Macro

Mιχαήλ Μητσάκης: Πλανόδιος αστυγράφος

«Νεράιδες που δεν φαίνονται
 
πλέκουν χρυσά στεφάνια
 
στο βουνό πέρα τ’ αντικρύ
 
και κλαιν’ τη νιότη την πικρή
 
που εχάθη στην αφάνεια.»
 
M. Μητσάκης
 
Ερεθιστικός, αλλά και ευερέθιστος τεχνίτης του λόγου (πεζού, ποιητικού, κριτικού, δημοσιογραφικού), ο Μιχαήλ Μητσάκης βγαίνει επιτέλους από τον θάλαμο της «συμπαθούς γραφικότητας» ή της «ιδιορρυθμίας», όπου τον είχαν καθηλώσει για δεκαετίες επιπόλαιοι συσχετισμοί βίου και έργου. Αναμφίβολα, αποτελεί τον τρίτο πόλο της ανανεωτικής πεζογραφίας της «γενιάς του 1880», μετά τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη. Εφημεριδογράφος κι εφημεριδοφάγος, όπως οι περισσότεροι λογοτέχνες της εποχής του, παράτησε τις νομικές σπουδές και αφοσιώθηκε με πάθος στη συγγραφή, διαμορφώνοντας ουσιαστικά το αναγνωρίσιμο ύφος του στα πολύβουα γραφεία των αθηναϊκών εφημερίδων και περιοδικών – το ύφος ακριβώς που ενόχλησε τον Ροΐδη, μολονότι ο Μητσάκης είναι ουσιαστικά άξιος συνεχιστής της μαστιγοφόρου ροΐδειας ειρωνείας: «Ο Μητσάκης θέλει να κάμη ιδικόν του ύφος. Δεν το χωνεύω. Είναι καθαρά οίησις» (1893). Συνεργάτης σχεδόν κάθε εντύπου που κυκλοφορεί τότε, ημερήσιου ή περιοδικού («Ασμοδαίος», «Μη χάνεσαι», «Ραμπαγάς», «Το Άστυ», «Ακρόπολις», «Εφημερίς» και «Νέα Εφημερίς», «Εστία», «Χρόνος», «Σκριπ», «Αττικόν Μουσείον» κ.ά.), συνυπολογίζοντας και τις δύο (αποτυχημένες) απόπειρές του να στήσει δικές του εφημερίδες το 1888 («Θόρυβος» και «Πρωτεύουσα»), τη συνεισφορά του σε λογής ετήσια ημερολόγια και λευκώματα ή τη λημματογραφική συμβολή του στο Εγκυκλοπαιδικό λεξικό των Μπαρτ και Χιρστ, με σημειώματα άκρας πυκνότητας, ενημέρωσης και αξιοπιστίας, ο Μητσάκης λάμπρυνε το αθηναϊκό πνευματικό στερέωμα, αλλά όχι για πολύ. Η τροχιά της έντονης παρουσίας του στα γράμματα είναι περίπου δεκαπεντάχρονη (1880-1896): η ψυχική του ισορροπία κλονίζεται γύρω στα 1894 και, ύστερα από λίγο (1896 κ.ε.), αρχίζει να φιλοξενείται κατά μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα στο Δρομοκαΐτειο για μια ολόκληρη εικοσαετία, έτσι ώστε ο βιολογικός του θάνατος το 1916 απλώς να προσεπικυρώνει τον προηγηθέντα πνευματικό.
 
