία του όρου, δηλαδή αναπτύσσει νέες μορφές πρακτικής που αποκρίνονται σε μια «επιθυμία για άμεσα αποτελέσματα», επεκτείνεται και κυριαρχεί με σωματικές πρακτικές, με νέα μοντέλα δράσης και «σαγήνης της ισχύος».
Παρόλο που εισερχόμαστε σε τριπλή προεκλογική περίοδο όπου το βλέμμα στρέφεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, θεωρώ ότι, αυτή τη φορά, οι δημοκρατικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις πρέπει να κινηθούν αντίστροφα: από το τοπικό, στο περιφερειακό και στο υπερεθνικό. Αντί της ορθολογικής ανάλυσης και πολιτικού σχεδιασμού, αντί να θεωρούμε ανορθολογικές τις επιλογές των μαζών που κάτω από τον φόβο και την ανασφάλεια στρέφονται στην ακροδεξιά, καλό θα ήταν να δώσουμε βάρος στις ενσώματες πρακτικές που αναπτύσσονται ούτως ή άλλως στις γειτονιές. Δράσεις στις γειτονιές, όχι απλώς με την παραδοσιακή αντίφα «σώμα με σώμα» μάχη αλλά με τις ποικίλες ενσώματες πρακτικές αλληλεγγύης και αγάπης ως δημοκρατίας. Να στηριχτούμε στην κληρονομιά των κινημάτων των πλατειών και αλληλεγγύης του 2015, στην πλούσια γκάμα πρακτικών συλλογικών, αυτοφυών στις γειτονιές της εγγύτητας, της γνωριμίας και της κοινής μνήμης. Να δίνουμε τις μάχες εκεί που ριζώνει ο φασισμός: στις καθημερινές πρακτικές του σεξισμού, της πατριαρχίας, του ρατσισμού και εθνικισμού με αντίσταση στην καταπίεση της αστυνομίας, της πατριαρχικής ηθικολογίας και της θρησκευτικής παρέμβασης στους δημόσιους χώρους. Να αναγνωρίσουμε τη νέα “λαϊκότητα” που φτιάχνεται όταν επικοινωνούν μεταξύ τους οι ευάλωτες ομάδες και πληθυσμοί μέσα από την αλληλεγγύη, που «δρουν ως γείτονες» και μοιράζονται κοινά αισθήματα, πάθη και σχέσεις. Η ριζική αθωότητα που μοιράζεται αγάπη και αισθήματα ενώ εμπνέεται από καθολικές αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Με τον ακτιβισμό προφορικής ιστορίας και αφηγήσεων ζωής, τις ποιητικές του χώρου και νεολαιίστικες δράσεις που δημιουργούν εναλλακτικές δημοσιότητες (counterpublics) κοινής μνήμης (ιστορικοί περίπατοι) και πολιτισμικής οικειότητας στον αστικό χώρο. Υπάρχει πιο ασφαλής και έξυπνος τρόπος για να ανακοπεί η εκτύλιξη του φόβου και του μίσους, από αυτό το είδος κοσμοπολιτικών δράσεων ανοίγματος στο κόσμο και στο διαφορετικό;

Πηγή: Η Εποχή