Πρωτοεμφανίζεται δημοσιογραφώντας σε πολιτικο-σατιρικά έντυπα («Ασμοδαίος», «Μη χάνεσαι»), αλλά η λογοτεχνική του φλέβα διακρίνεται στον πρώτο διαγωνισμό διηγήματος που προκηρύσσει η «Εστία» (1883), όπου το αφήγημά του («Το βάπτισμα») επαινείται, δεν βραβεύεται, τον βαπτίζει όμως συμβολικά στην τάξη των λογοτεχνών. Στο στόχαστρο του μόλις εικοσάχρονου συγγραφέα η «μεγαλοϊδεΐτις νόσος» που ταλάνισε για δεκαετίες τον τόπο – θέμα που δείχνει τόλμη και εγρήγορη ιστορική συνείδηση. Περιγράφεται η παθολογική, έμμονη ιδέα ενός πατέρα που κάνει τάμα να βαφτίσει το αναμενόμενο τέκνο του στην Αγια-Σοφιά· το παιδί γεννιέται και μένει αβάπτιστο, ενόσω ο πατέρας κυρτώνει, ασπρίζει και γερνά με αδιατάρακτη την πίστη ότι θα δει την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Παθογένεια που, πέρα από εξατομικευμένη περίπτωση, ανάγεται στη σφαίρα της ιδεολογίας και εμπλέκεται με την πολιτική συγχρονία, έτσι ώστε μπορεί κανείς να πει ότι το κείμενο αποτελεί δείγμα και μιας πολιτικής λογοτεχνίας. Μια άλλη μονομανία, τη μεταλλειομανία που κατέλαβε τους Αθηναίους τη δεκαετία του ’70, θα αναπτύξει λίγο αργότερα ο Μητσάκης στο εκτενές αφήγημά του «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας» (1890). Κι εδώ, πέρα από το έξοχο πορτρέτο του εμμονικού και αλλοπαρμένου πρωταγωνιστή που φαντασιώνεται ότι το χωραφάκι του στον Ωρωπό κρύβει φλέβες χρυσού («Όξω φτώχεια!… Πέτρες του Θεού θα δώσουμε, λίρες στερλίνες θα πάρουμε!..»), αποτυπώνεται ρεαλιστικά το κλίμα των Λαυρεωτικών, μιας συλλογικής υστερίας («του απομουρλαθέντος όχλου η κτηνώδης άνοια»), και καταγγέλλεται το μικροαστικό όνειρο του εύκολου πλουτισμού και της αιφνίδιας κοινωνικής προαγωγής. Ωστόσο, εκτός από την ήπια τρέλα, τη γραφική μονομανία, ο Μητσάκης έχει περιγράψει γλαφυρά και την κυριολεκτική παραφροσύνη σε δύο κείμενά του: «Εις τον οίκον των τρελών» (1887), αναφορά στο φρενοκομείο της Κέρκυρας που, κατά πικρή ειρωνεία, θα τον φιλοξενήσει αργότερα, με την πρώτη εμφάνιση της ψυχικής του διαταραχής, και «Παράφρων», για τον πλανόδιο τρελό του Κολωνακίου (1889).
 
Αστυγραφία
 
Το όνομα του Μητσάκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αθηναιογραφία: πνευματώδης, σπινθηροβόλος παρατηρητής και περιπατητής (flâneur), μάτι-κάμερα, αποτυπώνει και συνάμα σχολιάζει τα πάντα, πραγματικά ένας «αλκοολικός της περιγραφής», όπως εύστοχα τον χαρακτήρισαν, αλλά ομολογεί και ο ίδιος:
 
Απλαί φωτογραφικαί μηχαναί των εντυπώσεων της στιγμής, το καθήκον ημών είναι να περισυλλέγωμεν επιμελώς τα γεγονότα της ημέρας, ν’ αποτυπούμεν μετά προσοχής τα διερχόμενα προ των οφθαλμών ημών αστραπιαίως συμβάντα… (1886)
 
Θηρεύοντας αυτή τη φωτογραφική –αλλά και φωνογραφική– πιστότητα, ο Μητσάκης φλανάρει (δικός του ο όρος) αδιαλείπτως: ο δρόμος είναι το σπίτι του, ο ζωτικός του χώρος, και ο ίδιος παρατηρεί και αφουγκράζεται τα πάντα, σαν προσεκτικός φυσιολόγος. Αυτοχαρακτηρίζεται ως «αθίγγανος της δημοσιογραφίας, βεδουίνος της φιλολογίας», όταν στήνει το δικό του σπίτι, τον έντυπο Θόρυβο (1888), διευκρινίζοντας: «σπίτι όμως ακούοντες πρέπει πάντοτε πάλι να εννοείτε το πολύ τένταν», νομαδικό τσαντίρι. Στη δική του Αθήνα, δεν έχεις την αίσθηση μιας απρόσιτης ιδιωτικότητας· η πόλη είναι βιβλίο ανοικτό – «πάμε στη βιβλιοθήκη μου», άλλωστε έλεγε συχνά βγαίνοντας έξω για τις αναγνωστικές περιδιαβάσεις του, βαφτίζοντας συνεκδοχικά Αθηναϊκές σελίδες ή Εικόνες και σκηνές τα χρονογραφήματα, στιγμιότυπα, επικαιρογραφήματα, επιφυλλιδογραφήματα, διηγήματα, πεζά ποιήματα, ή όπως αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις τα υβριδικά, άτακτα, μη ταξινομήσιμα κείμενά του, στα οποία πρωταγωνιστεί ουσιαστικά η πόλη, το άστυ. Δεν υπάρχει δρόμος, γειτονιά, στέκι της πόλης, ανά πάσα στιγμή (της μέρας ή της νύχτας) που να μην τροφοδοτεί τη βουλιμική περιέργεια αυτού του παντεπόπτη: για παράδειγμα, καταγράφει με εθνογραφικό, θαρρείς, ζήλο την ταξική διαστρωμάτωση των Αθηναίων («Η ζωή εις την πρωτεύουσαν», «Το θέρος»), παρεμπίπτοντες και αποσπασματικούς διαλόγους («Ομιλίαι του δρόμου»), διαπληκτισμούς ζεύγους εν μέση οδώ («Συζυγική σκηνή»), τη νυχτερινή πλατεία Ομονοίας («Ζωγραφιά νυκτερινή»), την άγρια συμπλοκή δύο κουτσαβάκηδων («Καυγάς»), τη φοιτητική μποεμία της εποχής («Παρά την Δεξαμενήν»), τη Νεάπολη, στις υπώρειες του Λυκαβηττού («Υπό την συκήν»), τον περίγυρο της Καπνικαρέας («Το πανόραμα»), τον κήπο των Μουσών, μετέπειτα πλατεία Συντάγματος («Κυρά Κώσταινα»), σπαρταριστές σκηνές εστιατορίου, όπως η παραγγελία γκαρσονιού: «Ένα βραστό κεφαλάκι του κυρίου Επαμεινώνδα!» («Εν τω ξενοδοχείω»), έναν γηραλέο φουστανελοφόρο που κατάντησε πλανόδιος μουσικός στη λεωφόρο Κηφισίας, «αντίκρυ του βασιλικού κήπου» («Φλογέρα»), τη βάναυση κακοποίηση ζώων, στην αφηγηματική σειρά «Άνθρωποι και κτήνη» – ενός αλόγου («Το κάρρον»), μιας γάτας («Το γατί»), μιας ταλαίπωρης «εκπαιδευμένης» αρκούδας («Αρκούδα»), ενός σκύλου («Θεάματα του Ψυρρή»). Το αστικό τοπίο άλλωστε κινητοποιεί τη γραφή του και στις εκτός Αθηνών εξορμήσεις του που καταλήγουν σε έξοχα «περιηγητικά» κείμενα: ταξιδιωτική έξαψη, καθ’ οδόν προς την Πάτρα («Στο βαπόρι»), περιπλάνηση ανά την πόλη της Πάτρας («Αυτόχειρ, Η ζωή, Τα έτοιμα»)· εικόνες και σκηνές από την Κέρκυρα («Η πάλη, Η πίστις, Παναγιά Μεγαλομάτα, Δύο ανάκτορα»)· περιδιάβαση στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και στην πόλη των μιναρέδων («Παρά τοις δούλοις, Τα Ιωάννινα»).
 
Η περιγραφική αυτή υπερτροφία, μανιώδης εξάντληση όλων των περιγραφικών δυνατοτήτων της ρητορικής amplificatio (τοπογραφία, προσωποποιία, ηθοποιία, υποτύπωσις, έκφρασις), σε εποχή μάλιστα αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας της αφήγησης και των αφηγηματικών ειδών, συντέλεσε στο να θεωρηθούν τα κείμενα αυτά «προβληματικά». Ουσιαστικά πρόκειται για μια ανοίκεια γραφή και τεχνοτροπία που συναιρεί οξύμωρα την καθημερινή κινητικότητα με την περιγραφική στάση και καθήλωση. Έπρεπε να περιμένουμε τα μέσα του 20ού αιώνα για να εξοικειωθούμε ως αναγνώστες (και πάλι όχι δίχως δυσφορία) με την περιγραφική δεσπόζουσα του nouveau roman, μιας εικονοειδούς λογοτεχνίας δίχως ακριβές θεματικό στίγμα ή πλοκή, με στοιχειώδη παρουσία συνεκτικών χαρακτήρων.
 
Κριτική και ανεξιγλωσσία
 
Κριτική, εν γένει, μπορεί να χαρακτηριστεί η γραφή του Μητσάκη, καθώς το παραμικρό σημείωμα ή σχόλιό του εκκινεί ως κριτική ματιά, συχνά επικριτική. Δεν πρόκειται για συστηματικό κριτικο-θεωρητικό νου, δεν ανήκει στον τακτικό στρατό μήτε στη λογοτεχνική μήτε στην κριτικογραφική παραγωγή του – η θέση του είναι πάντα στο αντάρτικο σώμα, στους ελεύθερους σκοπευτές, στους αντιρρησίες της αρνητικής κριτικής. Γαλλομαθής, ενήμερος αναγνώστης της ελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αν πρέπει να ενταχθεί σε κάποιο θεωρητικό πλαίσιο, θα έλεγες ότι, ακολουθώντας τις ροΐδειες επιλογές, ασπάζεται μάλλον το αιτιώδες σχήμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, δηλαδή το μοντέλο του Ταιν περί ιδεολογικο-κοινωνικού περιβάλλοντος – εξηγητικό κλειδί για πολλές από τις κοινωνικές και πνευματικές κακοδαιμονίες τις οποίες στηλιτεύει.
 
Ο Μητσάκης είναι από τους πρώτους (αν όχι ο πρώτος) που προτείνει την τυπολογική διάκριση ανάμεσα σε επτανήσιους και ελλαδικούς συγγραφείς, εξαίροντας τους καλλιεργημένους, εξευρωπαϊσμένους Επτανήσιους. Σε λεξικογραφικό του σημείωμα, υπογραμμίζει τη σημασία του κάλβειου ύφους για την εξέλιξη όχι τόσο της ποίησης, όπως θα υπέθετε κανείς, αλλά της πεζογραφίας, εκπλησσόμενος μάλιστα πώς δεν το αντελήφθη ο Παλαμάς που είχε την κριτική τόλμη να επαναφέρει τον λησμονημένο ποιητή στην επικαιρότητα. Απαράμιλλο τεχνίτη του λόγου θεωρεί επίσης τον Ηλία Μηνιάτη, για τη ρητορική του δεινότητα, αλλά και για τη συγκερασμένη γλώσσα του, αμάλγαμα λογίων και λαϊκών στοιχείων – το ύφος που, ως «Αθηναίος λεξιθήρας», επιδίωκε να σμιλεύει και ο ίδιος στα γραπτά του. Το γλωσσικό ζήτημα που ταλαιπώρησε ως γλωσσαλγία τόσο τη γενιά του όσο και αρκετές μεταγενέστερες, το αντιμετώπισε έμπρακτα με μια νηφάλια παρέμβαση, μια ανεξιγλωσσία παράδοξη γι’ αυτόν τον οξύθυμο κριτικό: κρατώντας περίπου ίσες αποστάσεις μεταξύ των φανατικών γλωσσαμυντόρων και των ακραίων δημοτικιστών, δηλώνει με το αυτομεταφραστικό του πείραμα «Η θλίψις του μαρμάρου / Το παράπονο του μαρμάρου» (1890), την πεποίθησή του ότι το ίδιο ακριβώς κείμενο μπορεί να διαθέτει εξίσου ακριβόλογη και άρτια αισθητική στη λόγια καθαρεύουσα και στην καθομιλούμενη. Παροιμιώδεις έμειναν οι κριτικές διαμάχες του με τον Ξενόπουλο και με τον Παλαμά: ψέγει τον πρώτο ότι επιχειρεί να στήσει στα πρώτα του βήματα «αθηναϊκή μυθιστορία» με ανεπαρκή μέσα· αποδομεί τον δεύτερο μιλώντας για «συννεφοκαβαλικευτικά» ληρολογήματα και «μελισσώδη ανθολογήματα» (ύποπτη οικειοποίηση ξένων κειμένων). Από την άλλη, ανυπόκριτος είναι ο θαυμασμός του για τον Παπαδιαμάντη, τον Πασαγιάννη, τον Καρκαβίτσα και τον Κρυστάλλη, για την αφέλεια της ποίησής του (με τη σιλλερική έννοια του όρου, μολονότι δεν είναι σε θέση να το διατυπώσει έτσι ακριβώς). Είναι ένας ιδιόμορφος κριτικός τόσο στον αγκαθωτό, στηλιτευτικό, κατεδαφιστικό έλεγχό του (ένας «κριτικός-σκαντζόχοιρος») όσο και στην εύστοχη αναζήτηση της αυθεντικότητας, όπου την εντοπίζει.
 
Αδέσποτοι στίχοι
 
Μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, ο σκοτισμένος νους του Μητσάκη τού υπαγορεύει άλλη γραφή: στρέφεται στην ποίηση, σε μεικτούς (ελληνογαλλικούς) στίχους, σε μικρές αφοριστικές, σκόρπιες σκέψεις. Φαίνεται πως τούτη τη στροφή μάλλον τη σχεδίαζε, εφόσον υποβάλλει στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό του 1891 ποιήματα με ελεύθερους, ανομοιοκατάληκτους στίχους που δεν βρήκαν καλή υποδοχή. Πάντως, αυτή η στιχοπαραγωγή που μετά το 1896 γενικεύεται, θεωρείται σύμπτωμα της φρενοβλάβειάς του. Μεταγενέστεροι μελετητές αυτών των ελεύθερων (ενίοτε και ελευθέριων) στίχων, δεν διστάζουν να τους θεωρήσουν πρόδρομη υπερρεαλιστική ποίηση. Όταν ο Άγγελος Καράκαλος κοινοποιεί αυτή την κυρίως γαλλόφωνη ποιητική παραγωγή (1957), λαμβάνει μια ενθουσιώδη ευχαριστήρια επιστολή από τον Νίκο Εγγονόπουλο που, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει:
 
Καταπιαστήκατε με έναν πραγματικό ποιητή. Και τόσο πονεμένο, τόσο σπαραχτικό, σου σφίγγει τα σωθικά. Βέβαια, είναι ένας τρελός που γράφει, αλλά τι τρελός, τι άνθρωπος… Και αυτός ο παθιασμένος ερωτισμός, να σου φέρνει, δίχως να το θες, δάκρυα στα μάτια. Είχατε λοιπόν απόλυτα δίκιο που παραθέσατε τη φράση του Ρεμπώ ως προμετωπίδα. Και πώς αυτό μάς αλλάζει από όλη τούτη τη χιονοστιβάδα άνοστης ποίησης που πέφτει σαν βροχή επάνω μας […] μας γνωρίζετε μια σελίδα αληθινά αισθαντική που μήτε καν την υποψιάζεται η λογοτεχνία μας…
 
Στη φράση του Ρεμπώ σφηνώνεται το περίφημο dérèglement de tous les sens, μια ολοσχερής απορρύθμιση ως επιδιωκτέα ποιητική κατάσταση. Δεν είναι της παρούσης να θίξει κανείς τη λογοπαικτική δεινότητα των γαλλικών ή ελληνογαλλικών στίχων του Μητσάκη και την πρώιμη υπερρεαλιστικότητά τους που εκτιμήθηκε ως δείγμα της παραφροσύνης του και καθαρή ασυναρτησία, μήτε να αναφερθεί στη σχέση ποίησης και τρέλας, όπως έχει πλέον μελετηθεί από ειδικούς ερευνητές, ή ακόμη την ψυχοπροφυλακτική χρήση ξένης γλώσσας, όταν ο «ασθενής» θέλει να μη γίνει αντιληπτός από το οικείο είτε «εχθρικό» περιβάλλον. Θυμίζουμε ότι και «υγιής», ο Μητσάκης απορρύθμιζε με τις λοξές απαιτήσεις του, οι οποίες αποδόθηκαν, εκ των υστέρων, στην κυοφορούμενη τρέλα του, όπως όταν καταφέρθηκε έντονα εναντίον της Εστίας που δημοσίευσε το κείμενό του «Εις τοίχος» (1890) χωρίζοντάς το σε παραγράφους, ενώ ο ίδιος το ήθελε σε συνεχή ροή, ενιαίο, για να αποδίδει και οπτικά τον βαρύ όγκο του τειχίσματος – «Στενός και υψηλός, πανύψηλος, εγείρει επιβλητικά το γιγαντώδες του ανάστημα»…
 
Οπωσδήποτε έχουμε λόγους να σκύβουμε πάλι και πάλι πάνω από το θορυβώδες πέρασμα του Μητσάκη στη λογοτεχνική κονίστρα – καθώς και από τη γλαφυρή εικοσαετή «σιωπή» του, που δίνει εικόνες σαν κι αυτή:
 
Με ένα φύσημα παιδιού
 
το πώς γεννιέται η φούσκα
 
στην άκρη στο καλάμι του
 
γυαλίζει, αντιφεγγίζει,
 
όπως το χιόνι στο βουνό,
 
όπως στο μετερίζι.
 
Για ιδέστε την πώς τραγουδά
 
και πώς γελά η Αννούσκα.
 
Έτσι αλαφριά και γρήγορη,
 
Έτσι κούφια κι αλέγρα
 
και πάει ψηλά στον ουρανό
 
να πιει λιγάκιν ήλιο…
 
Λίζυ Τσιριμώκου
Η ΕΠΟΧΗ